Επιστημονικά ευρήματα δείχνουν πως οι ενέσεις Botox μπορεί να είναι το ίδιο αποτελεσματικές με τα χάπια στην αντιμετώπιση του συνδρόμου υπερδραστήριας κύστης.

Η υπερδραστήρια κύστη χαρακτηρίζεται από μια ξαφνική, μη ελεγχόμενη ανάγκη για ούρηση, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ακούσια απώλεια ούρων, που ονομάζεται ακράτεια. Το Botox λειτουργεί χαλαρώνοντας τους μυς της ουροδόχου κύστης. Η εφαρμογή του έχει ήδη εγκριθεί για τη θεραπεία της ακράτειας ούρων, η οποία οφείλεται σε υπερδραστήρια κύστη που σχετίζεται με καταστάσεις όπως είναι η σκλήρυνση κατά πλάκας και ο τραυματισμός της σπονδυλικής στήλης.

Οι ιατροί όμως μπορούν να συνταγογραφούν τη θεραπεία με Botox και χωρίς να υπάρχει η επίσημη ένδειξη , σύμφωνα με τη δική τους εκτίμηση, για την αντιμετώπιση των περιπτώσεων υπερδραστήριας κύστης που οφείλεται σε άλλα αίτια.

Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται συνήθως για τη διαχείριση της υπερδραστήριας κύστης ονομάζονται αντιχολινεργικά και λειτουργούν επίσης χαλαρώνοντας τους μυς της κύστης.

Σε μια πρόσφατη μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 250 γυναίκες που είχαν επιτακτικού τύπου ακράτεια, βρέθηκε ότι η εφάπαξ ενέσιμη χορήγηση Botox στην κύστη λειτούργησε το ίδιο καλά με την καθημερινή χορήγηση αντιχολινεργικών. Το 70% των γυναικών και στις δύο ομάδες ανέφερε έναν μέσο όρο 3 διαρροών ανά ημέρα μετά τους 6 μήνες, ενώ στην αρχή της μελέτης είχαν κατά μέσο όρο 5 διαρροές ούρων ημερησίως. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των γυναικών που ανέφεραν ότι η ακράτειά τους υποχώρησε ήταν διπλάσιος στην ομάδα που έλαβε το Botox, σε σύγκριση με την ομάδα που πήρε τα αντιχολινεργικά.

Όπως όμως συμβαίνει και κατά την εφαρμογή του Botox για λόγους αισθητικής, τα αποτελέσματά του δεν διαρκούν για πάντα. Είναι πολύ πιθανό οι γυναίκες να χρειαστούν ακόμα μία ένεση μέσα στους επόμενους 9-12 μήνες, έτσι ώστε να ελέγξουν τα συμπτώματα της ουροδόχου κύστης.

Οι ειδικοί επισημαίνουν πως, εάν η χορήγηση του Botox εγκριθεί για περισσότερες περιπτώσεις υπερδραστήριας κύστης, τότε θα μπορεί πραγματικά να διευρύνει τις θεραπευτικές επιλογές των γυναικών, από τη στιγμή που η ασφάλεια θα καλύπτει το κόστος, το οποίο μπορεί τα φτάσει μέχρι και 1.000 δολάρια ανά θεραπεία. Οι ενέσεις Botox στην ουροδόχο κύστη γίνονται από ιατρό σε χώρο ιατρείου και δεν είναι ιδιαίτερα επώδυνες. Οι ειδικοί υποστηρίζουν πως οι περισσότερες γυναίκες ανέχονται την ένεση πολύ καλά, ενώ κάποιες δεν την αισθάνονται καθόλου.

Παρενέργειες μπορεί να έχουν τόσο η θεραπεία από το στόμα όσο και η ενέσιμη. Στη μελέτη κάποιες από τις γυναίκες που λάμβαναν αντιχολινεργικά παραπονέθηκαν για ξηροστομία, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οι ενέσεις οδήγησαν σε κατακράτηση ούρων και αύξησαν την πιθανότητα να χρησιμοποιηθεί καθετήρας για την κένωση της κύστης. Βρέθηκε, μάλιστα, πως οι γυναίκες που ακολούθησαν τη θεραπεία με Botox εμφάνισαν τον διπλάσιο αριθμό λοιμώξεων του ουροποιητικού, σε σύγκριση με τις γυναίκες που έλαβαν τη θεραπεία με τα χάπια.

Η υπερδραστήρια κύστη είναι μια κατάσταση που βιώνεται από τις γυναίκες ως ντροπιαστική και ταπεινωτική, ενώ μπορεί να επηρεάσει τόσο την κοινωνικο-επαγγελματική όσο και την προσωπική τους ζωή.

Δεν συνιστά, λοιπόν, απλώς μια ενόχληση εξαιτίας της πολύ συχνής ανάγκης για ούρηση. Οι λείοι μύες της κύστης φυσιολογικά συσπώνται, έτσι ώστε να γίνει η κένωσή της και, όταν αυτό γίνεται σωστά, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Στην περίπτωση της υπερδραστήριας κύστης όμως, οι συσπάσεις συμβαίνουν τυχαία και απρόβλεπτα, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται από μικρές διαρροές ούρων μέχρι και ακούσια πλήρης κένωση της κύστης.

Οι συγγραφείς της μελέτης υποστηρίζουν πως τα παρόντα ευρήματα δείχνουν ότι η θεραπεία με Botox μπορεί να δοκιμαστεί πριν από τη χορήγηση φαρμακοθεραπείας ως θεραπεία πρώτης γραμμής για την υπερδραστήρια κύστη. Η εναλλακτική αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τις γυναίκες που δεν είναι δεκτικές στη λήψη χαπιών.

Επισημαίνεται, όμως, πως τόσο η θεραπεία με το Botox όσο και αυτή με τα χάπια έχουν παρενέργειες. Τονίζεται, μάλιστα, ότι ένα επιπλέον μειονέκτημα του Botox είναι πως δεν γίνεται να σταματήσει τη δράση του, εάν το αποτέλεσμα δεν είναι επιθυμητό, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των επαναλαμβανόμενων λοιμώξεων του ουροποιητικού. Ενώ, δηλαδή, η φαρμακοθεραπεία μπορεί να διακοπεί, εάν εμφανιστούν παρενέργειες, στην περίπτωση του Botox κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί από τη στιγμή που η χορήγηση της θεραπείας είναι εφάπαξ. Από την άλλη, βέβαια, εάν τα αποτελέσματα του Botox είναι τα επιθυμητά, η γυναίκα θα έχει να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα της ουροδόχου κύστης σε βάθος χρόνου και χωρίς να λαμβάνει κάποια αγωγή.

Εν κατακλείδι, είναι σημαντικό να συζητά με τον ιατρό της σχετικά με τις επιλογές που έχει για την αντιμετώπιση της υπερδραστήριας κύστης και να επιλέξει την κατάλληλη θεραπεία για αυτήν.

Πηγή: webmd

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Π. Δρέττας,
Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος,
Δ/ντής του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών,
www.andrologia.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης