Οι επεκτατικές βλέψεις του Αδόλφο Χίτλερ περιλάμβαναν την κατάκτηση εδαφών στην Ανατολική Ευρώπη, με βασικό στόχο τη «Lebensraum» (ζωτικός χώρος) για τον γερμανικό λαό, η οποία οδήγησε στην εισβολή στην Σοβιετική Ένωση («Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα»). Αυτή η πολιτική βασιζόταν στην ιδεολογία του ναζισμού, η οποία υποστήριζε την φυλετική υπεροχή και την επέκταση της Γερμανίας μέσω βίας και κατάκτησης, οδηγώντας τελικά στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η «Συμφωνία Μουσολίνι-Χίτλερ» αναφέρεται κυρίως στο Χαλύβδινο Σύμφωνο, που υπογράφηκε στις 22 Μαΐου 1939, μια στρατιωτική και πολιτική συμμαχία μεταξύ της Ναζιστικής Γερμανίας και της Φασιστικής Ιταλίας, που τους δέσμευε σε αμυντική συνεργασία. Επίσης, αναφέρεται στη Συμφωνία του Μονάχου (1938), μια διεθνής συμφωνία στην οποία ο Μουσολίνι έπαιξε ρόλο ως διαμεσολαβητής μεταξύ του Χίτλερ και των Βρετανών και Γάλλων ηγετών, επιτρέποντας στη Γερμανία να προσαρτήσει τη Σουδητία. Ο Αδόλφο Χίτλερ επέτρεψε στον Μουσολίνι να εισβάλει στην Ελλάδα, παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις, για να μην καθυστερήσει το σχέδιο εισβολής στη Σοβιετική Ένωση.

Ο Μουσολίνι, μετά την αποτυχία της ιταλικής εισβολής, ζήτησε τη διαμεσολάβηση του Χίτλερ για να συναφθεί ειρήνη με την Ελλάδα, όμως ο Χίτλερ ήταν αντίθετος με τη στρατηγική του Μουσολίνι.

Ο Χίτλερ τελικά κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα, με την εισβολή του να ξεκινά τον Απρίλιο του 1941, αφού είχε προηγηθεί η ιταλική εισβολή τον Οκτώβριο του 1940. Παρά την αρχική συμμαχία Χίτλερ- Μουσολίνι (Εύνοια του Άξονα), υπήρχαν αρκετά σημεία τριβής, όπως η υποτίμηση της Ιταλίας από την Γερμανία και τον Χίτλερ, ο οποίος δεν εμπιστευόταν τον Μουσολίνι και τις στρατιωτικές του ικανότητες. Το 1940 ο ελληνικός λαός είπε ένα βροντερό όχι στην ναζιστική θηριωδία. Η Αντίσταση του Ελληνικού λαού κατά της ναζιστικής και φασιστικής θηριωδίας το 1940 πλάτυνε απροσμέτρητα τους ηθικούς ορίζοντες του Έθνους…

Το πάνδημο «ΟΧΙ» της 28ης Οκτωβρίου του 1940, στον ιταμό εισβολέα, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ιστορίας μας. Δεκαετίες από το μεγαλειώδες ΟΧΙ του ελληνικού λαού στον ιταλικό φασισμό, το μήνυμα της άρνησης και της μη υποταγής, παραμένει πάντα επίκαιρο για τις νέες γενιές που πρέπει να υπερασπίσουν και σήμερα, κάτω από δύσκολες συνθήκες, τα ιδανικά και τις αξίες της πατρίδας μας.

Στις 28 Οκτωβρίου, ο λαός μας γιορτάζει μια ξεχωριστή μέρα. Γιορτάζει την όρθωση ενός γιγάντιου ΟΧΙ στην φασιστική εισβολή των Ιταλών και ενός μεγάλου ΟΧΙ σε κάθε φασισμό που επιβουλεύεται την ελευθερία του.

Ξημερώματα της ημέρας αυτής, το 1940, η ιταλική κυβέρνηση απαίτησε στην ουσία παράδοση άνευ όρων της χώρας μας. Τα ανησυχητικά μηνύματα για πολεμική εισβολή, είχαν πυκνώσει ήδη από τον τορπιλισμό του καταδρομικού «Έλλη», στις 15 Αυγούστου του ίδιου έτους. Η επίθεση ήταν μόνο ζήτημα χρόνου.

