(Για να περάσω/σουμε πιο ομαλά, απ΄το φαιδρό στο σοβαρό, θα σας πω μια παλιά δικιά μου ιστορία… Ίσως σας φανεί, στην ανάγνωση, ότι φλυαρώ. Μπα…Και λίγα σας λέω.)
Βρισκόμουν στην άουτομπαν Φραγκφούρτης – Μονάχου – Αθήνας, ακριβώς στον κόμβο Φραγκφούρτης, κάνοντας ωτοστόπ ώρες πολλές, νηστικός και κουρασμένος, σέρνοντας μαζί μου ά χ ρ η σ τ ε ς βαλίτσες, γεμάτες με ά χ ρ η σ τ α πράγματα. (Σαν αυτά που κουβαλούσαν οι φτωχές μανάδες μας από σπίτι σε παλιόσπιτο και τά ‘λεγαν «νοικοκυριό»).
Για όσους δεν έχουν προσωπική εμπειρία τι συμβαίνει –συνέβαινε τότε, τώρα ίσως να είναι πιο εύκολα ή χειρότερα μάλλον, δε ξέρω- σ΄αυτόν τον κόμβο. Υπάρχουν –υπήρχαν πριν τόσα χρόνια- οχτώ διεθνείς δρόμοι (άουτομπαν), ο ένας πάνω ή κάτω απ’ τον άλλον, στους οποίους τα αυτοκίνητα έτρεχαν με 150 χιλιόμετρα και το σταμάτημα απαγορευόταν –μόνο στα ρεστωράν ή στους τόπους προσωρινής ανάπαυσης επιτρεπόταν.
Στην ιστορία που σας παραμυθιάζω, υπάρχουνε και κάτι Γερμανοί μπασκίνες –μπάτσοι, τσογλάνια και μαλάκες- που δε με αφήνανε σε χλωρό κλαρί, με κυνηγούσαν με το περιπολικό (δουλειά δεν είχαν …) και μ’ έδιωχναν, ώσπου, τελικά, μου έδειξαν ένα ρεστωράν, κάπου διακόσα μέτρα και μού ‘παν πως εκεί μονάχα επιτρέπεται το ωτοστόπ, «χιρ φερμπότεν» και κάτι άλλα ακαταλαβίστικα.
(Εν τω μεταξύ, για την πλάκα τους, μου είχαν πάρει το διαβατήριο – και τι να έκανα χωρίς αυτό; – και μετά που ξαναπέρασαν να με καγχάσουν τους δείχνω μια ταυτότητα δημοσιογραφική (πλαστή…) και τους απείλησα «ή μου δίνετε το διαβατήριο ή θα σας καταγγείλω» – ταυτόχρονα έκανα πως έγραφα τον αριθμό του περιπολικού. Τότε μόνο κουλάρανε, μου επέστρεψαν το διαβατήριο και μου είπαν πως «εκεί, στο ρεστωράν, στα διακόσια μέτρα, μπορώ να κάνω ωτοστόπ.)
Με το κορμί μου, όμως, που πόναγε και τσίριζε σε κάθε κίνηση, πώς θα πήγαινα μέχρι εκεί, που τα διακόσα μέτρα μου φαίνονταν άπειρα και τρομερά, σαν εφιάλτης;
Ανασκουμπώθηκα, λοιπόν, κοίταξα τον ήλιο της Γερμανίας που μου τρύπαγε το κόκαλο – κρύο και του διαβόλου ή, όπως έλεγε ο πατέρας μου, «μουνί με δόντια!»- και είδα τη σκηνή.
Η σκηνή ήταν η εξής: οι δυο μου βαλίτσες π ε τ α μ έ ν ε ς στο πλάι του δρόμου, μέσα στο χαντάκι με την πρασινάδα. Εγώ να τις κοιτάζω και να με πιάνει τρέμολο, και μπροστά, δυο βήματα, η έρημη άουτομπαν να χάνεται μέσα σε βουνά και σε λαγκάδια, γκρίζα και πέτρινη σαν την εξάντληση. Και πιο κει, διακόσα τόσα μέτρα, το σημείο μηδέν: το ρεστωράν.
Έπρεπε, κ ά π ο τ ε, να φτάσω εκεί!… (Κανείς .«Πούστη! Παλιόπουστα! Γερμανο-εβραιό – πουστα!» – έτσι τους φώναζα αφού είχαν προσπεράσει και δε σταμάταγαν μπροστά μου… Επαναλαμβάνω: έκανα ωτοστόπ δώδεκα ώρες!).
Είπα λοιπόν κι εγώ, με το εναπομείναν σθένος μου, τη μεγάλη κουβέντα στον χωρίς ανάσα εαυτό μου: «κρατήσου, αλλιώς θα πεθάνεις εδωνά», έβαλα όλη μου τη δύναμη στα δάχτυλα, πιάνω τη μια βαλίτσα και τρέχοντας την πήγα τρία μέτρα μακριά. (Λέω «τρέχοντας» γιατί σιγά-σιγά δεν το μπορούσα κι έτσι αφηνόμουνα στο βάρος της βαλίτσας να με παρασύρει προς τα μπρος…). Την άφησα να πέσει στο χαντάκι και μαζί της κατρακύλησα κι εγώ… Πέρασα έτσι ξαπλωμένος μισή ώρα… Κι ύστερα πάλι πήγα πίσω, πήρα την άλλη τη βαλίτσα, βλαστήμησα τα π ρ ά γ μ α τ α και με μια φόρα τρομερή την έφτασα κοντά στην άλλη, μέσα στο χαντάκι.
Κι εγώ ξάπλωσα πάλι εξουθενωμένος στο γρασίδι, που με τρύπαγε η υγρασία του, αλλά εγώ την ένιωθα στην πλάτη μου σαν χάδι…
Το ρεστωράν που μου είχαν πει οι μπάτσοι απείχε πλέον πενήντα μέτρα.
Και να που ήρθε η στιγμή να προσπαθήσω να σας περιγράψω τη γνωριμία μου με το Μήτσο από τ’ Αγρίνιο, στην άουτομπαν Φραγκφούρτης – Μονάχου- Αθήνας, δυο στιγμές μετά το ηλιοβασίλεμα κι ενώ είχα μόλις πετάξει μια βαλίτσα στο χαντάκι, π ρ ο χ ω ρ ώ ν τ α ς κι έ ρ π ο ν τ α ς.
(Οι λέξεις, οι πουτάνες, δε φτάνουνε να πεις μια ιστορία που σου’ χει χ τ υ π ή σ ε ι το αίμα σαν αβγό…).
Έχω, λοιπόν, μ ό λ ι ς πετάξει τη βαλίτσα λίγα μέτρα πιο μακριά κι έχω μ ό λ ι ς βλαστημήσει και μ ό λ ι ς γυρίσει για την άλλη βαλίτσα, όταν…
…ΟΤΑΝ, όπως στο «φλίπερ», το κεφάλι μου να γυρίζει μονομιάς – για να δει και τ’ άλλο μάτι – να πειστεί, πως ναι, αυτό που είδε ήτανε αλήθεια, ήταν ένας αριθμός, αριθμός αυτοκινήτου, φορτηγού, φορτηγού ελληνικού, που μ ό λ ι ς με είχε προσπεράσει και πήγαινε προς το καταραμένο ρεστωράν κι εγώ να μην ξέρω τι να κάνω, να πάω ή όχι για την άλλη βαλίτσα, να φωνάξω, να τρέξω, τι;…
Τίποτα… Στάθηκα ακίνητος – το μόνο που μ π ο ρ ο ύ σ α να κάνω – και με όλα μου τα νεύρα στα τρελά μου μάτια κοίταζα το φορτηγό. Θα σταματήσει ή όχι στο ρεστωράν; Διψάει ή όχι; (Ο Μήτσος…) πεινάει ή μόλις περιδρόμιασε; (Δηλαδή, π ρ ί ν ακόμη τον γνωρίσω το Μήτσο, με δούλευε…). Αλλά φαίνεται πως ο ασυνείδητος ο Μήτσος, το μαλακοτσογλάνι ο Μήτσος, ο κ α η μ έ ν ο ς ο Μήτσος, ούτε πείναγε, ούτε δίψαγε. Δίψαγε όμως το φορτηγό του- δηλαδή μια «κωλόγρια» που οδηγούσε. Κι ο Μήτσος κατέβηκε στη βρύση, μπροστά στο ρεστωράν, γέμισε έναν τενεκέ που κράταγε και ξαναγύρισε να πάει προς το φορτηγό…
Κι όλ’ αυτά εγώ να τα βλέπω να γίνονται σε γρήγορο χρόνο, ενώ εγώ ένιωθα και κινιόμουνα σε πολύ αργό σλόου μόσιον, και να μην μπορώ να κάνω τίποτα για να σταματήσω τ’ αναπόφευκτο, δηλαδή το φευγιό του Μήτσου. Τρόμαξα. Αν άφηνα το Μήτσο να μου φύγει, τότε πια θα’ μενα κει χάμω για καλά, μέχρι αύριο και μεθαύριο κι ίσως του χρόνου, ίσως και ρίζωνα στην άουτομπαν και να γινόμουν τ’ ανθρώπινο γρασίδι της Γερμανίας… (ύστερα από το σαπούνι…). Αν άφηνα τον π α τ ρ ι ώ τη να μου φύγει, τότε ποιος πούστης θα σταμάταγε για να με πάρει;…
Τ ρ ό μ α ξ α, λοιπόν, κι αμέσως άρχισα να φ ω ν ά ζ ω!
(Τώρα, βέβαια, εσείς πού τα διαβάζετε αυτά, θα νομίζετε ότι η λέξη «φωνάζω» σημαίνει: «βγάζω φωνή». Λάθος. Το ρήμα «φωνάζω» μπορεί και να σημαίνει: σφίγγω το στόμα μου ν’ ανοίξει – είχε μπαλσαμωθεί απ’ το πολύ τσιγάρο και την α μ α σ ι ά (απ’ το «μασάω») – κι αντί φωνή έβγαζε κάτι βρυχηθμούς που να τους ακούς και να γελάς. (Όποιος τολμάει, ας γελάσει…).
Κι ο Μήτσος να διασχίζει αυτά τα δέκα βήματα που τόνε χώριζαν από το φορτηγό κι εγώ να κουνάω χέρια και πόδια, να φ ω ν ά ζ ω και να τρέχω να τον προλάβω.
(Νάτες πάλι οι πρόστυχες οι λέξεις, οι ξεσκισμένες, πού λες «τρέχω» και θυμάσαι πως δεν έτρεχες, θυμάσαι τον εφιάλτη σου που κόλλαγαν τα βρομερά σου ρούχα, πόναγε το αίμα σου – έτσι πηγμένο απ’ την κούραση – κι εσύ να λες «τρέχω», ενώ δεν έτρεχες καθόλου, ούτε καν σημειωτόν, σαν φαντάρος που κάνει λούφα – κι εσύ δεν ήσουνα… – όμως συνεχίζεις να λες «τρέχω» κι ας θυμάσαι τους εφιάλτες σου μικρός που σε κυνήγαγαν κι εσύ ίδρωνες πάνω στα πόδια σου, και λες ακόμη «τρέχω», ενώ μονάχα κούναγες τ’ αλαφιασμένα χέρια σου στο Μήτσο και γρύλιζες για να σ’ ακούσει γιατί το’ ξερες καλά, δε θα τον έφτανες ποτέ το Μήτσο, γιατί το ξέρεις ακόμη και τώρα πως διακόσα μέτρα δεν είναι πάντα τόσα, γιατί το’ μαθες πια το παραμύθι: ή θα κρατηθείς από τις σάρκες σου ή θα σ’ αφήσουν να πεθάνεις στη μέση του δρόμου σαν σκυλί).
Έτρεχα, λοιπόν, να τον προλάβω και μια στιγμή που ο Μήτσος γύρισε, με είδε, είδε ένα ΟΝ να τρέχει στον πέτρινο δρόμο κι ήταν σαν όνειρο.. Και τότε έβγαλα μια κραυγή (τη μόνη που θυμάμαι). «Ρε φίλεεε!» (Κι ανάθεμα αν έχω ξανανιώσει έτσι τη λέξη «φίλος»).
