Ακόμα και οι ταξιτζήδες που ανέκαθεν χειρίζονταν επικοινωνιακά τα θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής με τους πελάτες, κάνοντας θετική ή αρνητική κριτική στην εκάστοτε κυβέρνηση, τους υπουργούς, τους πολιτικούς και παντός είδους παράγοντες της πολιτικής ζωής ανάλογα με το πώς βολεύει τον κλάδο τους, τα ’χουν κάπως χαμένα. Δεν είναι πια σίγουροι, όπως παλιά, με ποιον πολιτικό αρχηγό πρέπει να συνταχθούν, ποιο κόμμα να υποστηρίξουν, σε ποιον να φορτώσουν ευθύνες γι αυτήν την άθλια κατάσταση και τα τέρμα, τελειώσαμε, δεν πάει άλλο, γυρίζουμε σελίδα. «Εγώ αφουγκράζομαι τον κόσμο» είπε.
«Όλοι είναι για τα πανηγύρια και για κλάματα, μου λέει, εννοώντας τους πολιτικούς, αλλά κι εσείς, με το συμπάθιο, συμπληρώνει, η αλήθεια να λέγεται, εννοώντας μάλλον τους δημοσιογράφους – περίεργο πώς, αλλά ίσως και να με αναγνώρισε – σαν να το’ χετε ξεφτιλίσει τελείως» και συνεχίζει ακάθεκτος. «Ποια ελευθερία του τύπου και πράσινα άλογα, για ποια συμφέροντα πληρώνεστε για να τα εξυπηρετείτε; Για να δούμε, θα το μάθουμε ποτέ για όλους σας; Το’ χει καταλάβει πια κι ο πιο χαζός, αλλά θα μου πείτε…» το ξανασκέφτεται «τι να κάνετε κι εσείς; Πώς να σταθείτε στον ανταγωνισμό ανάμεσά σας, ε; Ο σώζων εαυτόν σωθήτω κι εσείς, έτσι δεν είναι;… Χα, ποια δημοκρατία και ποια ενημέρωση, μωρέ, ό,τι σας κατεβαίνει εκεί μας το λέτε, μάλλον σας δίνουν γραμμή από πάνω, έτσι, κι ύστερα τα αλλάζετε ξανά, τα στρίβετε ανάλογα, έτσι;» και με κοίταξε πάλι από το καθρεφτάκι. Δεν απαντούσα και κρατούσα ψυχραιμία, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο την κίνηση.
Η κυκλοφορία των αυτοκινήτων ήταν τρομερή και το βασανιστήριό μου αργό, σε πρώτη και νεκρή ταχύτητα, ο ταξιτζής να μιλά ασταμάτητα, να μου ρίχνει ματιές μέσα απ’ τον καθρέπτη να δει αν τον παρακολουθώ ενόσω το ‘μουσικό χαλί’ από τη ραδιοσυχνότητα του κέντρου κι ένα ραδιοφωνικό σταθμό να παίζει βαριά λαϊκά, με βλακώδη σχόλια του ραδιο-φονικού ζευγαριού, να γαρνίρει και να δένει με τον πολιτικό μονόλογο του οδηγού: «Με ακούτε;» ρώτησε. Ναι, βέβαια, είπα αόριστα. Έχετε κι εσείς τα δίκια σας, συμπλήρωσα έτσι για να μην ανάψουν τα αίματά του περισσότερο. «Τραγελαφικές φιγούρες, που λέτε, ανθρωπάκια φοβισμένα μη χάσουν τα προνόμια και τις καρέκλες τους, τις βολές τους τις βουλευτικές ή τις όποιες άλλες, Χα, πρώτα κλάφτηκαν, έγλυψαν, γονάτισαν, ρουφιάνεψαν, εξαγοράστηκαν κι έπειτα διορίστηκαν διευθυντάδες οι πιο τεμπέληδες, οι πιο χέστες, οι πιο άχρηστοι συγγενείς και φίλοι, ολονών, δε λέω μονάχα για τους τωρινούς, όλοι τους με τη σειρά, να τσεπώνουν τους μισθούς, να’ χουν εκεί μια μικρή ή μια μεγάλη εξουσία για να κάνουν ό,τι τους λένε οι πιο πάνω που τους βάλανε εκεί για μαντρόσκυλα αλλά, χα, χα, χα… αλλά στο βαθμό που τα καταφέρνει το καθένα λαμόγιο από δαύτους παίζει και το προσωπικό του παιχνιδάκι για τη γερή μπάζα του όσο είναι καιρός, αύριο μεθαύριο θα τον φάνε για να βάλουν άλλον κ.λ.π. κ.λ.π. που θα κάνει τα ίδια. Αμ’ πώς;» Με κοιτάζει να δει αν μου προκαλεί κάποια εντύπωση η τοποθέτησή του εφ’ όλης της ύλης γιατί σε λίγο θα έπιανε και το σκοπιανό σε συνδυασμό με μετανάστες. «Και ποιος είναι το θύμα; Πέστε μου ποιος πληρώνει τις βρωμιές τους; Είμαι εγώ, εσείς, δεν ξέρω βέβαια, εσείς, τι είστε σαν άνθρωπος, αλλά καθένας θέλω να πω την πληρώνει, όποιος προσπαθεί να μη βουτηχτεί μέσα στα σκατά, συγνώμη κιόλας, αλλά με το συμπάθιο, κυρία, είναι έτσι ή δεν είναι; Η Ελλάδα την πληρώνει κι όλοι εμείς εδώ κι όλοι αυτοί οι φουκαριάρηδες στα σύνορα και τα λιμάνια και τις πλατείες, που παίζουνε παιχνίδια στην πλάτη τους οι κερατάδες… » Περιμένει μια στιγμή μήπως τοποθετηθώ κι εγώ μα δεν μιλώ και συνεχίζει. Κάπου εκεί παύω να τον ακούω, δεν ξέρω πώς, αλλά έπαψα να ακούω, γιατί όπως και να το κάνουμε σε πολλά έχει δίκιο, όμως, ξέρω ότι κι αυτός όπως κι εγώ και όλοι μπορούσαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια και δεκαετίες να έχουμε πάρει κάπως αλλιώς τα πράγματα στα χέρια μας. Δεν το κάναμε. Δεν θέλαμε, δεν μπορέσαμε, δεν μας άφησαν; Δεν ξέρω και δεν έχω απόψε όρεξη να το ανακαλύψω.
Ξαφνικά αναφωνεί: «Σας θυμήθηκα, τόση ώρα έλεγα πού σας ξέρω πού σας ξέρω… Του Σκάι δεν είσαστε που λέτε τα νέα;» Χριστέ μου, δεν είναι δυνατόν, αυτόν κάποιος τον πληρώνει απόψε να μου κάνει πλάκα αποκριάτικη. Με μια περιποιημένη περούκα και καλομακιγιαρισμένα μάτια να αναδεικνύεται το μπλε χρώμα κι αμέσως έγινα του…Σκάι. Δούλεμα, λοιπόν. Οπότε γυρίζω και του απαντώ μεγαλόπρεπα σαν να ήμουν του Σκάι: «Μα, αγαπητέ μου, πράγματι, σας ακούω τόση ώρα προσεκτικά και λέω σάμπως να μας τα παραλέτε; Διότι η Ελλάδα, κύριε, παρά τα προβλήματα που έχει, είναι μια χώρα πολιτισμένη, δημοκρατική, ε υ ν ο μ ο υ μ ε ν η! Κι αν κάποιοι, η σημερινή κυβέρνηση ή παλιότερα, όπως λέτε, είναι κλέφτες κι άχρηστοι, εντάξει, υπάρχουν αλλά αργά ή γρήγορα θα αναγκαστούν από ένα ικανότερο σχήμα, μια ανανεωμένη πολιτική συνεργασία των κομμάτων, να απομονωθούν και δεν θα μπορούν να μολύνουν άλλο τον κοινωνικό ιστό και το πολιτικό σύστημα της χώρας, κι όσο για εμάς, να είστε απολύτως βέβαιος ότι, εξαιρέσει ελαχίστων, τιμούμε όσο καλύτερα μπορούμε το λειτούργημά μας. Κι επίσης να είστε σίγουρος ότι όποιος θέλει πραγματικά να είναι αξιοπρεπής, έντιμος, να δουλέψει και να προκόψει, μπορεί κάλλιστα να το κάνει ακόμα και μέσα στην κρίση, όποιος θέλει να δουλέψει δουλειές τίμιες πάντα υπάρχουν».
Σιώπησε μεμιάς και με κοίταξε καλά καλά. «Εσείς… όχι, μπερδεύτηκα, δεν είστε, όχι, δεν σας θυμάμαι αλλά, να, έτσι με το μασκάρεμα, κάποια μου θυμίσατε, λάθος, ναι, καμιά δεν είστε… χα χα συγνώμη, δεν πειράζει έ;». Χαμογέλασα κι εγώ και είπα « Όχι δημοσιογράφος, κυβερνητική βουλευτής ντύθηκα…» κι έστρωσα καλύτερα την περούκα στο κεφάλι. Τότε, σαν να έχασε πάσα ιδέα για μένα συγκεντρώθηκε στην οδήγηση και τον σταθμό με τα λαϊκά που μάλιστα το δυνάμωσε και λιγάκι. Κι εγώ, που από μέσα μου γελούσα, σκέφτηκα ότι κόντεψα να πιστέψω μέχρι κεραίας όλα όσα με στόμφο διατύπωσα. Η διάθεση μου, όμως, έφτιαξε. Μια ιδέα είναι όλα τελικά, είπα μέσα μου κι εκείνος ώσπου να φτάσουμε στον προορισμό δεν μου ξαναμίλησε. Οι ανησυχίες για την αξιοκρατία, τη νομιμότητα και τις διαμαρτυρίες της κοινωνίας, που όπως είπε τις «αφουγκράζεται καθημερινά μέσα στο ταξί με το ταξίμετρο», πέρασαν απευθείας στους στίχους ενός άγνωστου σε μένα λαϊκού άσματος.
Η έκφρασή του ήταν τώρα αλλιώτικη χωρίς τον ενθουσιασμό να αναλύει την πολιτική κατάσταση. Σίγουρα σκεφτόταν ότι αυτή εδώ, εγώ δηλαδή, εκτός από μεταμφιεσμένη κότα, μας κάνει και την πάπια. «Τι σας οφείλω;» ρώτησα. Τόσα, είπε, σοβαρός κι αγέλαστος και σχεδόν μου πέταξε στα μούτρα την απόδειξη της καθοδήγησης και της κούρσας. «Καλή Τσικνοπέμπτη, κυρία» άκουσα καθώς έκλεινα την πόρτα του ταξί.