Την απάντηση στην ιταμή πρόκληση της ιταλικής κυβέρνησης, την έδωσε η ελληνική κυβέρνηση στον Ιταλό πρέσβη στην Αθήνα: ΟΧΙ. Ο ελληνικός στρατός με την υποστήριξη του λαού και την συνεχή τροφοδοσία του από τον ντόπιο πληθυσμό και τις ηρωίδες μάνες της Πίνδου, κατάφερε τελικά να αποκρούσει τους εισβολείς και σταδιακά να προωθηθεί στα εδάφη της Β. Ηπείρου, στην Αλβανία, εδάφη που κατείχε ο Εχθρός! Σε λίγο άρχισε η άτακτη υποχώρηση και ξαφνικά η φασιστική Ιταλία ήταν εκτεθειμένη στον απόλυτο εξευτελισμό. Η Επέτειος του «ΟΧΙ» μνημονεύει την άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε από τον Ιταλό πρέσβη Εμανουέλε Γκράτσι στον Ιωάννη Μεταξά την 28η Οκτωβρίου του 1940.

Συνέπεια της άρνησης αυτής ήταν η είσοδος της Χώρας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940. Η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε να εορτάζεται στην Ελλάδα και την Κύπρο κάθε χρόνο ως επίσημη εθνική εορτή και αργία.

Λίγο μετά τις 3 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα, ο οποίος και το επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά, στην οικία, στην Κηφισιά.

Απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.

Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c’est la guerre» (Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταλικών αιτημάτων. Το έπος του ’40, που καταγράφηκε στις πιο λαμπρές σελίδες της νεότερης ιστορίας μας, εμπνέει και διδάσκει. Δίνει σε όλους μας, τη δυνατότητα να αντλήσουμε διδάγματα ενότητας και συστράτευσης στην τελευταία μάχη για την έξοδο της Πατρίδας μας από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της μεταπολεμικής ιστορίας μας.

Τιμούμε εκείνους τους ήρωες που δεν δίστασαν να προσφέρουν, ακόμη και τη ζωή τους, για την Ελευθερία, τη Δημοκρατία και την Ανθρώπινη Αξιοπρέπεια. Εκείνους που αγωνίστηκαν κατά του φασισμού και του ναζισμού, αφήνοντας σε όλους μας ακατάλυτες παρακαταθήκες. Εκείνους που έκαναν τον Ελεύθερο Κόσμο να μιλά για το μεγαλείο και την προσφορά της Ελλάδας στους κοινούς αγώνες. Οι λαοί της Ευρώπης που βρισκόταν κάτω από την μπότα του φασιστικού άξονα Γερμανίας – Ιταλίας, αναθάρρησαν. Οι Έλληνες πέτυχαν την πρώτη μεγάλη νίκη κατά του φασισμού, ο φασισμός δεν είναι ανίκητος αρκεί να το πάρεις απόφαση να τον πολεμήσεις! Ο λαός μας μέθυσε από τις νίκες.

Η τέχνη με τραγούδια, θεατρικά έργα, σκίτσα, αφίσες, ανέκδοτα, ποιήματα και αφηγήματα τις μετέτρεπε σε εθνική εποποιία. Από την άλλη, οι χαροκαμένες μάνες των νεκρών του πολέμου, βίωναν τον πόνο βουβά λειαίνοντας τον πόνο με την υπερηφάνεια. Τότε η ζωή γίνεται γιορτή, οι θυσίες έχουν νόημα και τα προβλήματα δίνουν τη θέση τους στα όνειρα. Σήμερα οι Έλληνες θυμόμαστε και τιμούμε μία από τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας μας, την εποποιία του “ΟΧΙ” του 1940, που ήταν κάτι πολύ περισσότερο από την απόκρουση ενός εισβολέα. Ήταν η αρχή του παλλαϊκού νικηφόρου πολέμου των Ελλήνων ενάντια στον φασισμό και την κατάλυση όλων των αξιών, που συνθέτουν την ταυτότητα και τον πολιτισμό μας.

Κάθε γενιά όμως αντιμετωπίζει τις δικές της προκλήσεις και στη δική μας έλαχε να αντιμετωπίσει ένα διαφορετικό πόλεμο, έναν ανορθόδοξο πόλεμο με ασύμμετρες χρηματοοικονομικές απειλές. Το «ΟΧΙ» των Ελλήνων αποτελεί σημείο αναφοράς της σύγχρονης ιστορίας μας. Τα διδάγματα που παίρνουμε είναι πολλά και συνεχώς επίκαιρα καθώς ανέδειξε τη δυναμική του ελεύθερου ελληνικού λαού, το ελεύθερο ελληνικό πνεύμα και απέδειξε ότι οι Έλληνες αντιστέκονται σε οποιαδήποτε μορφή κατάκτησης, αδικίας και στέρησης της ελευθερίας.