Κι ο Μήτσος, με τό ‘να πόδι στο σκαλί του φορτηγού και το χέρι στην πόρτα, με κοίταζε να φτάνω, να πλησιάζω, να δίνω κουράγιο στη φωνή μου και να λέω: «Ρε φίλε, Έλληνας είσαι;». (Λες και του΄λεγα «Θεός»). «Έχεις χώρο να με πάρεις μαζί σου, ό π ο υ κ ι α ν π η γ α ί ν ε ι ς».
Και τότε, ξέρετε τι μου είπε ο Μήτσος; «Ρε φίλε», μου λέει, «… δεν έχω χώρο….».
Δεν είχε χώρο ο Μήτσος!… Ρίχνω μια ματιά στο φορτηγό και βλέπω: η θέση δίπλα στον οδηγό άδεια. Δεύτερη ματιά : πίσω απ’ τις θέσεις, δυο κρεβάτια, άδεια κι αυτά. (Κι ο μαλακόπουστας ο Μήτσος απ’ το Αγρίνιο δεν είχε χώρο).
«Μ’ αφού είσαι μόνος σου, μωρέ…», του λέω εγώ δ ε ι λ ά.
«Ναι, ρε φίλε», μου κάνει, π η γ α ί ν ο ν τ α ς να μπει, «αλλά, είναι λίγο στενάχωρα…».
Τότε, έβαλα στο βλέμμα μου όλες τις βλαστήμιες και του φώναξα: «Αφού είσαι μόνος σου ρε!… Είσαι άδειος ρε!!».
Κοιταχτήκαμε δυο στιγμές κι ο Μήτσος απ’ τ΄ Αγρίνιο φάνηκε να κ ω λ ώ ν ε ι. «Καλά», μου λέει, «ανέβα». Τι ν’ ανέβω. Κι οι βαλίτσες; Οι βαλίτσες με τ’ άχρηστα;…
Δίστασα. «Έχω και κάτι βαλίτσες…», του λέω. «Ωχού!…» έκανε ο Μήτσος, αλλά τον κράτησα να μην ανέβει… «Βοήθησέ με», του λέω, «να τις φέρω. Μόνος μου δ ε ν μ π ο ρ ώ». Τότε ο Μήτσος πήρε πάλι τ’ απάνω του.
«Ή τις φέρνεις», μου λέει, «και γρήγορα ή φεύγω». Κι ανέβηκε στο σκαλοπάτι. «Κουνήσου μωρ’ αδερφέ μου…».
Τώρα, τι να σας πω; … Ότι πήγα πίσω να πάρω τις βαλίτσες;… Ότι πήρα πρώτα τη μια στην αγκαλιά μου, την πήγα και την πέταξα πάνω στην καρότσα και μετά γύρισα για την άλλη; Με το Μήτσο να φωνάζει «άντε ρε φίλε, κουνήσου» και να γελάει με την α ν η μ π ό ρ ι α μου, ότι πήγα να φέρω τη δεύτερη και μόλις την αγκάλιασα μου άνοιξε και χυθήκανε όλα τα σάπια πράγματα στην άουτομπαν, ότι τα κλότσαγα προς το φορτηγό, μούγκριζα , ότι τα μάζεψα – δεν άφησα τίποτα ε κ ε ί , τά΄’χωσα όπως όπως -και τελικά την πήγα κι αυτή, ανέβηκα μαζί της το σκαλοπάτι, την έβαλα πάνω στο κρεβάτι και πως…
Κι αφού, λοιπόν, την ακούμπησα στο κάτω κρεβάτι, έκλεισα την πόρτα, άφησα το κορμί μου στο κάθισμα κι είπα: «Σ’ ε υ χ α ρ ι σ τ ώ. Πάμε».
(Δυο λέξεις, α υ τ έ ς, του είπα. Και βέβαια, πού να καταλάβετε εσείς, τι κουβαλούσανε αυτές οι λέξεις. Τι λαχτάρα και τι α ν ά σ α, έτσι που έκλεισε η πόρτα κι εγώ να βρίσκομαι κ α θ ι σ τ ό ς κι η κούρασή μου να κυλάει σαν γράσο πάνω στην άσφαλτο κι ο Μήτσος να μαρσάρει τσαντισμένος και τα μάτια μου – επιτέλους! – να’ χουνε αρχίσει να χαζεύουν το τοπίο!…Επιτέλους, ταξίδευα και κοίταζα γύρω μου! Άς είναι…).
Ξεκίνησε, λοιπόν, ο Μήτσος απ’ τ’ Αγρίνιο. («Απ’ τ’ Αγρίνιο είμαι, εσύ;»). Και μολονότι έπιασα μια βλαστήμια ανάμεσα στα δόντια του, δεν έδωσα σημασία, δε μ’ ενδιέφερε αν βλαστημούσε. Άλλωστε, κ ω λ ό π α ι δ ο ήτανε, μπορούσε και να βλαστημάει. Μαλακοκωλόπαιδο.
Τώρα θα μου πείτε, τι σόι άνθρωπος είμαι τέλος πάντων, δε φτάνει, δηλαδή, που με πήρε δίπλα του ο Μήτσος, τόνε βρίζω κι από πάνω; Θα σας πω…
Πρώτα, όμως, θα προσπαθήσω να σας περιγράψω τι σόι αυτοκίνητο ήτανε αυτό το φορτηγό. Όχι γι’ άλλο λόγο, αλλά για να καταλάβετε το Μήτσο. Τι σόι μαλακόπουστας ήτανε, δηλαδή.
Όπως μια γριά γκόμενα πολυβαμμένη, με ξεφτισμένα πόδια και μισά τακούνια, που όλο κοντοστέκεται και λες πως θα πέσει να σωριαστεί, αλλ’ αυτή κάνει μια έτσι και σηκώνει την κυλόττα της πού ‘χει κατέβει ξεχειλωμένη και πάλι προχωράει σεινάμενη – λυγάμενη ως την επόμενη γωνία που ξανά θα σταματήσει να σηκώσει τα βυζιά της… έτσι και το φορτηγό του Μήτσου, εκεί που τον έκανε να βλαστημάει και να θέλει να το πετάξει στο γκρεμό – μαζί με μένα φυσικά – ξαφνικά, έπαιρνε πάλι μπρος, έβγαζε καπνούς και κύλαγε στις «μεγάλες λεωφόρους της δύσεως».
Σαράβαλο του κερατά. Λαμαρίνες, καθίσματα, καντράν, καθρέπτες, γκάζια, πετάλια, πόρτες και παράθυρα, όλα είχανε τη βλάβη τους, το μπάλωμά τους – με σύρμα ή σπάγκο – κι όλα στρίγκλιζαν και φώναζαν σε κάθε στροφή και σε κάθε ανασήκωμα του Μήτσου ή δικό μου… Αυτά γενικά.
Τώρα… όταν λίγη ώρα μετά άπλωσα τα πόδια μου να τ’ ακουμπήσω μπροστά στη λαμαρίνα – είχανε κολλήσει τα νεύρα μου, οι μυώνες όλοι του ορθοπεδικού συστήματός μου, έπρεπε να τα τεντώσω – ο Μήτσος γυρίζει τσαντισμένος και μου λέει: «Κατέβασε ρε φίλε τα πόδια σου, θα μου χ α λ ά σ ε ι ς τ η λ α μ α ρ ί ν α!».
Κι όταν αργότερα, έβγαλα έξω απ’ το παράθυρο το μπράτσο μου ,πάλι τσαντίστηκε ο Μήτσος και πάλι μου είπε: «Βάλε μέσα το χέρι σου, μωρ’ αδερφέ μου, δε βλέπω τίποτα πίσω!» και συνέχισε, ρίχνοντας κλεφτή ματιά προς τη βαλίτσα μου πάνω στο κρεβάτι, μουρμουρίζοντας, αλλά δυνατά για να τον ακούσω: «Γεμίσαμε πράγματα δω μέσα, το Χριστό μου…».
(Πρώτον: το μπράτσο μου δεν τον ενοχλούσε καθόλου, απλούστατα για τί το καθρεφτάκι ήταν σπασμένο και δεύτερο, τα «πράγματα» που έλεγε ήσανε τα δικά του – τα δικά μου ήσαν μέσα στη βαλίτσα- που τά ‘χε πεταμένα και στα δυο κρεβάτια, άτακτα και βρομερά. Κι αυτά ήσαν που βρόμαγαν κι έκαναν το Μήτσο να πει μια στιγμή: «Βρομάει εδώ μέσα, τι στο διάολο βρομάει… άνοιξε το παράθυρο»).
