Σιγά καλέ μου, σιγά…να φάμε παστουρμά! Ο βραχύσωμος πολιτικός του μεγάλου κάμπου δεν πίστευε και αυτός πόσο μεγάλος είναι.
Μεσημέρι Πέμπτης και ο βουλευτής πήγαινε με έναν φίλο του σ’ ένα ουζερί της Μητροπόλεως. Με το που βλέπει μια κυρία το βουλευτή ήταν σαν να έβλεπε… τον ήλιο τον ηλιάτορα.
Αγνοώντας επιδεικτικά το συνοδό της, σηκώθηκε (αν ο άνθρωπος είχε μαλλιά δεν θα του είχε μείνει τρίχα) και έκανε σαν να είδε το άγιο φως. Ασυγκράτητη και αδιαφορώντας για τα πάντα, διαχυτικότητα, πήγε να τον πνίξει από τις αγκαλιές και τα φιλιά. Και κείνος έδειχνε να το απολαμβάνει, και να χαίρεται για την αναγνωρισιμότητα.
Ο συνοδός της δεν είχε που να κρυφτεί… και ο φίλος του βουλευτή; Έβλεπε ότι αργά ή γρήγορα και αυτός ως τζίτζικας θα τραγουδάει το «μαζί με το βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα»…Ο μέρμηγκας ζήτησε το λογαριασμό!
