Παρασκευή βράδυ και την ημέρα που όλοι κανονίζουν να βγουν μα σε ρεμπετάδικο, μα σε ορθάδικο, μα σε club, εγώ χωμένη κάτω από ένα βουνό έγγραφα και χαρτιά αναρριχούμαι για να φτάσω στην κορυφή. Ποια κορυφή; Του επαγγελματικού Έβερεστ. Για το λόγο αυτό έχω απορρίψει δύο προτάσεις για γνωστές πίστες της Αθήνας… ανάμεσά τους και της Πεγκούλας που είμαι fan. Αλλά και την πρόταση του οικονομολόγου του κάτω ορόφου που παλεύω να πλέξω στα δίχτυα μου εδώ και ένα μήνα…

Για μένα «έχει σύννεφα απόψε» και τα μόνα μάτια που μπορώ να δω είναι τα δικά μου, αν δεν βγουν από τις δικογραφίες που έχω να μελετήσω.
Βλέπετε ο διευθυντής μου, ο χρυσός μου, μου ζήτησε αν θα μπορούσα να μείνω λίγοοοο παραπάνω, δηλαδή όσο πάρει, προκειμένου να τακτοποιήσω τα έγγραφα που στοιβάζονται στο γραφείο του από αιώνες.
Ποινικές και αστικές υποθέσεις μαζί. Ο δολοφόνος με το ηλεκτρικό πριόνι συναντά την αίτηση διαζυγίου της Αλίκης Βουγιουκλάκη με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ – προ αμνημονεύτων ετών – και την μήνυση της κυρίας Ζαμπονίδου κατά του διαχειριστή της πολυκατοικίας για το βουλωμένο λούκι. «Βουλώσανε τα λούκια μανάκι…»
Από πού να ξεκινήσω και πού να τελειώσω. Πέλαγος ατέλειωτο απόψε η δουλειά μου και ο χρυσός μου, ο διευθυντής μου να μου τηλεφωνεί διαρκώς… Μάλλον θέλει να μάθει πως τα πάω με την επιχείρηση «χρυσοχέρα», mission impossible. Όλο το αναβάλλω να τον καλέσω, σκέφτομαι θα τον πάρω πιο μετά να έχω εικόνα.
Όμως ο εκνευριστικός συνεχόμενος ήχος και οι πέντε αναπάντητες με κάνουν να επισπεύσω την επανάκληση. Κι όλο βάζω με το νου μου, λες να έχει πάθει κάτι ο χριστιανός και εγώ να θέτω λάθος προτεραιότητα;

Του τηλεφωνώ και πριν καλέσει ακόμη έχει αρχίσει την ψαλμωδία. Ένα σωρό από βρισιές, «Γιατί άργησες να με πάρεις βρε ζώον; Δεν ξέρεις ότι όταν σε καλεί ο διευθυντής σου πρέπει να τα παρατάς όλα και να τρέχεις, αχυροκέφαλη;», τσίριζε προς το τέλος. Και φυσικά λογοκρίνω τα κοσμητικά επίθετα που έχουν να κάνουν με το χρώμα του τριχωτού της κεφαλής μου και τις βρισιές που ακόμη και ισλαμιστή θα έκαναν να σταυροκοπιέται…
Με τρεμάμενη φωνή, το δάκρυ να έχει επισκεφθεί τα μάτια μου και να έχω βάλει μαζί την υπόθεση ενός επιχειρηματία που έκλεβε την εφορία με την γνωστή παίκτρια ριάλιτι που προέβη σε μήνυση εκπομπής καλόπιστης κριτικής γιατί την «έθαβε».

Απτόητος, δίχως στιγμή να σκεφτεί ότι από την καλή μου την καρδιά παραμένω μέχρι τόσο αργά σε ένα γραφείο με στοιχειωμένες υποθέσεις και ότι αυτή ήταν δουλειά της άχρηστης της γραμματέας του, που τώρα θα χόρευε πάνω στο τραπέζι μαζί πότε με το «βούδα, πότε με τον Κούδα, πότε με τον Ιησού και πότε με τον Ιούδα», η προδότρα!
Αντί εκείνης, εγώ πάλευα με τα θηρία της Ευελπίδων και το γάβγισμα του αφεντικού μου. Ο οποίος, δεν σας αποκάλυψα και το λόγο που με καλούσε επιμόνως. Όχι, δεν σκεφτόταν τι φιλότιμη υπάλληλο που έχει, αλλά ζητούσε να του βρω που είναι το Ritz στην Γλυφάδα, γιατί δήθεν είχε ένα επαγγελματικό ραντεβού και από μέσα άκουγα μια βαθιά λάγνα φωνή που σίγουρα δεν ήταν το navigator, αφού έλεγε «Στο τέρμα του δρόμου στρίψε δεξιά, ζουζουνάκι μου. Αλλαγή πορείας μωρό μου, σε 500 μέτρα στρίψε δεξιά πάλι, έρωτα…» Έρωτα, έρωτα και τσίτα στα μεγάφωνα ο Διονύσης Μακρής να απηχεί τα συναισθήματα του διευθυντή μου, «Είμαι φουλ ερωτευμένος με την πάρτη σου».

Με το hands free στο ένα αυτί, το σταθερό στο άλλο να με βρίζει ο… από πάνω μου και σε ανοιχτή ακρόαση το δίπλα τηλέφωνο να καλεί στην υπηρεσία τηλεφωνικού καταλόγου του ΟΤΕ, όσο για τα δάχτυλά μου γλιστρούν πάνω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή σαν να παίζω μια σονάτα του Σούμπερτ με τίτλο, «πού είναι το μαγαζί, που είναι το Ritz στην Γλυφάδα, ψάξε, ψάξε δεν θα το βρεις…» Μέχρι που ακούω το navigator με φωνή «λεονταρίνας που είναι στις μέρες της» να αναφωνεί, «Να το καρδούλα μου, να το!» και να με στέλνει ο διευθυντής μου στο Τρισκατάρατο Άδη, νομίζω χωρίς επιστροφή αποκαλώντας με ηλίθια, βλαμμένη και άχρηστη στον κύβο. Ή μήπως στην νιοστή; Από την ταραχή μου δεν θυμάμαι.
Φυσούσα και ξεφυσούσα. Εφάρμοσα όλες τις τεχνικές αντιstress που είχα διαβάσει, όμως μάταια. Τίποτα δεν με ηρεμούσε. Ήθελα να του πετάξω όλους τους φακέλους στο πάτωμα. Να τον βλέπω με την γραμματέα του να προσπαθούν να βάλουν σε μια τάξη τα ασυμμάζευτα και εγώ να γελάω. Να του σπάσω την γυάλα με το χρυσόψαρο που του είχε κάνει δώρο μια πελάτισσα πριν τη δίκη της, γιατί φαντάζομαι μετά κι εκείνη θα ήθελε να του την είχε φέρει στο κεφάλι, να κάνει εκείνος το χρυσόψαρο, ο χασοδίκης.
Αυτά σκεφτόμουν και παράλληλα η ευσυνειδησία μου δεν με είχε εγκαταλείψει, τουνατίον θα έλεγα. Τακτοποιούσα σαν καλή νοικοκυρά και έφτιαχνα νέα αρχεία και φακέλωνα. Ώσπου το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Ω, ναι ήταν πάλι ο «μπαμπούλας» προϊστάμενός μου.