Κι η γριά γκόμενα – το φορτηγό- αγκομαχούσε στις ανηφοριές…
Βέβαια, το πιο σημαντικό απ’ όλα ήτανε το άλλο. Δηλαδή, το σλιπ. (Και εξαιτίας του ήρθαμε σε πλήρη ρήξη μ ε το Μήτσο απ’ τ’ Αγρίνιο και μ’ ανάγκασε να του πω εκείνο το «μού’ πρηξες τ’ αρχίδια ρε μαλακόπουστα»).
Αλλά πρώτα, να σας πω για τον καφέ και τα τσιγάρα.
Εγώ λεφτά δεν είχα. Και το’ χα πει του Μήτσου. Μοναχά τσιγάρα είχα – κλεψιμαίικα κι αυτά από μια γρια μπακάλισσα των Βρυξελλών – και καφέ φτιαγμένο σε μπουκάλι από κλεμμένα (κι αυτά) φακελάκια του καφέ και ζάχαρης. Αυτά τα ήξερε ο Μήτσος. (Όχι πως του είπα ότι είχα κλέψει, αλλά πως δεν είχα μία και πως δεν είχα φάει, καιρό τώρα, τουλάχιστον από τότε που με πήρε στην άουτομπαν).
Και σας ρωτάω τώρα εσάς, τι θα κάνατε και τι θα λέγατε, αν ταξιδεύατε με το Μήτσο απ’ τ’ Αγρίνιο, νύχτα του βοριά, με μόνη ζεστασιά σας τις βλαστήμιες του και τα φτυσίδια του έξω απ’ το παράθυρο, και κάθε τόσο, σε όποιο «καφέ» ή ρεστωράν βρισκότανε στο δρόμο μας, ο Μήτσος σταματούσε, έλεγε «έρχομαι αμέσως», πήγαινε και περιδρόμιαζε φαΐ κι ύστερα ερχότανε – μετά μισή ή μία ώρα που εγώ τον περίμενα στο φορτηγό – και γλείφοντας τα χείλια του έλεγε : «Ρε συ, γιατί δεν ήρθες να τσιμπήσεις, δεν πεινάς;».
Και πάντα έτσι μου την έφερνε. Πάντα με είχε στο περίμενε, πήγαινε αυτός, έπινε το καφεδάκι του ζεστό-ζεστό, έτρωγε και μετά γυρνούσε και μου έλεγε πάντα την ίδια φράση: «γιατί δεν ήρθες». Και μετά – πάντα- άρχιζε το ρέψιμο και το κλάσιμο, όπως θα’ κανε το κάθε λογής μαλακοκωλόπαιδο. (Κι όχι μόνο απ’ τ’ Αγρίνιο).
Κι ύστερα – χορτάτος – άρχιζε να μου λέει κάτι ιστορίες για τις πουτάνες που συχνάζανε στα διάφορα μοτέλια και «καφέ». («Τις έχω πηδημένες όλες» έλεγε, κι ας σκυλοβρόμαγε το φορτηγό από τη μαλακία που πήγαινε σύννεφο). Και, βέβαια, η τράκα στα τσιγάρα μου γινότανε με σύστημα.
«Τους πούστηδες, την Παναγία τους, κανείς τους δεν πουλάει τσιγάρα», έλεγε όταν γύριζε απ’ τα «καφέ» κι είναι σίγουρο πως πουλάγανε όλοι.
Μια φορά μονάχα – βράδυ ήτανε κι είχαμε ξαπλώσει στα κρεβάτια μας, κάπου στην Αυστρία – προσφέρθηκε να με … ταΐσει (ο Μήτσος!).
Βρήκε σε μια κατουρημένη σακούλα ένα ξεροκόμματο ψωμί και πέντ’ έξι ελιές, γεμάτες μούχλα και – το κωλόπαιδο! – μου τά’ δωσε να τα φάω, λέγοντας : «Δεν πειράζει η μούχλα, κάνει καλό. Αν δε σ’ αρέσει, φτύσ’ τη…».
