Σύνταξη-επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Η απόφαση της Ρωσίας να εισβάλει στην Ουκρανία, πιθανώς θα σαμποτάρει κάθε περαιτέρω φιλοδοξία του Sputnik V – του ρωσικού εμβολίου κατά του κορωνοϊού, που ήταν το πρώτο που έλαβε έγκριση (από οποιαδήποτε χώρα). Η παραγωγή του εμβολίου έχει επιβραδυνθεί, καθώς η περαιτέρω έρευνα έχει σταματήσει και η πολυαναμενόμενη επίσκεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) στις 7 Μαρτίου στα εργοστάσια παραγωγής Sputnik της Ρωσίας -το τελευταίο βήμα στην πολυαναμενόμενη διεθνή διαδικασία έγκρισης- καθυστέρησε για άλλη μια φορά, αυτή τη φορά επ’ αόριστον.

Ενώ οι προσπάθειες της Ρωσίας επικεντρώνονται στην Ουκρανία, οι άλλοι κατασκευαστές εμβολίων προχωρούν. Αναπληρώνουν ένα κενό που -μόνο έναν μήνα πριν από τον πόλεμο- δύο ρωσικές οντότητες ήλπιζαν να καλύψουν: το Ερευνητικό Ινστιτούτο Επιδημιολογίας και Μικροβιολογίας Gamaleya, το οποίο ανέπτυξε το εμβόλιο, και ο εταίρος του, το Russian Direct Investment Fund (RDIF).

Είναι μια δυσοίωνη προοπτική για ένα εμβόλιο του οποίου η άφιξη κατέπληξε τον κόσμο. Στις 11 Αυγούστου 2020, μόλις έξι μήνες μετά την πανδημία, η Ρωσία έγινε η πρώτη χώρα που ενέκρινε εμβόλιο κατά του κορωνοϊού. Ήλπιζε ότι το εμβόλιό της θα χρησιμοποιηθεί παγκοσμίως για να βοηθήσει την προσπάθεια κατά της πανδημίας, ότι θα έφερνε γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη και θα βοηθούσε στην αποκατάσταση της αίγλης της ως υπερδύναμης – που χάθηκε με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Η χώρα ονόμασε το εμβόλιο της Sputnik V από τον πρώτο τεχνητό δορυφόρο, τον Sputnik I, που ετέθη σε τροχιά γύρω από τη Γη το 1957 και κέρδισε τις Ηνωμένες Πολιτείες στον διαστημικό αγώνα.

Το Sputnik V έχει μέχρι στιγμής εγκριθεί από 71 χώρες με περισσότερους από 4 δισεκατομμύρια κατοίκους και η νεότερη εκδοχή, Sputnik Light, έχει αναγνωριστεί από 30 κράτη, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε το Gamaleya. Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, όμως, το Gamaleya και το RDIF έχουν πουλήσει λιγότερες από 300 εκατομμύρια δόσεις και το έχει λάβει λιγότερο από το 2,5% των ατόμων που εμβολιάστηκαν παγκοσμίως, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).

Αντίθετα, τα εμβόλια Sinovac και Sinopharm της Κίνας -με χαμηλότερη αναφερόμενη αποτελεσματικότητα- αντιπροσωπεύουν περισσότερες από 5,3 δισεκατομμύρια δόσεις. «Η διπλωματία εμβολίων της Ρωσίας έχει αποτύχει», δήλωσε η Agathe Demarais, παγκόσμια διευθύντρια προβλέψεων και διαχειρίστρια της Economist Intelligence Unit. «Το Gamaleya προσδοκούσε μια μεγάλη ώθηση δημοσίων σχέσεων προκειμένου να σωθεί το εμβόλιο. Αντιλαμβάνομαι ότι το πιστεύουν από επιστημονική άποψη, αλλά προφανώς η τρέχουσα κατάσταση υπερβαίνει την επιστήμη», πρόσθεσε.

