Σύνταξη-Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

«Σήμερα το Ιράν, αύριο η Παλαιστίνη». Έτσι κραύγαζε το πλήθος στην Τεχεράνη τον Φεβρουάριο του 1979, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Παλαιστίνιου ηγέτη Yasser Arafat στον Αγιατολάχ Ruhollah Khomeini, λίγες μέρες μετά την επιτυχία της ιρανικής επανάστασης. Ο Arafat ήταν ο πρώτος ξένος αξιωματούχος που επισκέφθηκε το Ιράν μετά την πτώση του Σάχη. Γι΄ αυτόν, η επιτυχία του Khomeini ήταν μια νίκη για την παλαιστινιακή υπόθεση: οι αντάρτες μαχητές του είχαν βοηθήσει στην εκπαίδευση των Ιρανών επαναστατών στο Λίβανο και ήλπιζε ότι, με τη βοήθεια του Khomeini, σύντομα θα βρισκόταν στον δρόμο για την ίδρυση ενός παλαιστινιακού κράτους.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αυτό το συναρπαστικό, και σχετικά λίγο γνωστό επεισόδιο στην ιστορία της Μέσης Ανατολής, άλλαξε το πολιτικό τοπίο της περιοχής και εξακολουθεί να καθορίζει το πλαίσιο στο οποίο ξετυλίγονται τα σημερινά γεγονότα στα παλαιστινιακά εδάφη και το Ισραήλ. Παρόλο που η προσωπική σχέση μεταξύ του Arafat και του Khomeini τερματίστηκε μέσα σε ένα χρόνο, η συνάντησή τους σηματοδότησε την χρονική στιγμή που ξεκίνησε η επαναστατική εμπλοκή του Ιράν με τους Παλαιστίνιους και εισήγαγε το παλαιστινιακό ζήτημα σε έναν, τότε ακόμα νεογέννητο, περιφερειακό ανταγωνισμό μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν.

Σαράντα χρόνια αργότερα, το Ιράν συνεχίζει να στηρίζει την παλαιστινιακή υπόθεση ενισχύοντας έτσι τα αντιιμπεριαλιστικά διαπιστευτήρια και την εξουσία του στην περιοχή, θέτοντας τον εαυτό του ως τον μοναδικό αληθινό υπερασπιστή των Παλαιστινίων. Κατά την άποψη της Τεχεράνης, αυτό το κάνει σε αντίθεση με τις αραβικές χώρες που είτε υπέγραψαν ειρηνευτικές συμφωνίες με το Ισραήλ -όπως η Αίγυπτος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα- ή συναίνεσαν σε αυτές, όπως η Σαουδική Αραβία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση Biden πρέπει να θεωρήσει την ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση ως κομμάτι του ευρύτερου παζλ, καθώς επιδιώκει να αναζωογονήσει την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν: γιατί έτσι το βλέπει η Τεχεράνη.

Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αγνοήσουμε την επί επτά δεκαετίες δεινή κατάσταση των Παλαιστινίων, που έχουν εκτοπιστεί και αποβληθεί επανειλημμένα από τα σπίτια τους. Ούτε να μας απομακρύνει από τη φρίκη της βίας μεταξύ Ισραηλινών Εβραίων και Αράβων, από τη Χάιφα έως το Λοντ, και την ανησυχητική άνοδο του Εβραϊκού εξτρεμισμού.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όμως, αυτή η συνάντηση πριν από δεκαετίες παραμένει απαραίτητη για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση χρησιμοποιείται από εκείνους που δεν επηρεάζονται άμεσα, για να προωθήσουν τις δικές τους ατζέντες και πόσο διαφορετικά εμφανίζεται η Μέση Ανατολή σήμερα σε σύγκριση με ακόμη και πριν από δύο δεκαετίες.

Αναλυτές της σαουδαραβικής- ιρανικής αντιπαλότητας, έχουν καταλήξει στην διαπίστωση πως η παλαιστινιακή υπόθεση έπαιξε ρόλο στην ιρανική επανάσταση και ότι είναι ένα νήμα που συνδέει την μακροχρόνια μάχη δια αντιπροσώπων, μεταξύ Ριάντ και Τεχεράνης, που ξεκίνησε επίσης το 1979. Ο ανταγωνισμός των δύο χωρών για επιρροή είναι το βασικό ρεύμα που οδήγησε, και συνεχίζει να οδηγεί, πολλές από τις πολιτικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές δυναμικές στην περιοχή, καθώς και τις συγκρούσεις στην Υεμένη, τη Συρία κα το Ιράκ.