Έτσι, το λοιπόν, αφού είχαμε ταξιδέψει κάμποσο μαζί, είχαμε πει πολλά και τίποτα, είχαμε κατουρήσει αλά ελληνικά, είχαμε βριστεί από μέσα μας και μ’ είχε βλαστημήσει φανερά, ο Μήτσος, ο Μήτσος απ’ τ’ Αγρίνιο, που μου είχε πει το προηγούμενο βράδυ: «Σε πειράζει να βάλω τα πράγματα πάνω στο κρεβάτι σου;». Και τά’ χε πετάξει όλα – δικά του και δικά μου – πάνω στο κρεβάτι μου κι αυτός άπλωσε την αρίδα του και μ’ άφησε να βρω μια θέση ανάμεσα στα κωλοπράγματα, ο Μήτσος, που όταν έκλανε φώναζε θριαμβικά «γεια σου κώλε μου!» και μ’ έκανε να θέλω να ξεράσω τα σπλάχνα μου – φαΐ δεν υπήρχε – μούγκριζα μέσα μου από την αηδία του ανθρώπου, ο Μήτσος, λοιπόν, απ’ τ’ Αγρίνιο, ξαφνικά έγινε ευαίσθητος κι όταν εγώ για πολλοστή φορά έβαλα το χέρι μου και τράβηξα το σλιπ που μού’ κοβε τα σκέλια – στο σημείο της ελιάς – τότε, λοιπόν ο Μήτσος…
Εδώ είναι… Κάτι είπα για το σλιπ προηγουμένως. Απ’ την πολλή ταλαιπωρία και τον ιδρώτα – δεν ήταν κι εύκολο να αλλάζω εσώρουχα στην αουτομπαν- είχε κολλήσει πάνω στη σάρκα μου και μ’ έτσουζε σε κάθε κίνηση ή ακινησία μου. Κι εγώ, δώσ’ του και το τράβαγα, το ξεκόλλαγα, αλλ’ αυτό ξανακούμπαγε πάνω στις πληγές και με πονούσε φοβερά. {Ήθελε βγάλσιμο, βέβαια, αλλά πού να τολμήσω να αλλάξω «σλιπ» μπροστά στο Μήτσο, πού έτσι και το έβλεπε θα με νόμιζε για πουσταριό στα σίγουρα. Αφού μια στιγμή που είχε δει τις κάλτσες μου- κόκκινες ήταν – μού είπε πονηρά : «Κόκκινες κάλτσες φοράς;… Κατάλαβα… Ήξερα μια αδερφή που τις φορούσε». Κι όταν εγώ, ξέροντας πόσο μαλάκας είναι, του είπα πως τώρα οι «αδερφές» έχουνε αλλάξει στυλ και φοράνε «πράσινες κάλτσες», ο Μήτσος τά’ χασε και θέλησε να δικαιολογηθεί για τις δικές του – πράσινες – κάλτσες : «Αυτή η ξεκωλιάρα η αδερφή μου μού τις έκανε δώρο. Θα πάω στην Αθήνα και θα τη γαμήσω!». Πράγμα που πολύ θα ήθελε, βέβαια, κι ίσως στον ύπνο του να το’ χε πολυκάνει…).
Κι ήτανε μια απ’ τις πολλές – όπως σας είπα – φορές που θέλησα να ξεκολλήσω το σλιπάκι από τη σάρκα μου, όταν ο Μήτσος – βρε το Μήτσο! – σταμάτησε απότομα να βάζει κωλοδάχτυλο στο φορτηγό και γυρίζοντας, μ’ έναν ψευτομάγκικο θυμό, μου λέει : «Τι θα γίνει, ρε φίλε, μου λες;… Θα πάψεις, να πούμε, να ξύνεις τ’ αρχίδια σου;… Και γαμώ το Χριστό μου, δηλαδή, μετάνιωσα που σε πήρα, εγώ ποτέ δεν παίρνω κανένανε μαζί μου, αλλά έτσι, είπα να δοκιμάσω, αλλά μωρ’ αδερφάκι μου, δεν κάνω κέφι εγώ να οδηγάω κι εσύ να ξεις τα αρχίδια σου!… Λέπρα έχεις;».
