Το μόνο αντιβιοτικό που λαμβάνεται σήμερα από το στόμα και είναι ακόμα αποτελεσματικό στην αντιμετώπιση της γονόρροιας δεν κατάφερε να θεραπεύσει τη λοίμωξη στο 7% των ασθενών σε μια κλινική του Τορόντο. Το παραπάνω εύρημα αναφέρεται σε μια πολύ πρόσφατη δημοσίευση Καναδών ερευνητών που εξέταζαν την ανθεκτικότητα της γονόρροιας στα διαθέσιμα θεραπευτικά σχήματα στη Βόρειο Αμερική.
Η μελέτη έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου στις αρμόδιες υπηρεσίες, οι οποίες έδωσαν εντολή στους ιατρούς να σταματήσουν να συνταγογραφούν το αντιβιοτικό που είναι γνωστό ως cefixime, διότι οι εργαστηριακές καλλιέργειες έδειξαν ότι η ναϊσσέρια της γονόρροιας άρχισε να αναπτύσσει ανθεκτικότητα σε αυτό. Αυτό σημαίνει ότι οι ιατροί μένουν με μόνο ένα όπλο για την αντιμετώπιση της γονόρροιας, ένα αντιβιοτικό που ονομάζεται ceftriaxone και το οποίο χορηγείται ενδοφλεβίως.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι στις ΗΠΑ υπάρχει έντονη ανησυχία σχετικά με τη δυνητικά μη αντιμετωπίσιμη γονόρροια, επειδή, ενώ στην Ευρώπη είχαν ήδη εμφανιστεί περιστατικά ανθεκτικότητας στη θεραπεία, είναι η πρώτη φορά που καταγράφονται στην Αμερική. Οι προηγούμενες μελέτες έδειχναν μόνο μια σταθερή αύξηση στη δόση του cefixime που ήταν απαραίτητη για την αντιμετώπιση της γονόρροιας.
Στην πρόσφατη μελέτη συμμετείχαν σχεδόν 300 ασθενείς με γονόρροια, οι οποίοι έλαβαν θεραπεία με cefixime σε μια κλινική του Τορόντο από τον Μάιο του 2010 μέχρι τον Απρίλιο του 2011. Οι ερευνητές αναζήτησαν τους ασθενείς που είχαν ακόμα τη λοίμωξη κατά τον επανέλεγχο. Από τους 300, οι 133 επέστρεψαν για επανέλεγχο. Από αυτούς οι 13 δεν είχαν θεραπευτεί, εκ των οποίων μόνο οι 9 δήλωσαν ότι δεν είχαν στο μεσοδιάστημα κάποια σεξουαλική επαφή, κατά την οποία θα μπορούσαν να μολυνθούν ξανά. Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά, το ποσοστό αποτυχίας του cefixime ανέρχεται στο 6,7%.
Αν και πρόκειται για μια μικρή προκαταρκτική μελέτη, τα ευρήματά της είναι πολύ σημαντικά, γιατί όχι μόνο επιβεβαιώνει ότι υπάρχουν ασθενείς με γονόρροια που δεν θεραπεύονται με το cefixime, αλλά αναδεικνύει επίσης την αδυναμία των νέων DNA-τεστ που χρησιμοποιούνται για την εξέταση της γονόρροιας.
Η παραδοσιακή εξέταση για τη γονόρροια που γίνεται με την καλλιέργεια των υγρών που λαμβάνονται από τον ασθενή δίνει επίσης τη δυνατότητα ανίχνευσης της ανθεκτικότητας στα αντιβιοτικά. Με τα προηγμένα όμως DNA-τεστ κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό.
Οι ερευνητές, λοιπόν, ενθαρρύνουν την επανεπένδυση της επιστημονικής κοινότητας σε μεθοδολογίες που βασίζονται στην καλλιέργεια των δειγμάτων και τονίζουν την ανάγκη να επιβεβαιώνεται η σωστή και ολοκληρωμένη λήψη της αγωγής για τη γονόρροια, πριν οι ασθενείς παραπεμφθούν για επανέλεγχο.
Αν μείνει χωρίς θεραπεία, η γονόρροια μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, έκτοπη κύηση, παλίνδρομη κύηση, σοβαρές οφθαλμικές λοιμώξεις στα βρέφη και υπογονιμότητα και στα δύο φύλα.
Στις ΗΠΑ αναφέρονται περίπου 300.000 περιπτώσεις γονόρροιας ετησίως. Ωστόσο, επειδή συχνά τα άτομα που έχουν μολυνθεί δεν εμφανίζουν συμπτώματα, ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων αγγίζει τις 600.000.
Εκτιμάται ότι στην Ευρώπη το 2010 τα ανθεκτικά στελέχη της γονόρροιας εμφανίζονταν σε μία για κάθε 10 περιπτώσεις σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων.
Οι προτεραιότητες, λοιπόν, της επιστημονικής κοινότητας αναφορικά με τη γονόρροια είναι η προσεκτική παρατήρηση και καταγραφή της ανθεκτικότητάς της στα αντιβιοτικά, η ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών, καθώς και η αναζήτηση αποτελεσματικών συνδυασμών των ήδη υπαρχόντων θεραπευτικών μέσων.
Πηγή: Reuters
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Θ. Παλλαντζάς,
Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος,
συνεργάτης του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών,
www.andrologia.gr