Η αραβο-ισραηλινή σύγκρουση ξεκίνησε πολύ πριν από τη σαουδαραβική-ιρανική  αντιπαλότητα και συνέχισε να εξελίσσεται παράλληλα με αυτήν, με τη δική της δυναμική, κατοχής, πολέμων, ιντιφάντα, εισβολών και αποσύρσεων. Η Σαουδική Αραβία και το Ιράν χρησιμοποίησαν διαφορετικές προσεγγίσεις του ζητήματος της Παλαιστίνης: το Ριάντ προστρέχοντας σε πύρινη ρητορική και προωθώντας ειρηνευτικά σχέδια και η Τεχεράνη χρηματοδοτώντας ομάδες όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ. Στη συνέχεια, οι προσπάθειες της κυβέρνησης Clinton για διασφάλιση της ειρήνης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων απέτυχαν, η δεύτερη ιντιφάντα ξεκίνησε (το 2001) και το Ιράν προχώρησε περαιτέρω στην Παλαιστινιακή σκηνή, στηρίζοντας αυτό που είχε ξεκινήσει στα στρατόπεδα ανταρτών του Λιβάνου τη δεκαετία του 1970. Έκτοτε, η αντιπαλότητα Σαουδικής Αραβίας – Ιράν και η αραβο-Ισραηλινή σύγκρουση έχουν γίνει ακόμη πιο αλληλένδετες.

Τώρα, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Benjamin Netanyahu υποστηρίζει ότι η πραγματική απειλή για τη χώρα του προέρχεται από το Ιράν και όχι από μια φαινομενικά αδρανή σύγκρουση με τους Παλαιστινίους και ότι το Ισραήλ θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς κατοχή και κόστος, αναπτύσσοντας προοδευτικά σχέσεις με αραβικές χώρες όπως το Μπαχρέιν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Αν και οι χώρες αυτές είχαν στρατηγικούς και οικονομικούς λόγους για την υπογραφή των Συμφωνιών του Abraham, υπήρχε πάντα μια αντι-Ιρανική κλίση στην σιωπηρή συνεργασία τους με το Ισραήλ.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, τα αραβικά καθεστώτα χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση για να υπερασπιστούν τους φουσκωμένους στρατιωτικούς τους προϋπολογισμούς και να εξηγήσουν τις παραβιάσεις και την καταπίεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – ισχυριζόμενα ότι όλα εξυπηρετούσαν ένα μεγαλύτερο σκοπό. Η κυβέρνηση  Obama προσπάθησε, σποραδικά, να ξαναρχίσει τις διαπραγματεύσεις και να βρει έναν δρόμο προς τα εμπρός, αλλά ανώτεροι αξιωματούχοι των Ηνωμένων Πολιτειών αναγνώρισαν ότι τα αραβικά καθεστώτα χρησιμοποιούν τη σύγκρουση με το Ισραήλ για να αποσπάσουν την προσοχή των πολιτών τους από τη δική τους φτώχεια και απελπισία. Αμερικανοί αξιωματούχοι εξακολουθούν να πιστεύουν –  λανθασμένα ωστόσο –  ότι αυτό σήμαινε πως η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να παραμερίσει το παλαιστινιακό ζήτημα και να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα – ειδικά όταν ξέσπασαν οι αραβικές εξεγέρσεις το 2011. Όταν ο Πρόεδρος Donald Trump κήρυξε την Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του Ισραήλ, η απουσία αναταραχής σε ολόκληρη την περιοχή θεωρήθηκε επίσης ως επιβεβαίωση ότι η πυρκαγιά της Παλαιστινιακής – Ισραηλινής σύγκρουσης είχε σβήσει.

Αλλά, αποφάσεις όπως αυτές τροφοδοτούν τη βαθιά αίσθηση της εγκατάλειψης που οι Παλαιστίνιοι έχουν βιώσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Ένα παρόμοιο αίσθημα απομόνωσης είναι αυτό που αρχικά οδήγησε τον Arafat να αναζητήσει τον Khomeini στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μετά από διαδοχικές αραβικές ήττες σε πολέμους εναντίον του Ισραήλ. Ακόμη χειρότερη ήταν η προδοσία της Αιγύπτου, όταν ο Anwar Sadat διέρρηξε την κοινή γραμμή και έγινε ο πρώτος Άραβας ηγέτης που επισκέφθηκε το Ισραήλ το 1977. Τότε, ο Arafat αποφάσισε ότι χρειαζόταν νέους φίλους. Ο ισχυρότερος στρατός της περιοχής, εκτός από αυτόν της Αιγύπτου, ανήκε στο Ιράν, αλλά ο Σάχης  – που εξακολουθούσε να κυβερνά τη χώρα – ήταν φίλος του Ισραήλ. Εκατοντάδες Ιρανοί επαναστάτες, μαρξιστές και ισλαμιστές, εκπαιδεύονταν σε διάφορα παλαιστινιακά στρατόπεδα στον Λίβανο, όταν ο Arafat έκανε την πρώτη επαφή με τον Khomeini το 1977, ακριβώς την ώρα που σιγόβραζε η Ιρανική επανάσταση. Ο Αγιατολάχ είχε εντοπίσει την παλαιστινιακή υπόθεση από νωρίς, ως μια αιτία που θα μπορούσε να ενισχύσει την γοητεία της επανάστασης πέρα ​​από τα σύνορα του Ιράν και τη σιιτική μουσουλμανική κοινότητα, κάτι που θα μπορούσε να ενδυναμώσει την δίκη του επιρροή υπονομεύοντας συγχρόνως, την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας στον ευρύτερο μουσουλμανικό κόσμο.