Και μπορεί, κάθε φορά που γύριζε απ’ τα μοτέλια και μού’ λεγε «γιατί δεν ήρθες, δεν πεινάς», εγώ να του’ λεγα πως «έχω φάει», μπορεί όταν βλαστήμαγε εγώ να κοίταζα έξω το τοπίο, μπορεί ακόμη, όταν σε κάθε στραβορέψιμο του φορτηγού να ξέσπαγε στα «πράγματά μου» που του γεμίσανε το χώρο, κι ακόμη όταν έκλανε και κόρωνε ο τόπος εγώ να λέω μέσα μου «σπίτι του είναι ό,τι θέλει κάνει», αλλά τώρα δεν τον άντεξα το Μήτσο.
Ναι, δεν τον άντεξα και πατώντας του το φρένο με μανία του φώναξα :
«Σταμάτα ρε μαλακοτσογλάνι να κατέβω!… Μού’ πρηξες τ’ αρχίδια!»
Κι ο Μήτσος, ξαφνικά, κοκκίνισε. (Αν κι ήταν σούρουπο, το είδα).
Σταμάτησε αμήχανα, «καλά ρε φίλε» έκανε, « έτσι το’ πα…», αλλά εγώ είχα κιόλας ανοίξει την πόρτα και πέταγα έξω τη βαλίτσα μου. «Σταμάτα ρε τσογλάνι!», του ξανάπα κι ο Μήτσος σταμάτησε, αλλά όχι εντελώς, έβλεπα στο ύφος του την ανυπομονησία του, ή θ ε λ ε να κατέβω ο Μήτσος, ο Μήτσος ο π α τ ρ ι ώ τ η ς, χάρηκε που επιτέλους δεν άντεξα την τ σ ο γ λ α ν ί α του και πήδηξα κάτω, κλείνοντάς του την πόρτα στα μούτρα και μετά μια στιγμή, μάρσαρε – σαν να έκλανε – κι έφυγε…
Ο Μήτσος. Κι ήτανε περασμένο σούρουπο, κοντά σε δάσος, χιλιόμετρα έξω απ’ το Βελιγράδι, στην ερημιά… Κι είχε μια ησυχία ο τόπος, μια γαλήνη, που ξάπλωσα πάνω στο δρόμο κι αφέθηκα τόσο πολύ, που τα σάλια μου βγήκαν απ’ το στόμα μου και κύλησαν πάνω στην άσφαλτο, σαν ξερατό… (Ξέρναγα τον Μήτσο…).
Έτσι, στη νύχτα και στην παγωνιά… Μέχρι το πρωί…
Μέχρι τα χαράματα, που σταμάτησε κοντά μου ο Κώστας ο Σαλονικιός, με φόρτωμα μπανάνες και με πήρε. Κι όταν του διηγήθηκα στα πεταχτά, το πώς και το γιατί, ο Κώστας γέλασε : «Α, κατάλαβα… Ο Μήτσος είναι» είπε, «ο Μήτσος το κωλόπαιδο, ο Μήτσος ο μαλακομαλάκας.».
Και μού’ δωσε να φάω και τέταρτη μπανάνα…
…………………………………………………………………………….
Σ’ αυτό το σημείο της τέταρτης μπανάνας –γεια σου Κώστα, αν το διαβάζεις και αν το θυμάσαι – νομίζω πως πρέπει να σταματήσω.
Έλεγε κι άλλα πολλά η ιστορία, αλλά , στο κάτω-κάτω, ποιος ενδιαφέρεται για τις θλιβερές ιστορίες των άλλων;…
Κι αν με ρωτήσετε γιατί καταπιάστηκα μ’ αυτήν, ποιόν τάχα νοιάζει ή μπορεί να συγκινήσει, τη στιγμή μάλιστα που γίνονται γύρω μας εξαίρετοι φόνοι, ζηλευτές ληστείες κι άγριοι – και αποτρόπαια υπέροχοι – βιασμοί;
Δεν ξέρω. Μπορεί για τον έναν ή για τον άλλο λόγο. (Ασήμαντοι κι αυτοί…). Τελικά, εγώ προσωπικά, δεν ευθύνομαι για τίποτα. Ούτε καν για το Μήτσο. Ήταν απ’ τ’ Αγρίνιο; Δεν ήταν;…
Υ.Γ. Καταλάβατε τώρα ΠΟΙΟΣ μπορεί να είναι ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΑΛΑΚΑΣ (τσογλάνι – κάθαρμα…) στη ζωή μας;