Οι οφειλόμενες Γερμανικές αποζημιώσεις: Το ποσό που υπολογίζεται πως χρωστά η Γερμανία στην Ελλάδα από τις πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο, ανέρχεται στα 278,7 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 10,3 δισ. αφορούν στο «αναγκαστικό» δάνειο που χορηγήθηκε στους ναζί, με βάση επίσημη απόφαση της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής. Στην Ευρώπη, οι Ιταλοί και οι Πολωνοί διεκδικούν τα δίκαια τους δικαστικά, για τα θύματα στα μαύρα ναζιστικά χρόνια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Προ ετών, η Γερμανία ξεκίνησε να ρυθμίζει τις υποχρεώσεις της προς κάποιους τρίτους, εξαιρώντας την Ελλάδα.

Το Ισραήλ έλαβε όπως αναμενόταν την μερίδα του λέοντος και σε διακρατική βοήθεια και σε αποζημιώσεις προς ιδιώτες, ενώ άλλες χώρες που υπέφεραν στην διάρκεια της Κατοχής, όπως η Γιουγκοσλαβία και η Πολωνία έλαβαν τεράστια-για την εποχή-δάνεια σε μάρκα με εξαιρετικά προνομιακούς όρους αποπληρωμής, δηλαδή σχεδόν χαριστικά. Η απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς (137/1997) κατέστη αμετάκλητη με την 11/2000 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε αίτηση αναίρεσης του Γερμανικού Κράτους. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας η «αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη άδεια του Υπουργού της Δικαιοσύνης». Υφίσταται απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου από τις 8 Απριλίου του 2000, που κρίνει ότι το γερμανικό κράτος οφείλει να πληρώσει αποζημιώσεις στο Δίστομο για τις θηριωδίες, για το Ολοκαύτωμα του Διστόμου.

Το γερμανικό κράτος αρνείται να καταβάλει αυτά τα ποσά κι αυτό αποτελεί ύψιστη ύβρη στους νεκρούς. Θέμα Γερμανικών αποζημιώσεων έθεσε στον Ομοσπονδιακό Πρόεδρο της Γερμανίας Σταϊνμάιερ, η τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου κατά στη συνάντησή τους στο Προεδρικό Μέγαρο. Το 2015 η Ζωή Κωνσταντοπούλου ως τότε Πρόεδρος της Βουλής, σύστησε Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη Διεκδίκηση των Γερμανικών Οφειλών προς την Ελλάδα. Το 2019 με ευρύτατη πλειοψηφία η Ολομέλεια του ελληνικού Κοινοβουλίου ενέκρινε, ψήφισμα με το οποίο η Βουλή «καλεί την ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες διπλωματικές και νομικές ενέργειες για τη διεκδίκηση και την πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους από τον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης τόνισε: ” Το ζήτημα των γερμανικών πολεμικών επανορθώσεων για τις Ναζιστικές θηριωδίες που διαπράχθηκαν εναντίον της πατρίδας μας, παραμένει ανοικτό και εκκρεμές ως σήμερα. Αποτελεί ζωντανή και δίκαιη ιστορική αξίωση της πατρίδας μας …..”.

Κανένας Έλληνας υπουργός Δικαιοσύνης μέχρι σήμερα, δεν έχει υπογράψει την εφαρμογή αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του Γερμανικού δημοσίου και η εκτέλεση δεν έχει υλοποιηθεί . Βάσει των οριζόμενων στο άρθρο 923 του ΚΠολΔ: “Αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγουμένη άδεια του Υπουργού Δικαιοσύνης”, επισημαίνουμε ότι το ΣτΕ με την υπ’ αριθ. 22/2007 απόφαση της Ολομελείας αυτού, αποφάνθηκε ότι: «Η αρμοδιότητα του Υπουργού Δικαιοσύνης περιορίζεται, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αποκλειστικώς στην εκτίμηση της σκοπιμότητας, ως προς την χορήγηση της αδείας προς επίσπευση της εν λόγω αναγκαστικής εκτελέσεως, από της πλευράς της μη διαταράξεως των ομαλών σχέσεων της Χώρας με το εμπλεκόμενο αλλοδαπό Κράτος.». Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας δεν παραγράφονται και συνεπώς οι αξιώσεις μας παραμένουν στο ακέραιο. Σε ό,τι δε αφορά το κατοχικό δάνειο υπάρχει σύμβαση που δεσμεύει τη Γερμανία, η οποία μάλιστα καλείται να πληρώσει και πολύ υψηλούς τόκους υπερημερίας.

Αξίζει επίσης να επισημάνουμε ότι βάσει της Συνθήκης του Λονδίνου του 1953 το ζήτημα παρέμεινε στην κατάψυξη έως την επανένωση της Γερμανίας και την υπογραφή Συνθήκης Ειρήνης, προκειμένου η Γερμανία να έχει, απερίσπαστη, τα χρονικά περιθώρια να επουλώσει τις πληγές της και να ανορθώσει την οικονομία της. Και πράγματι, με τη μεγαλοψυχία των αντιπάλων της και νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ των οποίων και η καθημαγμένη Ελλάδα, η Γερμανία πέτυχε το οικονομικό θαύμα, που σήμερα όλοι θαυμάζουμε. Όμως, επί 25 χρόνια μετά την επανένωση της Γερμανίας (31.8.1990) και την υπογραφή της Συνθήκης της Μόσχας (η λεγόμενη Συνθήκη των «2+4»), η Γερμανία μετέρχεται νομικίστικων τεχνασμάτων αρνούμενη, παράνομα και προκλητικά, να εκπληρώσει τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Έχει, αλήθεια, κανείς αναλογιστεί πού θα βρισκόταν σήμερα η Ελλάδα, από πλευράς οικονομικής ανάπτυξης και υποδομών, αν της είχαν αποδοθεί οι γερμανικές οφειλές; Και πού θα βρισκόταν σήμερα η Γερμανία αν δεν είχαν δείξει τόση μεγαλοψυχία η Ελλάδα και οι άλλες 19 σύμμαχες χώρες απέναντί της;

Επίσης, αν το ζήτημα των κατοχικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων είχε χάσει τη νομιμοποιητική του βάση, τότε γιατί το Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας το Μάιο του 2013 ανέλαβε την υποχρέωση αποζημίωσης, πέραν των όσων ήδη έχει καταβάλλει, των Εβραίων που επέζησαν του Ολοκαυτώματος; Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι στις αρχές του 2000, η κυβέρνηση Σρέντερ αποζημίωσε, διά του γερμανικού ιδρύματος «Μνήμη, Ευθύνη και Μέλλον», εκατοντάδες χιλιάδες ομήρους (ανάμεσά τους και μόλις 5.500 Έλληνες ομήρους λόγω αβελτηρίας της τότε ελληνικής κυβέρνησης, όπως καταγγέλλει ο Μανώλης Γλέζος και το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα), που μαρτύρησαν στα ναζιστικά κολαστήρια. Πέρα από τις Γερμανικές αποζημιώσεις , το ελληνικό δημόσιο έχει απολέσει εκατομμύρια ευρώ διαχρονικά από δίκαιους ή άδικους συμβιβασμούς με αλλοδαπές εταιρείες που είχαν προγενέστερα ζημιώσει αποδεδειγμένα το ελληνικό δημόσιο.

Μπορεί στην υπόθεση Novartis, να μην εμπλέκονται πολιτικοί, αλλά με την συγκεκριμένη φαρμακευτική εταιρεία είχαν εμπλακεί κάποιοι γιατροί που υπερσυνταγογραφουσαν χωρίς λόγο, ζημιώνοντας τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας μας, απλά για να λάβουν δώρα από την φαρμακευτική εταιρεία Novartis . Σκάνδαλο δεν είναι μονάχα η ζημία στα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας μας, από τις υπερσυνταγογραφήσεις, αλλά και οι συμπολίτες μας που έλαβαν χωρίς λόγο επιπλέον φάρμακα, με συνέπεια προβλήματα υγείας ή θανάτους λόγω της υπερσυνταγογράφησης.

Κάποιοι γιατροί, για να λάβουν δώρα από την Novartis, υπερσυνταγογραφουσαν χωρίς λόγο, με συνέπεια την ζημία των ασφαλιστικών ταμείων της χώρας μας και τα ανυπολόγιστα προβλήματα υγείας των ασθενών ή τους θανάτους που προκάλεσε η υπερσυνταγογράφηση. Ο συμβιβασμός με την Ζίμενς: Το 2012 το Ελληνικό Δημόσιο -εν μέσω μνημονίων και σκληρής οικονομικής κρίσης- μια συμφωνία συμβιβασμού με τη Siemens. Η συμφωνία προέβλεπε ότι ο γερμανικός κολοσσός θα αναλάμβανε μια σειρά από υποχρεώσεις απέναντι στη χώρα και σε αντάλλαγμα το Ελληνικό Δημόσιο θα παραιτούνταν από κάθε αξίωση και πρόστιμο. Ο συμβιβασμός υπεγράφη στις 22 Αυγούστου 2012 και έφερε τις υπογραφές του τότε υπουργού Οικονομικών, του τότε διευθύνοντος συμβούλου της Siemens Α.Ε., του Ελληνοαμερικανού πρώην εισαγγελέα στις ΗΠΑ και γενικού διευθυντή στη Siemens Ελλάδος και ακόμα δύο μελών του Δ.Σ. της μητρικής.

Βάσει της συμφωνίας συμβιβασμού, όλες οι υποχρεώσεις της εταιρείας προς το Ελληνικό Δημόσιο θα έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί «πλήρως και οριστικώς» μέσα σε μια περίοδο 5 ετών από την υπογραφή της συμφωνίας, δηλαδή μέχρι τον Αύγουστο του 2017. Για την τήρηση του συμβιβασμού είχε δημιουργηθεί μια 7μελής Επιτροπή Εποπτείας, της οποίας η θητεία έληξε το καλοκαίρι του 2017. Αποδέκτες του 2% από τα «μαύρα ταμεία» της Ζίμενς, σύμφωνα με τον Σίκατσεκ, ήταν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, κυρίως τα δύο τότε μεγάλα. Μετά το 1996 τα διάφορα «δώρα» υπολογίζονταν ώς 10% επί του τζίρου της εταιρείας. Η Ελλάδα περιορίστηκε να λάβει το ποσό των 170 εκατ. ευρώ και μάλιστα όχι σε ρευστό χρήμα, αλλά σε παροχές σε είδος και συμψηφισμό απαιτήσεων. Επιπλέον, η εταιρεία δεσμεύτηκε έναντι της χώρας για τη σταθερή παρουσία της και ως εκ τούτου σε μια επένδυση ύψους 60 εκατ. ευρώ και για την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου το οποίο θα εξασφάλιζε 700 νέες θέσεις εργασίας, πέραν των 600 εργαζομένων που ισχυριζόταν ότι απασχολούσε εκείνη την περίοδο η εταιρεία στην Ελλάδα. Αναλυτικά οι όροι προέβλεπαν:

  1. Παροχή από τη Siemens ποσού ύψους 80 εκατ. ευρώ σχετικά με εισπρακτέες απαιτήσεις της έναντι φορέων του Ελληνικού Δημοσίου. Πρόκειται για τον μοναδικό όρο που τηρήθηκε μέσα στα πρώτα 3 χρόνια. Μέχρι το 2015 το Δημόσιο είχε διαγράψει έναντι αυτών των ανεξόφλητων εισπρακτέων απαιτήσεων 74,678 εκατ. ευρώ. Ωστόσο η Siemens δεν απάντησε σε ερώτημα της «Εφ.Συν.» για το ποιες ήταν ακριβώς οι συγκεκριμένες απαιτήσεις.
  2. Παροχή ύψους 90 εκατ. ευρώ μέσα σε μια περίοδο 5 ετών για υποστήριξη φορέων που είχαν ως σκοπό την καταπολέμηση της διαφθοράς, της απάτης και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, παροχή ιατρικού εξοπλισμού για δημόσια νοσοκομεία με έμφαση στα παιδιατρικά νοσοκομεία, προγράμματα υποτροφιών για μεταπτυχιακές σπουδές στους τομείς της ενέργειας, της βιομηχανίας, των υποδομών και της αστικής ανάπτυξης, όπως και χρηματοδότηση αντίστοιχων ερευνητικών προγραμμάτων.

Από αυτά τον Φεβρουάριο του 2014 η επιτροπή εποπτείας της υλοποίησης της συμφωνίας κατέληξε στην κατανομή συγκεκριμένων ποσών.

  • 12,5 εκατ. θα έπρεπε να είχαν διατεθεί μέχρι το 2017 για την προμήθεια ανιχνευτικών μηχανημάτων (Χ-Ray) κατά του λαθρεμπορίου.
  • 16,8 εκατ. θα έπρεπε να είχαν δοθεί για τον εξοπλισμό φορέων που δραστηριοποιούνται κατά της διαφθοράς.
  • 1,5 εκατ. προορίζονταν για την προμήθεια μηχανογραφικού εξοπλισμού στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
  • 4 εκατ. θα δίνονταν για την προμήθεια ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο γραφείο του εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών.
  • 11,3 εκατ. είχαν συμφωνηθεί να διατεθούν για την υποστήριξη δράσεων του εθνικού συντονιστή για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Τα ” θαλασσοδάνεια” των κομμάτων στο παρελθόν: Στο παρελθόν, δόθηκαν δάνεια σε πολιτικά κόμματα με σκανδαλώδεις όρους και καθ’ υπέρβαση τραπεζικών κανόνων. Τα δάνεια αυτά, που υπερβαίνουν το 1,5 δισ. ευρώ, δεν αποπληρώθηκαν ποτέ, φορτώνοντας επιπλέον βάρη στις τράπεζες, επιβαρύνοντας ουσιαστικά τους πολίτες. Τέσσερα μόνο κόμματα έλαβαν σε μια δεκαετία (2000-2011) δάνεια συνολικού ύψους 272 εκατ. ευρώ, και χωρίς να δώσουν καμία εμπράγματη εγγύηση. Βάζοντας ως υποθήκη τη μελλοντική, πάρα πολύ γενναιόδωρη χωρίς καμία αμφιβολία… κρατική χρηματοδότηση. Επισημαίνεται ότι οι υποθέσεις των «θαλασσοδανείων» είχαν κλείσει με την έκδοση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία αφαιρούσε από τις εισαγγελικές αρχές το δικαίωμα αυτεπάγγελτης παρέμβασης για αδικήματα απιστίας από τραπεζικά στελέχη και απαιτούσε έγκληση από τη ζημιωθείσα τράπεζα.

Η τύχη της διάταξης για την ασυλία των τραπεζικών στελεχών δεν έχει κριθεί οριστικά, δεδομένου ότι μετά την αποδοχή της αναίρεσης που άσκησε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δ. Παπαγεωργίου, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου θα εξετάσει το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας της επίμαχης διάταξης.

Οι ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων έχουν πάρει σαφή θέση κατά της διάταξης που παρέχει ασυλία σε όσους χορήγησαν τα «θαλασσοδάνεια» όχι μόνο στα κόμματα αλλά και στα ΜΜΕ και σε επιφανείς χρεοκοπημένους επιχειρηματίες, την εποχή που η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα χρεοκοπίας και οι τράπεζες διασώζονταν με κρατικό χρήμα. Η συγκεκριμένη τακτική χαρακτηρίζεται από τους πραγματογνώμονες ως «παγκοσμίως μοναδική τακτική», αφού το εχέγγυο «δεν υπάρχει στον παρόντα χρόνο» και «αναμένεται να υπάρξει σε μέλλοντα χρόνο». Αιτία για την αρχειοθέτηση ήταν η περιβόητη τροπολογία του 2013, η οποία έθεσε στο αρχείο την υπόθεση, με το σκεπτικό ότι υπήρχαν επαρκείς εξασφαλίσεις για τη χορήγηση των δανείων.

Όπως ανέφερε η ρύθμιση, «δεν συνιστά η σύναψη δανείων κάθε μορφής με νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, του ευρύτερου δημόσιου τομέα και η εν γένει παροχή πιστώσεων σε αυτά απιστία για τον πρόεδρο, τα μέλη των Δ.Σ. και τα στελέχη των τραπεζών. Για το σκοπό αυτό απαιτούνταν να υφίστανται σωρευτικά η λήψη απόφασης των θεσμοθετημένων εγκριτικών επιτροπών ή οργάνων τους και η τήρηση των σχετικών κανονιστικών πράξεων της Τράπεζας της Ελλάδας». Τελικά, κρίθηκε πως οι εγγυήσεις δεν ήταν οι επαρκείς εξασφαλίσεις δεν ήταν αρκετές, αφού ουσιαστικά δεν ήταν άλλες από τη μελλοντική χρηματοδότηση τους με βάσει τη μελλοντική εκλογική τους δύναμη.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης