Η ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ με τίτλο Health at a Glance 2025 παρέχει στοιχεία και για την διαθεσιμότητα ποιοτικών υπηρεσιών υγείας στις 38 χώρες μέλη του Οργανισμού. Κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ το 2024, το 64% των ανθρώπων ήταν ικανοποιημένοι με τη διαθεσιμότητα ποιοτικών υπηρεσιών υγείας στον τόπο κατοικίας τους. Ωστόσο λιγότερο από το 50% των πολιτών ήταν ικανοποιημένοι στην Ελλάδα, την Τουρκία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Χιλή και την Κολομβία με την Ελλάδα να έχει ποσοστό ικανοποίησης μόλις 27% .

Οι πολίτες με την μεγαλύτερη ικανοποίηση καταγράφηκαν στην Ελβετία, το Βέλγιο, τη Δανία και το Λουξεμβούργο. Στις χώρες του ΟΟΣΑ, περίπου το 75% όλων των δαπανών υγειονομικής περίθαλψης καλύφθηκε από κυβερνητικά ή υποχρεωτικά ασφαλιστικά προγράμματα υγείας το 2023. Ωστόσο, στη Χιλή, τη Λετονία, την Κορέα, την Ελλάδα και την Πορτογαλία, μόνο το 60% όλων των δαπανών για την υγεία καλύφθηκε από δημόσια επιβεβλημένα προγράμματα. Επιπλέον η χώρα μας είχε τη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ στη λήψη αντιοβιοτικών.

Η Ελλάδα έχει από τους περισσότερους γιατρούς (6,3 ανά 1.000 κατοίκους, σε σχέση με το 3,8-4 του ΟΟΣΑ), αλλά μόλις 6% -έναντι του 23% –είναι γενικοί ή οικογενειακοί, το «βασικό ανάχωμα» του συστήματος υγείας, πριν φτάσει ο ασθενής στο νοσοκομείο.

Η αναλογία νοσηλευτών παραμένει από τις χαμηλότερες, με περίπου 3-3,5 ανά 1.000 κατοίκους (ΟΟΣΑ: 9). Οι νέοι δείχνουν ελάχιστο ενδιαφέρον για το επάγγελμα, γεγονός που προμηνύει ακόμη μεγαλύτερα κενά στο μέλλον. Συγκεκριμένα, λιγότερο από το 1% των 15χρονων δηλώνουν ότι θέλουν να ακολουθήσουν νοσηλευτική. Παράλληλα, ο κατακερματισμός των δομών και η πολλαπλή απασχόληση των επαγγελματιών υγείας δημιουργούν ένα δαιδαλώδες περιβάλλον που δυσκολεύει τον συντονισμό και, συχνά, περιορίζει την αποτελεσματικότητα.

Η Ελλάδα διατηρεί το τυπικό προνόμιο της καθολικής ασφαλιστικής κάλυψης. Στην πράξη όμως, οι πολίτες δυσκολεύονται να φτάσουν στη φροντίδα που χρειάζονται. Το 12,1% δηλώνει ότι δεν έλαβε την αναγκαία περίθαλψη: το υψηλότερο ποσοστό στον ΟΟΣΑ (3,4%).

H ικανοποίηση από τις υπηρεσίες υγείας βρίσκεται στο 27%, επίσης το χαμηλότερο (ΟΟΣΑ: 64%), δείχνοντας μια κρίση εμπιστοσύνης που ξεπερνά το επίπεδο των οικονομικών δυσκολιών. Το κόστος αποτελεί το βασικό εμπόδιο. Ενώ η κάλυψη φτάνει στο 100%, στην πραγματικότητα χιλιάδες άνθρωποι «μένουν εκτός». Πάνω από 8% του πληθυσμού -και πάνω από 15% στα χαμηλότερα εισοδήματα -δεν λαμβάνει την απαραίτητη οδοντιατρική φροντίδα.

Μόλις το 60,9% των συνολικών δαπανών υγείας καλύπτεται από το κράτος ή υποχρεωτικούς μηχανισμούς, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ξεπερνά το 75%. Το υπόλοιπο καλύπτεται από την τσέπη των πολιτών. Η φαρμακευτική δαπάνη (30%) παραμένει εξαιρετικά υψηλή (ΟΟΣΑ: 16-20%), ενώ η κατανομή πόρων ευνοεί υπέρμετρα τη νοσοκομειακή περίθαλψη εις βάρος της πρωτοβάθμιας εξωνοσοκομειακής (20% έναντι περίπου 33% του μέσου όρου ΟΟΣΑ). Παρά τις ιδιωτικές δαπάνες που συγκρίνονται με χώρες χαμηλότερου εισοδήματος, η ικανοποίηση των πολιτών παραμένει στις τελευταίες θέσεις του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, μόλις 27% (ΟΟΣΑ: 64%) δηλώνουν ικανοποιημένοι με την ποιότητα και τη διαθεσιμότητα των υπηρεσιών υγείας στην περιοχή τους.

Ενώ πολλές χώρες έχουν εντάξει τις ψηφιακές επισκέψεις στην καθημερινότητα, στην Ελλάδα η χρήση τους παραμένει περιορισμένη (13%). Το ίδιο ισχύει και για τη μακροχρόνια φροντίδα, όπου η δημόσια δαπάνη δεν υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ -ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά του ΟΟΣΑ (1,5 -2,5%).

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης