Η παγκόσμια Καταναλωτική Εμπιστοσύνη έπεσε δύο μονάδες σε σχέση με το περασμένο εξάμηνο και έφτασε τις 90, αποτυπώνοντας την απαισιοδοξία των καταναλωτών που είδαν τις ελπίδες τους για οριστική έξοδο από την κρίση να εξανεμίζονται.
Με τις 100 μονάδες να αποτελούν τη βάση μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η τελευταία μέτρηση της Nielsen για την Καταναλωτική Εμπιστοσύνη αντανακλά την απαισιοδοξία των καταναλωτών παγκοσμίως όσον αφορά στο εργασιακό τους μέλλον, τα οικονομικά τους και τη δυνατότητα τους να αγοράζουν τα πράγματα που χρειάζονται και επιθυμούν.
Στην Ελλάδα, μπορεί να μη σημειώνεται περαιτέρω πτώση της Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης, όμως η χώρα μας παραμένει στις τελευταίες θέσεις της παγκόσμιας κατάταξης με μόλις 57 μονάδες, που αποτελεί και το ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό της.
Παρά τη μικρή ανάκαμψη το πρώτο εξάμηνο του 2010, που έφερε κάποια χαμόγελα αισιοδοξίας, η παγκόσμια Καταναλωτική Εμπιστοσύνη σημείωσε πτώση το δεύτερο εξάμηνο σε 20 από τις 53 χώρες που καταγράφει η έρευνα της Nielsen.
«Δεν υπήρξαν αρκετά ενθαρρυντικά νέα ώστε να διατηρηθεί το θετικό κλίμα που υπήρξε παγκοσμίως στις αρχές του έτους», δήλωσε η Ματίνα Μπάδα, Διευθύνουσα Σύμβουλος της Nielsen Ελλάδας. «Τα στοιχεία της παγκόσμιας Καταναλωτικής Εμπιστοσύνης στο δεύτερο εξάμηνο τονίζουν την αστάθεια της παγκόσμιας οικονομίας και την ανασφάλεια των καταναλωτών».
Για πολλούς καταναλωτές παγκοσμίως οι αγορές των αγαθών που δεν είναι απολύτως αναγκαία περιορίστηκαν ακόμα περισσότερο μέσα στο 2010, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό πολιτών δηλώνει πως δεν του περισσεύει εισόδημα.
Το 27% των Αμερικανών, το 19% των Ευρωπαίων, το 17% των Αφρικανών και το 16% των Λατινοαμερικάνων δηλώνει πως δεν του περισσεύουν χρήματα μετά την κάλυψη των βασικών του αναγκών. Στην Ελλάδα το ποσοστό φτάνει στο 23%, με έναν στους τέσσερις Έλληνες να δηλώνει πως δε του μένουν καθόλου διαθέσιμα χρήματα.
Στην τελευταία μέτρηση της Nielsen, το 56% των καταναλωτών παγκοσμίως θεωρεί πως η χώρα του βρίσκεται σε οικονομική ύφεση και το 48% από αυτούς πιστεύει πως δεν αναμένεται να βγει από την κρίση τους επόμενους 12 μήνες.
Στην Ελλάδα το ποσοστό είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, με το 88% να θεωρεί πως η χώρα βρίσκεται σε οικονομική ύφεση και το 71% θεωρεί πως δεν υπάρχει δυνατότητα εξόδου από την κρίση στο αμέσως επόμενο διάστημα των 12 μηνών.
«Οι καταναλωτές διεθνώς συνειδητοποίησαν πως δεν υπάρχουν άμεσα εφικτές λύσεις στα έντονα οικονομικά προβλήματα και στην ανεργία. Τα μέτρα λιτότητας που έχουν παρθεί σε αρκετές χώρες του κόσμου φαίνεται να περιορίζουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών», δήλωσε η κ. Μπάδα. Στην Ευρώπη παρουσιάζονται οι μεγαλύτερες διαφορές από χώρα σε χώρα, καθώς η βορειοδυτική Ευρώπη φαίνεται να βγαίνει από την κρίση, αλλά οι νότιες χώρες της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Ελλάδας, παραμένουν σε κατάσταση ύφεσης.
«Οι αγορές της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας συνεχίζουν να βρίσκονται σε πτώση, ενώ οι καταναλωτές γίνονται ακόμα πιο επιφυλακτικοί στις αγορές τους», πρόσθεσε.
Η Οικονομία αποτελεί τη μεγαλύτερη ανησυχία των Ελλήνων, με ποσοστό που είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη (40%). Ενώ οι αμέσως επόμενες ανησυχίες αφορούν στην εργασιακή ασφάλεια (34%), στην αύξηση των λογαριασμών των ΔΕΚΟ (21%) και στα χρέη που οφείλουν τα ελληνικά νοικοκυριά (18%).
Όλα αυτά τα ζητήματα που προβληματίζουν τους Έλληνες καταναλωτές, ουσιαστικά σκιαγραφούν το κλίμα ανασφάλειας στο οποίο βρίσκεται αυτή την περίοδο η χώρα μας.
Επιπλέον, στην Ελλάδα τα συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας αντικαθρεφτίζονται στην ανασφάλεια των πολιτών για το εργασιακό τους μέλλον, καθώς μόλις ένας στους δέκα θεωρεί πως οι εργασιακές προοπτικές θα είναι καλές το επόμενο 12μηνο. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο που έχει σημειωθεί στην Ελλάδα στις μετρήσεις της Nielsen.
Οι τομείς που φαίνεται να πλήττονται περισσότερο στην Ελλάδα από την οικονομική κρίση είναι η διασκέδαση εκτός σπιτιού και η αγορά ρούχων, καθώς ένα συντριπτικό ποσοστό Ελλήνων δηλώνει πως θα περιορίσει τα σχετικά του έξοδα (82% και 75% αντίστοιχα). Επιπλέον, ένα σημαντικό ποσοστό εξακολουθεί να επιλέγει φθηνότερες καταναλωτικές μάρκες για να αντεπεξέλθει στην κρίση (58%), επηρεάζοντας πλέον σε βάθος τον κλάδο των εταιριών και των λιανέμπορων.