Η επίσκεψη του Arafat στην Τεχεράνη το 1979 ήταν θριαμβευτική, αλλά ακόμα και τότε υπήρχε ένταση. Ο Khomeini ήθελε να αγκαλιάσει ο Arafat τις ισλαμικές αρχές της επανάστασης και να εγκαταλείψει την εθνικιστική του ρητορική. Ο Arafat δεν ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο και μέσα σε ένα χρόνο, η διάθεση είχε αλλάξει. Οι Παλαιστίνιοι αντάρτες πίστευαν ότι οι άνθρωποι γύρω από τον Khomeini ήταν θρησκευτικά ανδρείκελα, ενώ οι πιστοί του Khomeini κοίταζαν τους Παλαιστίνιους μαχητές με περιφρόνηση: έπιναν, δεν προσεύχονταν, δεν νήστευαν και φορούσαν γραβάτες. Όμως ο Khomeini είχε αυτό που χρειαζόταν –  ομάδες Παλαιστινίων, που πίστευαν ότι ο Arafat  ήταν πολύ μετριοπαθής. Οι ομάδες αυτές συνέχισαν  να ιδρύουν ισλαμικές φατρίες, οδηγώντας τελικά στη γέννηση της Χαμάς.

Το επαναστατικό Ιράν ανακήρυξε την τελευταία Παρασκευή του Ραμαζανιού ως Ημέρα του al – Quds ή Ημέρα της Ιερουσαλήμ, που σηματοδοτείται από στρατιωτικές παρελάσεις και αντι-Ισραηλινές  και αντι-αμερικανικές  διαδηλώσεις. Αργότερα, η Τεχεράνη θα συγκροτούσε τη Δύναμη Quds (φρουροί της επανάστασης), με επικεφαλής, επί σειρά ετών, τον στρατηγό Qassem Soleimani που διακήρυττε πως σκόπευε να απελευθερώσει την Ιερουσαλήμ, αν και έκανε καταστροφικές παρακάμψεις στη Βηρυτό, το Χαλέπι και τη Βαγδάτη.

Τα γεγονότα αυτή την εβδομάδα ήταν μια υπενθύμιση των κοσμικών και εθνικιστικών ρευμάτων που έχουν από καιρό καλύψει την παλαιστινιακή υπόθεση: στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια αφίσα που κρέμονταν  στον τοίχο των γραφείων της Οργάνωσης Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης στη Βηρυτό είχε τίτλο: «μια λίστα που θα συμπληρώσουν οι άνθρωποι», κάτω από τον  οποίο ήταν τα ονόματα πολλών χωρών. Τρεις από αυτές, η Αιθιοπία, το Βιετνάμ και η Ισπανία είχαν κόκκινες υπογραμμίσεις  – χώρες που απελευθερώθηκαν από αντιιμπεριαλιστές. Τον Φεβρουάριο του 1979, μια κόκκινη υπογράμμιση προστέθηκε κάτω από το όνομα του Ιράν, ενώ η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος περίμεναν ακόμη τη σειρά τους.

Πριν ξεσπάσει η τελευταία βία μεταξύ Αράβων και Εβραίων στο Ισραήλ, και προτού η Χαμάς ξαναρχίσει να εκτοξεύει ρουκέτες στο Ισραήλ και να δέχεται ισραηλινά αεροπορικά πλήγματα στη Γάζα, νέοι Παλαιστίνιοι συμμετείχαν σε ειρηνικές διαμαρτυρίες στο Σεΐχ Τζαρά. Μιλώντας σε διεθνή μέσα, αναφέρθηκαν στο διεθνές δίκαιο και χαμογελούσαν γενναία ενώ συλλαμβάνονταν από ισραηλινές δυνάμεις. Πιστεύουν ότι ακούνε όλο και περισσότερες φωνές που υποστηρίζουν τον σκοπό τους σε όλο τον κόσμο, και στους διαδρόμους εξουσίας, συμπεριλαμβανομένων – κρίσιμα αυτήν την εβδομάδα – πολλών φωνών στο Κογκρέσο των ΗΠΑ. Κινητοποιούνται με τρόπους που δεν έχουμε ξαναδεί, στα κατεχόμενα εδάφη, στη Γάζα, σε στρατόπεδα προσφύγων γύρω από την περιοχή και στη διασπορά.

