Οι αλλαγές που συμβαίνουν στο σώμα μας, όταν ερωτευόμαστε, είναι αξιοσημείωτες. Υπεύθυνες γι’ αυτό είναι – τι άλλο; – οι ορμόνες. Στους άνδρες, η ορμόνη τεστοστερόνη μειώνεται, ενώ, αντίθετα, στις γυναίκες αυξάνεται. Όμως, και στα δύο φύλα αυξάνεται σημαντικά η κορτιζόνη που είναι η κατεξοχήν ορμόνη του στρες. Το γεγονός, ότι η τεστοστερόνη μειώνεται στους άνδρες ενώ αυξάνεται στις γυναίκες, ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια της φύσης να μειώσει τις διαφορές μεταξύ των δύο. Η μείωση των διαφορών συμβάλλει στη σύναψη στενών και ισχυρών σχέσεων μεταξύ των ερωτευμένων.
Όσον αφορά στη δραστηριοποίηση νευρικών κυκλωμάτων στον εγκέφαλο, υπάρχει αδρανοποίηση των κυκλωμάτων εκείνων που σχετίζονται με την άσκηση κριτικής προς τους άλλους ανθρώπους και την κοινωνία γενικότερα. Αυτό εξηγεί το γεγονός πως, όταν ερωτευόμαστε, δεν δίδουμε σημασία στην κοινωνική θέση του συντρόφου μας ή σε ενδεχόμενα αρνητικά σχόλια ως προς αυτόν από τον περίγυρο. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι οι ερωτευμένοι τυφλώνονται από την αγάπη τους και δεν βλέπουν τα λάθη ή τις ατέλειες του αγαπημένου ή της αγαπημένης τους.
Ορισμένοι επιστήμονες δηλώνουν ότι οι αλλαγές της τεστοστερόνης που παρατηρούνται πιθανόν να οφείλονται σε έντονη σεξουαλική δραστηριότητα. Σχετικά αναφέρουν ότι η περίοδος του έρωτα συνοδεύεται και από έντονο, συχνό σεξ. Δυστυχώς, όμως, όπως γνωρίζουμε, η ευτυχία του αρχικού έρωτα δεν διαρκεί για πάντα. Με τον ίδιο τρόπο που εμφανίζονται οι ορμονικές αλλαγές κατά την έναρξη του έρωτα, εξαφανίζονται, όταν περάσουν από ένα έως δύο χρόνια. Αυτό οφείλεται σε μια ορμόνη που ονομάζεται φαινιλαλανίνη, η οποία εκκρίνεται απότομα, όταν ερωτευόμαστε, και σταματά να εκκρίνεται σταδιακά.
Αυτό, φυσικά, είναι ακόμη πρόωρο, με βάση τα επιστημονικά δεδομένα που διαθέτουμε σήμερα. Αναμφίβολα, όμως, ο τομέας αυτός των ερευνών έχει ακόμη πολλά να μας αποκαλύψει, που θα είναι χρήσιμα τόσο για την κατανόηση της ψυχολογίας και συμπεριφοράς μας όσο και για θεραπευτικούς σκοπούς.
