Για περισσότερο από σαράντα χρόνια, η μαντήλα στο Ιράν δεν ήταν επιλογή, ούτε πολιτισμική συνήθεια, ήταν νόμος και μάλιστα απαράβατος. Ένα ύφασμα που μετατράπηκε σε μηχανισμό επιτήρησης, σε σύμβολο εξουσίας που καθόριζε την καθημερινότητα, την εργασία, ακόμη και την κίνηση μιας γυναίκας στον δρόμο. Γενιές ολόκληρες μεγάλωσαν μαθαίνοντας ότι ένα τσουλούφι έξω από το πέπλο μπορεί να επιφέρει σύλληψη, επίπληξη, ή την ταπείνωση της «αστυνομίας ηθών».
Η χιτζάμπ έγινε μέρος μιας πειθαρχίας που δεν αφορούσε την πίστη αλλά τον έλεγχο. Κι όμως, μέσα σε αυτό το περιβάλλον φόβου και συμμόρφωσης, γεννήθηκε τα τελευταία χρόνια μια νέα, ασυμβίβαστη γενιά γυναικών. Γυναίκες που άρχισαν να περπατούν στους δρόμους της Τεχεράνης με τα μαλλιά στον αέρα, να βγάζουν τη μαντήλα στο μετρό, να δημοσιεύουν φωτογραφίες χωρίς αυτήν, παρόλο που γνώριζαν τις συνέπειες. Η εξέγερση «Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία» άνοιξε μια «ρωγμή» στο καθεστώς. Μέσα από αυτή τη «ρωγμή» «γεννήθηκαν χιλιάδες μικρές πράξεις ανυπακοής». Και σε μια στιγμή, στις αρχές της χρονιάς, η ρωγμή αυτή μετατράπηκε σε χείμαρρο.
Στον μαραθώνιο του Κις, στο νησί του Περσικού Κόλπου, δύο χιλιάδες Ιρανές στάθηκαν στη γραμμή εκκίνησης χωρίς χιτζάμπ, κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στο κατεστημένο.
Εκατοντάδες κοτσίδες, μαύρες πλεξούδες, κουρεμένα κοντά μαλλιά, αλογοουρές, αφρόντιστες φράντζες, ανέμιζαν ανέμελα στον αέρα. Κάμερες και κινητά κατέγραφαν ένα θέαμα που το καθεστώς δεν είχε φανταστεί ως πιθανό: μια θάλασσα από γυναίκες που απαίτησαν την αυτονόητη ελευθερία του σώματός τους, χωρίς να υψώσουν ούτε μία φωνή. Έτρεξαν. Και μόνο αυτό αρκούσε για να προκαλέσει σεισμό στα κέντρα εξουσίας της Τεχεράνης.
Η οργή ήταν άμεση. Συντηρητικές εφημερίδες μίλησαν για «σκανδαλώδη διοργάνωση», ενώ φανατικοί σχολιαστές στα κοινωνικά δίκτυα χαρακτήρισαν το γεγονός «Λας Βέγκας του τρεξίματος». Οι δικαστικές Αρχές, αμήχανες μπροστά σε μια μαζική πράξη ανυπακοής που δεν γνώριζαν πώς να χειριστούν, στράφηκαν στους διοργανωτές. Κατηγορήθηκαν για «έλλειψη ελέγχου» και για την υποτιθέμενη «παραβίαση των ηθικών κανόνων». Ήταν πιο εύκολο να συλλάβουν δύο άντρες που οργάνωσαν τον αγώνα, παρά να αντιμετωπίσουν χιλιάδες γυναίκες που έγιναν ένα σώμα, μία φωνή, μία συλλογική απόδειξη ότι κάτι έχει αλλάξει στο Ιράν.
Για αυτές τις δρομείς, ο αγώνας δεν ήταν αθλητική διοργάνωση, αλλά μια διαδρομή ελευθερίας. Η χιτζάμπ που εδώ και τέσσερις δεκαετίες επιβλήθηκε ως σύμβολο καθήλωσης, έγινε το σημείο μηδέν ενός αγώνα που δεν διεξάγεται με συνθήματα, αλλά με βήματα. Με ανάσες. Με ιδρώτα. Με το σώμα εκτεθειμένο στον ήλιο αλλά και την αλήθεια.
Η εικόνα τους δεν ήταν απλώς πρόκληση για τους θεματοφύλακες της «ηθικής τάξης». Ήταν υπενθύμιση ότι τα σύμβολα καταναγκασμού χάνουν τη δύναμή τους όταν οι άνθρωποι αποφασίσουν να ζήσουν χωρίς αυτά. Ότι μια γυναίκα που τρέχει με τα μαλλιά της να ανεμίζουν, μπορεί να γίνει πιο επικίνδυνη από μια διαδήλωση, διότι δείχνει χωρίς λόγια, ένα μέλλον που το καθεστώς φοβάται: ένα μέλλον στο οποίο η ελευθερία δεν ζητά άδεια.
Και ίσως γι’ αυτό ο μαραθώνιος του Κις θα μείνει στην ιστορία όχι ως αθλητικό γεγονός αλλά ως ένα από τα πιο καθαρά, ήσυχα και θαρραλέα μηνύματα που έστειλαν ποτέ οι γυναίκες του Ιράν:
ότι όσο κι αν προσπαθήσουν να τις εμποδίσουν, εκείνες θα συνεχίσουν να τρέχουν με όλη τη δύναμη και το μεγαλείο της ψυχής τους, που παλεύει για τα αυτονόητα.
Στο Ιράν, η καθημερινότητα των γυναικών συχνά σημαίνει ζωή υπό συνεχή πίεση και περιορισμούς. Από την υποχρεωτική χρήση της μαντίλας μέχρι την αυστηρή αστυνόμευση για την τήρηση των νόμων ένδυσης, κάθε επιλογή φαίνεται να παρακολουθείται και να ελέγχεται. Πολλές γυναίκες ζουν με τον φόβο της δημόσιας διαπόμπευσης, των συλλήψεων ή των επιπλοκών στην προσωπική και επαγγελματική τους ζωή. Το φόβο αυτό δεν τον αισθάνονται μόνο στον δρόμο. Επεκτείνεται και στις εργασίες τους, στις σπουδές, ακόμα και στην οικογενειακή τους ζωή, περιορίζοντας σημαντικά την ελευθερία τους και την αυτονομία τους.
Η οικονομική κρίση εντείνει περαιτέρω την πίεση: οι αυξήσεις τιμών και η υποτίμηση του νομίσματος δυσχεραίνουν την επιβίωση, ειδικά για τις γυναίκες που ζουν μόνες ή εργάζονται κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Ακόμη και όταν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση ή σε επαγγελματικές ευκαιρίες, οι κοινωνικοί και θεσμικοί περιορισμοί συχνά φρενάρουν τη δυναμική τους και τις προοπτικές εξέλιξής τους.
Παρά τις δυσκολίες και τον φόβο, πολλές γυναίκες πλέον δεν σιωπούν. Η αντίσταση τους εκφράζεται μέσα από μικρές και μεγάλες πράξεις καθημερινής αμφισβήτησης, από την άρνησή τους σε μια περιφορά που τις πνίγει και δεν τις εκφράζει, μέχρι τη συμμετοχή τους σε κινήματα που διεκδικούν δικαιώματα και ισότητα. Η φωνή τους, ακόμα κι αν συχνά πνίγεται από το καθεστώς, παραμένει σύμβολο ελπίδας και αντίστασης για μια κοινωνία όπου η κάθε γυναίκα θα μπορεί να ζει χωρίς φόβο και περιορισμούς.
Άλλωστε όπως είπε και ο Ανδρέας Κάλβος: «Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία». Από ότι φαίνεται οι γενναίες αυτές γυναίκες, διαθέτουν και τις δυο αυτές αρετές και δίνουν τη δική τους μάχη για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, που κάθε άνθρωπος σε τούτη τη γωνιά του πλανήτη δικαιούται να κατακτά.