Αυτή τη φορά τον κάλεσα αμέσως. Ζήτησε να τον συνδέσω, μιας και ήμουν στο γραφείο, με τον Εισαγγελέα Εφετών, Μπάρα Αδέκαστο για ένα ζήτημα που είχε προκύψει εκείνη τη στιγμή. Ρητή εντολή του, «Να ακούς μήπως χρειαστεί κάτι, αχυροκέφαλη!»
Δεν έβλεπα ποια νούμερα συνέδεα. Δεν πίστευα όσα ζούσα Παρασκευή βράδυ, την ώρα που γλεντούσαν όλοι οι άλλοι. Εγώ έπρεπε να φέρω σε πέρας έναν τεράστιο φόρτο εργασίας που με βάρυνε, αγόγγυστα. Κι όλα αυτά από την καλή μου την καρδιά. Ενώ είχα τον δικηγόρο παρ’ αρείω Πάγω να μεταμορφώνεται σε οικοδόμο και στόκο να με ανεβάζει, τούβλο να με κατεβάζει.
Ο Εισαγγελέας Εφετών, Μπάρας Αδέκαστος, μιλούσε τώρα με τον οικοδόμο-δικηγόρο. Ζητούσε μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα να μάθει τι είχε απογίνει η δικογραφία που είχε σχηματιστεί σε βάρος του βουλευτή πελάτη του για μίζες από δημόσια έργα. Πού την ξέθαψε από το 2005, φαντάζομαι θα σκεφτόταν το αφεντικούλη μου, που θα έσφιγγε τα ματάκια του ζορίζοντας το μυαλουδάκι του, που έμοιαζε ολότελα με το χρυσόψαρό του, γιατί κι εκείνος τρία δευτερόλεπτα μνήμη είχε.
Θα κομπάσει, «Εισαγγελέα Μπάρα, θα σας καλέσω να πάρω τώρα, τώρα στο γραφείο μου να κοιτάξει η γραμματέας μου τι απόγινε». Για να με κράξει από το κινητό της κοκόνας του, «Ηλίθια γρήγορα πάρε την Πίστη να μας πει που είναι ο φάκελος του βουλευτή Αετοτσώνη».

Βέβαια, η Θεοπίστη που το έκοψε γιατί δεν ταίριαζε με το Μπουρναζοstyle της και το έκανε Πίστη – αν και δεν θα έπρεπε ποτέ να της έχεις – δεν άκουγε τίποτα. Με τις φωνές μου για να καταλάβει είχα σηκώσει όλο το κτίριο και σε λίγο κουκουλοφόροι θα νόμιζαν ότι έδινα οδηγίες για ταμπούρωμα στο Πολυτεχνείο, μόνο η Πίστη είχε «μπουκώσει» από την φωνή του Βασίλη Καρρά που προφητικά τραγουδούσε «Τηλεφώνησέ μου, ίσως να μας βγει σε …» κακό.
Τι να πω στον χρυσό μου, στον μεγαλοδικηγόρο μας; Ότι ο Βασίλης Καρρα-πίστης δεν άκουγε την πίστη του; Ότι είχε απομείνει με το τούβλο, τον στόκο που προσπαθούσε να τον βοηθήσει; Τους συνέδεσα κιόλας για να μην έχει λόγο να με βγάλει ψεύτρα. Και τι άκουσα και δεν κουφάθηκα; «Πίστη μου, συγγνώμη που σε ενοχλώ. (Την ενοχλούσε κιόλας από τα ζεϊμπέκικα της.) Μήπως θυμάσαι που είναι ο φάκελος του Αετοτσώνη; (Ένα πουλί είχε στο μυαλό της η γραμματέας του δικηγόρου κι αυτό δεν ήταν το όνομα του μιζαδόρου βουλευτή) Καλά κουκλίτσα μου δεν πειράζει, καλή διασκέδαση και καλό βράδυ!», της ευχόταν, ενώ εκείνη δεν είχε ακούσει τίποτα.
Και ω, του θαύματος κλείνοντας το τηλέφωνο, πάνω στο γραφείο του διευθυντή μου, εκεί που είχαν στήσει πανηγύρι όλες οι υποθέσεις και ετοιμαζόμουν μαζί τους να χορέψω τον γνωστό χορό του Ζαλόγγου, ξεχώρισε ο «κίτρινος φάκελος» του Αετοτσώνη. Μόνο που στο πίσω μέρος είχε σημειωμένα τα φαγητά από το κοντινό εστιατόριο της γειτονιάς με τον γραφικό χαρακτήρα της Πίστης.
Κάλεσα στον δικηγόρο του βουλευτή Αετοτσώνη και ήταν τόση η χαρά μου που δεν πρόλαβε να μου πει τίποτα, «Ετελείωσε, ετελείωσε η υπόθεσις» του είπα. «Μίλα κανονικά βρε νούμερο», ούρλιαζε το χρυσόψαρο που θυμόταν τον κατάλογο της ταβέρνας εκτός από τη δικογραφία. «Βρέθηκε, ήταν στα χαρτιά που τακτοποιούσα. Να σας συνδέσω με τον εισαγγελέα;».
«Εννοείται, γλυκό μου κορίτσι», βόγγηξε με ανακούφιση ο μεγαλοδικηγόρος, τρομάρα του, που τώρα είχα γίνει για αυτόν γλυκιά, έξυπνη, θεά από τούβλο!

Τους συνδέω. Η συνομιλία σύντομη και περιεκτική. Η υπόθεση από τις ελληνικές καλένδες που είχε παραπεμφθεί, άνοιγε ξανά. Είχαν προκύψει νέα στοιχεία – φωτιά και μπούρμπερη για τον καημένο τον Αετοτσώνη, που μόνο αετός δεν ήταν αφού πιάστηκε από την κρυφή κάμερα γνωστού δημοσιογράφου και δεν είχε και φωτογένεια!
«Συγχαρητήρια για το έργο σας, κ. Μπάρα. Εύγε. Ξέρετε εμείς έχουμε κάτι κοινό…», τον άκουγα να συνεχίζει τις δικολαβικές του φαμφάρες καθώς τακτοποιούσα τους λιγοστούς φακέλους που μου είχαν απομείνει. Σ’ αυτή την κουβέντα ήθελα να συμπληρώσω, ναι το μόνο κοινό σας με τον Εισαγγελέα είναι ότι ενδέχεται κι εκείνος να γράφει πάνω στις δικογραφίες το μενού ταβερνείων!
Σίγουρα διεκδικούσα το βραβείο του υπάλληλου της χρονιάς. Όμως, στην Ελλάδα δεν ζούμε; Τι περίμενα; Να ακούσω μπράβο; Ή ευχαριστώ που είχα σώσει τον δικηγόρο Παρ’ αρείω πάγω από τον πάγο που θα τον έβαζε όλο το δικαστικό σώμα;
Κι ούτε ένα «ευχαριστώ». Στο λεξιλόγιό του δεν υπήρχε αυτή η λέξη. Η απογοήτευση σε πρώτο πλάνο και το μόνο που βγαίνει από τα χείλη μου; Αχαριστία.

Την Δευτέρα που πήγα στο γραφείο, δεν είχα ξεθυμώσει από την Παρασκευή. Γι’ αυτό χτύπησα την πόρτα του γραφείο του χρυσόψαρου – δικηγόρου και του είπα, «Θα ήθελα να σας κάνω ένα δώρο.» Με κοίταξε απορημένος ο χασοδίκης και παρατηρούσε καθώς άπλωνα το χέρι μου και του έδινα ένα βιβλίο σαβουάρ βιβρ που εξειδικεύονταν στην χρήση, την ετυμηγορία καθώς και τη μετάφραση της λέξης ΕΥ-ΧΑ-ΡΙ-ΣΤΩ! Που την πρόφερα συλλαβιστά σαν να είχα να κάνω με 5χρονο! Άφησα ανοιχτή την πρώτη σελίδα:
«Πόσες φορές έχετε απογοητευτεί από τους ανθρώπους που σας ζητούν να τους προσφέρετε τις υπηρεσίες σας και δεν λένε ούτε καν ευχαριστώ; Πάμπολλες;
Όλα έχουν τη λύση τους. Μόνο μια λέξη αυτή τη μόνη λέξη που έχει στα χείλη μπλέξει…
Πρόκειται για την πιο ευχάριστη και φυσικά την πιο ενθαρρυντική λέξη σε όποια γλώσσα κι αν την προφέρουμε.
Ευχαριστώ, thanks, grazie, gracias, спасибо, merci, danke, ありがとう, شكر, 謝謝… »
Για να μου πει ειρωνικά, «Βρε τούβλο αυτό το ξέρω. Το ευχαριστώ, όμως, είναι démodé!»