Ακριβώς τη στιγμή που το Gamaleya και το RDIF προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν το εμβόλιό τους τον Φεβρουάριο, με νέα έρευνα που το κατοχύρωνε ως παγκόσμιο ενισχυτικό, η Ρωσία εισέβαλε στον δυτικό γείτονά της. Τέσσερις ημέρες αργότερα οι Ηνωμένες Πολιτείες επέβαλαν κυρώσεις στο RDIF, και τον Μάρτιο η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολούθησε το παράδειγμά τους.

Όταν το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ τοποθέτησε το RDIF και τον διευθύνοντα σύμβουλό του Kirill Dmitriev, στον κατάλογο των ρωσικών οντοτήτων και ατόμων στα οποία έχουν επιβληθεί κυρώσεις, χαρακτήρισε το RDIF «μαύρο ταμείο» του Πούτιν και «εμβληματικό της ευρύτερης ρωσικής κλεπτοκρατίας».

Το υπουργείο Οικονομικών ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι το RDIF τιμωρείται επειδή «ενήργησε ή ισχυριζόταν ότι ενεργεί, άμεσα ή έμμεσα, για λογαριασμό ή στο όνομα, της κυβέρνησης της Ρωσίας». Πρόσθεσε ότι «ο Dmitriev είναι στενός συνεργάτης του Πούτιν και αυτός και η σύζυγός του πιστεύεται ότι βρίσκονται κοντά σε μια από τις κόρες του, την Katerina Tikhonova».

Το RDIF αντέδρασε με δήλωση που δημοσιεύθηκε στο ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων Tass, κατηγορώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες για «συκοφαντία». Ανέφερε ότι οι περιορισμοί των ΗΠΑ είχαν πολιτικά κίνητρα και «αντέβαιναν στις αρχές της ανθρωπιστικής συνεργασίας», σύμφωνα με το Tass, προσθέτοντας ότι οι κυρώσεις αυτές θα στερήσουν από δισεκατομμύρια ανθρώπους ένα «ασφαλές και αποτελεσματικό» εμβόλιο.

Σε ξεχωριστή επιστολή που εστάλη την περασμένη εβδομάδα στην Washington Post, ο γενικός σύμβουλος του RDIF, Mikhail Irzhevsky, τόνισε ότι το κρατικό επενδυτικό ταμείο «συμμορφώνεται πάντα πλήρως με τους νόμους των χωρών όπου πραγματοποιεί τις επενδύσεις του» και ότι «συκοφαντικές και εξευτελιστικές δηλώσεις που γίνονται από την κυβέρνηση Μπάιντεν σχετικά με το RDIF δεν έχουν καμία απολύτως βάση και αντιπροσωπεύουν  κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων του Ταμείου». Πρόσθεσε ότι το RDIF υποστηρίζει την αποκατάσταση της ειρήνης και ελπίζει πως οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας θα έχουν επιτυχή κατάληξη. «Το RDIF και οι διεθνείς εταίροι του πιστεύουν ότι μόνο η διπλωματία μπορεί να τερματίσει αυτή τη σύγκρουση και να σώσει ανθρώπινες ζωές», συμπλήρωσε ο Irzhevsky.

Σε συνέντευξή του, ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Gamaleya, Alexander Gintsburg, κατηγόρησε τη διεθνή κοινότητα ότι τιμωρεί τη Ρωσία. Σε δήλωσή του δύο ημέρες πριν από την έναρξη του πολέμου, ανέφερε ότι εάν το εμβόλιο δεν εγκριθεί, αυτό θα οφείλεται στο ότι οι Αρχές σε άλλες χώρες δεν ήθελαν να εγκριθεί, «ένα όχι πολύ επιστημονικό ερώτημα», πρόσθεσε. «Πιστεύω ότι το Sputnik V θέτει σοβαρό ανταγωνισμό στα εμβόλια που χρησιμοποιούνται ευρέως αυτή τη στιγμή στον κόσμο και βασικά κυριαρχούν στη διεθνή αγορά», είπε ο Gintsburg. «Η έγκριση του Sputnik V από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας θα είχε ως αποτέλεσμα ένα μεγάλο μερίδιο της αγοράς να περάσει στο Sputnik V και στη Ρωσική Ομοσπονδία. Πιθανότατα δεν θα ήταν όλοι στον κόσμο -και σίγουρα όχι ο ΠΟΥ- ευχαριστημένοι με αυτό το σενάριο, και ως εκ τούτου, έχουμε δει ορισμένες καθυστερήσεις», συνέχισε.

Ωστόσο, χώρες με συμβόλαια ανάπτυξης του εμβολίου και οι οργανισμοί κατασκευής του, που είχαν ήδη ολοκληρώσει τη μεταφορά τεχνολογίας για το Sputnik και δεν χρειάζονται πρώτες ύλες από το Gamaleya, θα πρέπει να μπορούν να προχωρήσουν. Αντίθετα, άλλοι ενδεχομένως θα πρέπει να σταματήσουν τη διαδικασία – ειδικά εάν μια ρωσική οντότητα εξακολουθεί να κατέχει την άδεια εμβολίου. Οι περιορισμοί στη χρήση του χρηματοοικονομικού δικτύου SWIFT από τη Ρωσία σημαίνουν ότι θα ήταν δύσκολο για ξένες κυβερνήσεις ή μη κυβερνητικές οργανώσεις να πληρώσουν για τις δόσεις Sputnik.

Τοπικά μέσα ενημέρωσης στη Νότια Κορέα -που ήλπιζε να προχωρήσει σε παραγωγή 100 εκατομμυρίων δόσεων τον μήνα- αναφέρθηκαν τον Μάρτιο, σε ανησυχίες ότι η παραγωγή του Sputnik εκεί θα καθυστερούσε. Το RDIF είχε υπογράψει μια μακροπρόθεσμη συμφωνία με τη UNICEF για την παροχή επαρκών δόσεων για 110 εκατομμύρια ανθρώπους σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, εν αναμονή της έγκρισης στη λίστα χρήσης έκτακτης ανάγκης του ΠΟΥ – που τώρα εμφανίζεται απίθανη.

Το γερμανικό κρατίδιο της Βαυαρίας, επίσης, έχει δηλώσει ότι θα μπλοκάρει την παραγωγή του εμβολίου, ακόμη και αν λάβει έγκριση από τον ΠΟΥ ή τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, λόγω της εισβολής. Μια ρωσική εταιρεία είχε δημιουργήσει μονάδα παραγωγής εκεί για την παραγωγή εκατομμυρίων δόσεων. «Κατά την άποψή μας, είναι αδιανόητο ότι αυτό το έργο μπορεί τώρα να υλοποιηθεί», ανέφερε σε δημόσια δήλωσή του ο υπουργός-πρόεδρος της Βαυαρίας, Markus Söder.

Η Mariângela Batista Galvão Simão, βοηθός γενική διευθύντρια του ΠΟΥ για την πρόσβαση στα φάρμακα, δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου ότι η αξιολόγηση και οι επιθεωρήσεις του Sputnik έχουν επηρεαστεί «λόγω των απαγορεύσεων πτήσεων και επίσης λόγω των οικονομικών θεμάτων που σχετίζονται με την υποστήριξη πιστωτικών καρτών και μερικά ακόμη λειτουργικά ζητήματα» που συνδέονται με τις κυρώσεις. 

Το κενό αναμένεται να καλυφθεί γρήγορα από τους Δυτικούς ανταγωνιστές της Ρωσίας. Η Pfizer-BioNTech και η Moderna εργάζονται για την ολοκλήρωση των κλινικών δοκιμών σε τροποποιημένα εμβόλια που στοχεύουν την παραλλαγή Όμικρον. Επίσης, ένα εμβόλιο από τη φαρμακευτική εταιρεία Novavax έλαβε πρόσφατα την έγκριση του ΠΟΥ.

Ένα άλλο εμπόδιο για το Sputnik: Έρευνα που έγινε στην Αργεντινή και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο στο Lancet Regional Health-Americas, έδειξε ότι οι χώρες της περιοχής, πολλές από τις οποίες παρέσχαν στους πολίτες τους τουλάχιστον μία δόση Sputnik V, μπορούν να χρησιμοποιήσουν με ασφάλεια εναλλακτικά εμβόλια για δεύτερες δόσεις. Στη Ρωσία, όπου το Sputnik ήταν η μοναδική επιλογή, μόνο οι μισοί περίπου πολίτες είναι πλήρως εμβολιασμένοι. Ο Gintsburg είπε ότι η προωθητική εκστρατεία του κράτους «δεν ήταν σωστά δομημένη»  επειδή η παρότρυνση για εμβολιασμό έγινε «κυρίως από κρατικούς φορείς και όχι από επιστήμονες και ιατρικούς αξιωματούχους». Ωστόσο, έρευνες έχουν δείξει ότι το πρόβλημα είχε να κάνει περισσότερο με την έλλειψη εμπιστοσύνης. Πολλαπλές δημοσκοπήσεις που δημοσιεύθηκαν πέρυσι από το Levada Center, μια ανεξάρτητη υπηρεσία δημοσκοπήσεων, διαπίστωσαν ότι περισσότεροι από τους μισούς Ρώσους δεν θέλουν να εμβολιαστούν και δεν φοβούνται την ασθένεια. Ο Denis Volkov, διευθυντής της Levada, εξήγησε σε συνεντεύξεις ότι οι Ρώσοι δεν ήταν έτοιμοι να εμβολιαστούν «επειδή δεν πιστεύουν τις αρχές».

«Οι άνθρωποι δεν θέλουν να δεχτούν το ρωσικό εμβόλιο», είπε ο Demarais, του Economist Intelligence Unit. «Ακόμη και στη Ρωσία, οι άνθρωποι προτιμούν ένα δυτικό εμβόλιο», πρόσθεσε. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ορισμένοι επιστήμονες είχαν προειδοποιήσει κατά της χρήσης του εμβολίου έως ότου ολοκληρωθούν όλα τα διεθνώς εγκεκριμένα τεστ και εφαρμοστούν τα ρυθμιστικά μέτρα. Αμφισβήτησαν επίσης την ικανότητα της Ρωσίας να αναπτύξει το εμβόλιο τόσο γρήγορα. Ο Gintsburg πάντως είπε ότι η διαδικασία έγκρισης της Ρωσίας απλώς δεν ήταν «εναρμονισμένη» με τη διαδικασία του ΠΟΥ. «Αυτό δεν σημαίνει αυτόματα ότι το προϊόν που παράγουμε είναι κακό», είπε ο Gintsburg. «Απλώς αναπτύχθηκε σύμφωνα με διαφορετικούς κανόνες», συνέχισε ο ίδιος.

Ο ΠΟΥ είπε ότι το RDIF υπέγραψε όλες τις νομικές συμφωνίες που ήταν απαραίτητες για την αξιολόγηση της λίστας χρήσης έκτακτης ανάγκης, τον Οκτώβριο του 2021 και υπέβαλε τα δεδομένα που ζητήθηκαν στα τέλη Ιανουαρίου 2022, ξεκινώντας τη διαδικασία της επίσκεψης του Μαρτίου που τελικά ακυρώθηκε λόγω του πολέμου. «Ενώ η διαδικασία είναι σε εξέλιξη, οι λεπτομέρειες πρέπει να παραμείνουν εμπιστευτικές», δήλωσε ο εκπρόσωπος του ΠΟΥ Andrei Muchnik μια μέρα μετά την εισβολή. «Μια σύσταση θα δημοσιοποιηθεί μόλις ολοκληρωθεί η πλήρης διαδικασία», συμπλήρωσε. 

Τριάντα μέρες πριν από τη ρωσική εισβολή, το Sputnik φαινόταν ότι θα μπορούσε να έχει αδειοδοτηθεί. Εκτός από την υποβολή των δεδομένων στον ΠΟΥ, το εμβόλιο Sputnik Light μονής δόσης έδειξε επαρκή αποτελεσματικότητα ώστε να γίνει μια παγκόσμια αναμνηστική δόση για άτομα που είχαν εμβολιαστεί με άλλα εμβόλια. Μόλις τρεις ημέρες πριν από την εισβολή, το RDIF έστειλε μια ανακοίνωση που ανέφερε πως η Κίνα είχε εγκρίνει την μίξη και και αντιστοίχιση των εγχώριων εμβολίων κατά του κορωνοϊού με διαφορετικά εμβόλια, συμπεριλαμβανομένης της κατηγορίας στην οποία ανήκει το Sputnik Light.

Στις 14 Φεβρουαρίου, το RDIF, ο όμιλος R-Pharm της Ρωσίας και η AstraZeneca ανακοίνωσαν ενδιάμεσα αποτελέσματα κλινικών δοκιμών Φάσης 2 για την αξιολόγηση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας της συνδυασμένης χρήσης του εμβολίου AstraZeneca και του Sputnik Light. Η δοκιμή με 200 εθελοντές δεν έδειξε σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Επιπρόσθετα, μια εβδομάδα πριν από αυτό, ο γενικός ελεγκτής φαρμάκων της Ινδίας εξουσιοδότησε το Sputnik Light, εν μέρει βασισμένο σε τοπικές κλινικές δοκιμές.

Οι ανακοινώσεις ήρθαν μετά τη δημοσίευση μιας μελέτης δειγμάτων αίματος από το Εθνικό Ινστιτούτο Λοιμωδών Νοσημάτων Lazzaro Spallanzani στην Ιταλία, η οποία έδειξε πάνω από δύο φορές υψηλότερη δραστηριότητα εξουδετέρωσης του ιού της παραλλαγής Όμικρον από το Sputnik από ό,τι από το εμβόλιο της Pfizer.

Ο δρόμος για την ανάπτυξη του εμβολίου Sputnik εκτείνεται μέχρι τη δεκαετία του 1980, με την ανάπτυξη των τότε εμβολίων. Έτσι, όταν εμφανίστηκε ο κορωνοϊός, οι Ρώσοι επιστήμονες ήξεραν ότι είχαν μια λύση, λέει ο Gintsburg. Το Gamaleya βρισκόταν ήδη σε τελικό στάδιο ανάπτυξης εμβολίων κατά του Έμπολα και του MERS – ζωονοσογόνων ιογενών ασθενειών που μοιράζονται ορισμένα χαρακτηριστικά με τον κορωνοϊό. Το εμβόλιο κατά του Έμπολα είχε δοκιμαστεί σε περίπου 2.000 κατοίκους της Γουινέας, που παρακολουθήθηκαν για ενάμιση χρόνο και δεν είχαν σοβαρά ανεπιθύμητα συμβάντα. Δοκιμές πρώτου και δεύτερου σταδίου του εμβολίου MERS είχαν διεξαχθεί στη Ρωσία και «ήμασταν ήδη σίγουροι για το προφίλ ασφάλειας και την αποτελεσματικότητα της τεχνολογίας του εμβολίου», προσθέτει ο Gintsburg. 

Όμως, είναι πιθανό ότι καθώς ο πόλεμος μαίνεται, όσοι πίστευαν στη λύση του Sputnik -όπως ο Ze’ev Rotstein, πρώην γενικός διευθυντής του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Hadassah στην Ιερουσαλήμ- θα αναζητήσουν εναλλακτικές. «Πρέπει να καταδικάσουμε τη βία και την καταστροφή που λαμβάνει χώρα στην Ουκρανία», είπε ο Rotstein. «Δυστυχώς, η ρωσική τεχνολογία χρησιμοποιείται τώρα για να σκοτώσει ανθρώπους αντί για να σώσει ζωές».

Πηγή: The Washington Post