Υπάρχει μια ελπίδα μεταξύ των Παλαιστινίων: η Αίγυπτος προσπαθεί να μεσολαβήσει για κατάπαυση του πυρός. Η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ καταδίκασαν τις ενέργειες του Ισραήλ, ξεκινώντας από την έξωση Παλαιστινίων από τη γη που διεκδικούσαν οι Ισραηλινοί έποικοι, και κάλεσαν όλες τις πλευρές να «επιδείξουν αυτοσυγκράτηση». Ο Πρόεδρος Joe Biden έστειλε τον Αναπληρωτή Βοηθό Υπουργό Εξωτερικών Hady Amr στο Τελ Αβίβ. 

Δυστυχώς, τα σημάδια δεν είναι καλά. Οποιαδήποτε κατάπαυση του πυρός θα είναι προσωρινή λύση. Οι αραβικές πρωτεύουσες έχουν περιορισμένη επιρροή. Και οι ΗΠΑ έχουν μπλοκάρει τρεις φορές τις προσπάθειες στα Ηνωμένα Έθνη για την αντιμετώπιση της βίας, με τον Biden να απορρίπτει τις εκκλήσεις ορισμένων από το κόμμα του να εξαρτήσουν τη βοήθεια προς το Ισραήλ από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τους Παλαιστίνιους. Ο Biden φαίνεται πρόθυμος να αποφύγει τη σύγκρουση. Όμως, η κυβέρνησή του πρέπει να γνωρίζει ότι όσο κι αν θέλει να υποβαθμίσει τη Μέση Ανατολή, ακόμη και ο μοναδικός στόχος της επίτευξης πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν μπορεί να υπονομευθεί από τη βία στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, από τους πυραύλους της Χαμάς που πλήττουν το Ισραήλ καθώς και τα ισραηλινά πλήγματα στην Γάζα.

Τελικά, οι Παλαιστίνιοι εξακολουθούν να είναι ως επί το πλείστον μόνοι τους. Ο θυμός τους στρέφεται κατά του Ισραήλ πρώτα απ’ όλα, αλλά υπάρχει επίσης οργή για όλους εκείνους που υποστηρίζουν ότι θέλουν να τους βοηθήσουν, αλλά δεν το κάνουν: η Παλαιστινιακή Αρχή και ο Πρόεδρος Mahmoud Abbas που είναι στην εξουσία από το 2005, αραβικές χώρες που υποστηρίζουν την αδελφότητα και τον κοινό σκοπό στην Παλαιστινιακή υπόθεση, αλλά μόνο στα λόγια. Η Ουάσινγκτον, η οποία ρητορικά εκφράζει μεν τη δέσμευσή της για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δικαιοσύνη, αλλά δεν κάνει τίποτα για να υποχρεώσει τους συμμάχους της – συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ – να λογοδοτήσουν, σε αυτά τα μέτωπα. Ο Σύριος-Παλαιστίνιος συγγραφέας Nidal Betare, που μεγάλωσε στο στρατόπεδο προσφύγων Yarmouk στη Δαμασκό, έγραψε πρόσφατα ένα οργισμένο μήνυμα στο Twitter εναντίον της Χαμάς και της Παλαιστινιακής Ισλαμικής Τζιχάντ. Σε αυτό, τους κατηγόρησε ότι έχασαν το ρόλο τους ως απελευθερωτικά κινήματα και μετατράπηκαν σε όπλα προς ενοικίαση. Οι ηγέτες τους κάθονται άνετα στη Δαμασκό ή το Κατάρ, ενώ οι Παλαιστίνιοι βομβαρδίζονται στη Γάζα.

Μερικοί Παλαιστίνιοι μπορεί να βλέπουν το Ιράν ως τον τελευταίο σύμμαχό τους, και να χαιρετίζουν τις ρουκέτες της Χαμάς ως τον μοναδικό τρόπο να σπρώξουν πίσω το Ισραήλ. Αλλά, για περισσότερα από 40 χρόνια, η Ιρανική Ισλαμική Δημοκρατία έχει χρησιμοποιήσει την παλαιστινιακή υπόθεση προκειμένου να προωθήσει τους δικούς της σκοπούς. Αυτές τις μέρες, ο υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, Mohammad Javad Zarif, διεμήνυσε μέσω Twitter, την οργή του στο Ισραήλ και τη «ρατσιστική εγκληματική συμπεριφορά των σφετεριστών», πριν πετάξει στη Δαμασκό για να συναντήσει τον Πρόεδρο της Συρίας Bashar al- Assad, τον ίδιο άνθρωπο που εξαπέλυσε την κόλαση στη χώρα του και αιχμαλώτισε χιλιάδες οδηγώντας τους στην λιμοκτονία, στο Yarmouk.

Πηγή: The Washington Post

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης