Σήμερα έκανα την πρώτη μου πρωινή βόλτα μετά από έξι μήνες. Κάθε πρωι στις 8 η ώρα στη δουλειά και στα ρεπό ο πρωινός ύπνος ήταν πράγματα που με έκαναν να στερηθώ ενα πρωινό περίπατο. Και συγκεκριμένα επέλεξα το Μοναστηράκι. Πολύ αγαπημένο σημείο από τα εφηβικά μου κιόλας χρόνια.

Χάζεψα λίγο και τον κόσμο, όπου διαπίστωσα πως είχε πάρα πολλά πιτσιρίκια. Χάρηκα που τα είδα και συμπέρανα πως το μοναστηράκι είναι ακόμα στεκι πιτσιρικαρίας, όπως ήταν και πριν δεκαπέντε χρόνια, το΄τε δηλαή που εγώ ήμουν έφηβη. Σπιρτόζικα μάτια και γλυκές φατσούλες, άλλοι με τις κοπελίτσες τους και άλλοι ξέμπαρκοι. Προφανώς η νέα γενιά δεν έχει αποβλακωθεί και τόσο με το playstation και το facebook.

Ανηφόρησα προς το Θησείο κι όταν έφτασα, επιθύμησα να πιω ένα καφέ έτσι μόνη μου. Κάθομαι στο καφέ, απλώνω τις αρίδες μου μπροστά και σφηνώνω τις Μartin’s μου (ναι φοράω ακόμα Μartin’s κι ας με πείτε παλιομοδίτισσα) σε ένα λούκι που κάνει το κρασπεδάκι ενός παρτεπιού με λουλούδια εκεί δίπλα.

Όταν ήρθε η γκαρσόνα να πάρει την παραγγελία τη ρώτησα τι λιχουδιές υπάρχουν, γιατί βαριόμουν να διαβάσω τον κατάλογο. Τέλος πάντων παρήγγηλα ένα freddo και κατί μικρογλυκίσματα και κάθισα να απολαύσω τη θέα. Μου φάνηκε κάτι το απίστευτο. Γέννημα- θρέμα αθηναία γνωρίζω την Αθήνα σαν την παλάμη μου. Την έχω δει από κοντά, από μακρυά, από ψηλά, από χαμηλά, ακόμα και από ελικόπτερο. Όμως αυτό το θέαμα μου φάνηκε απίστευτο. Άναψα τσιγάρο. Εκείνη τη στιγμή λες και κάποιος διάβασε το μυαλό μου και το ραδιόφωνο έπαιξε το “Γράμμα σ’ ένα ποιητή” του Καββαδία. Με τον Ζερβουδάκη να τραγουδά “μακρυά πολύ μακρυά να ταξιδεψουμε” , το μυαλό μου όντως ταξίδεψε.

Πολύ απόλαυσα το σημερινό. Άφησα ένα βαρβάτο πουρμπουάρ στην γκαρσόνα και σηκώθηκα για να φύγω. Και στο γυρισμό για το σπίτι σκεφτόμουν γι άλλη μια φορά πόσο πολύπλοκες έχουμε κάνει τις ζωές μας ψάχνοντας την ευτυχία μέσα από υλικά αγαθά. Για μένα η ευτυχία σήμερα ήταν μέσα σε ένα ποτήρι freddo.