Ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1893 στην Γεωργία, στο χωριό Μπαγδατί όπου ο πατέρας του υπηρετούσε σαν δασάρχης. Αυτοκτόνησε στη Μόσχα, τον Απρίλη του 1930, στα τριανταεπτά του χρόνια. Πρόσφατα, σε μια τηλεοπτική εκπομπή στη Μόσχα ανακοινώθηκε από κάποιους μελετητές του έργου του, ότι την προκάλεσε ένα γράμμα της Λίλκας Μπράκ, που είχε την τόλμη ν’ απευθυνθεί προσωπικά σ’ αυτόν απαιτώντας δικαιοσύνη για τον βάρδο της επανάστασης.
Η Μπρίκ αδελφή της Έλσας Τριολέ, γυναίκας του Λουί Αραγκόν, ήταν η Μούσα κι ο μεγάλος έρωτας του Μαγιακόφσκι κι είχε κατηγορηθεί έμμεσα από κάποιους «φίλους» του ποιητή σαν υπεύθυνη της αυτοκτονίας του. Η «έρπουσα» κατηγορία έμεινε τελικά στο σκιώδες περιθώριο της αναπόδεικτης φήμης και του αντισημιτικού κουτσομπολιού. Έτσι κι αλλιώς, ύστερα από ένα ευμενές σχόλιο του Στάλιν, όλοι οι παλιοί διώκτες του ποιητή μεταμορφώθηκαν από την μια στιγμή στην άλλη, με τον αυτοματισμό του χαμαιλέοντα, σε παθιασμένους υμνολόγους και λιβανιστές του έργου του.
Τα βιβλία του άρχισαν να τυπώνονται σε εκατομμύρια αντίτυπα, δεν υπήρχαν συγκεντρώσεις, διαλέξεις, πολιτικά ή καλλιτεχνικά άρθρα που να μην είχαν σαν μότο κάποιο στίχο του. Ο Μαγιακόφσκι έγινε ονομασία δρόμων, προμετωπίδα σε θέατρα, σχολεία κι άλλα ιδρύματα. «Άρχισαν να τον φυτεύουν στην Ρωσία, όπως τις πατάτες στον καιρό της Μεγάλης Αικατερίνης» θα ‘λεγε αργότερα ο Πάστερνακ για τον φίλο της νιότης του, διαβλέποντας σ’ αυτή την υπερβολική επίσημη προβολή την ύπουλη προσπάθεια των νεόκοπων θαυμαστών του να χαντακώσουν ένα μεγάλο ποιητή με την «κρατικοποίηση» του. Έγραφε, χαριτολογώντας με τον δικό του «μαγιακοφσκικό» τρόπο: «Υπολογίζοντας του στίχου μου την ζωτικότητα / πληρώστε με για τριάντα χρόνια μπροστά».
Ο Μαγιακόφσκι άρχισε την ποιητική του πορεία έχοντας πνευματικό του πατέρα τον ηγέτη του ρωσικού φουτουρισμό Χλέμπνικωφ. Ήταν αλήθεια αλλόκοτος άνθρωπος αυτός ο Χλέμπνικωφ πάμπτωχος εξαιτίας της αδιαφορίας του για την ευμάρεια – όπως την εννοούσε η εμπορευματική κοινωνία του καιρού του – αληθινός πρόδρομος των χίπηδων, περιόδευε όλη την Ρωσία, τις περισσότερες φορές σαν λαθρεπιβάτης στις στέγες των βαγονιών, κουβαλώντας μια πελώρια στραπατσαρισμένη βαλίτσα γεμάτη από τα λίγα υπάρχοντά του και πολλά του ποιήματα που έγραφε ταξιδεύοντας.
Κάποτε κατάφερε ο Μαγιακόφσκι, με πολύ κόπο, να του δημοσιεύσει μερικά ποιήματα για να τον ενισχύσει οικονομικά.
Ο Χλέμπνικωφ ήταν που έγραφε: «Σήμερα πάλι θα ριχτώ / όπου ζωή, παζάρια κι εργαστήρια / θα επιτεθώ με τραγουδιών στρατό / στον αγοραίων την παλίρροια». Αυτή την παλίρροια των «αγοραίων» της κούφιας υλιστικής ευμάρειας θα την πολεμήσει και ο Μαγιακόφσκι με όλη την δύναμη της ψυχής του.
Ιδιαίτερα στην διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν μαστίγωνε τα πλούσια παράσιτα, όσους καλοπερνούσαν τα μετόπισθεν την ώρα που εκατομμύρια άλλοι μακελεύονταν στο μέτωπο. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί το 1917 ο εικοσιτετράχρονος Μαγιακόφσκι είδε σαν νέο Μεσσία τον Λένιν της παγκόσμιας επανάστασης.
Η σοβιετική εξουσία γίνεται η Μούσα του. Πολλοί συνάδελφοι θα τον σαρκάσουν – γι’ αυτούς ήταν ένας ακόμα Δον Κιχώτης που εκθείαζε τα ανύπαρκτα κάλλη της Δουλτσινέας του. Αλλά ποιος μπόρεσε να αναχαιτίσει έναν ερωτευμένο που ‘χει μεθύσει από τις αυταπάτες του. Παρόμοιες ιδέες για τον Μαγιακόφσκι ήταν υπολείμματα της ατομικιστικής νοοτροπίας των παλιών διανοουμένων. Αυτός προτείνει ένα νέο είδος διανοητή απόλυτα ενσωματωμένου στην κοινωνική ομάδα του προλεταριάτου και τον καθοδηγητικό της πυρήνα – το κόμμα – απόλυτα πειθαρχημένου, σαν μια υπάκουη μηχανή: «Νιώθω σαν εργοστάσιο σοβιετικό / που παράγει ευτυχία» δήλωνε εμφαντικά.
Αντίπαλους είχε πολλούς. Οι αντίπαλοι στους φιλολογικούς κύκλους είναι αναρίθμητοι, οι συκοφάντες έχουν στενούς δεσμούς με ανώτατους λειτουργούς του Μπουχάριν. Ο ίδιος ο Μαγιακόφσκι μίλησε γι’ αυτόν σε μια συγκέντρωση: «Εξαιτίας ίσως του εριστικού μου χαρακτήρα, κρεμάνε ψόφια σκυλιά στο σβέρκο μου κατηγορώντας με για αμαρτίες που έκανε και δεν έκανα. Συχνά μου ‘ρχεται να φύγω μακριά, να μην ακούω το βρισίδι τους…».
«Τον σκότωσαν» – αποφάνθηκε ο χρόνος κι η ιστορία, το ίδιο κατηγορηματικά όπως και στις περιπτώσεις του Πούσκιν, του Λέρμοντωφ, του Εσένιν. Ο Μαγιακόφσκι ήταν αδιαμφισβήτητος ηγέτης στη «Διεθνή» των στρατευμένων ποιητών της γης, ο δημιουργός της ποιητικής σχολής του πολιτικού στίχου.
Τελικά, θα γινόταν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός τεράστιου ηθικού κεφαλαίου, που το διαχειρίστηκαν κάκιστα ανάξιοι ηγέτες, σπαταλώντας θυσίες και αγώνες εκατομμυρίων ανθρώπων.
Όμως, μέσα στο απέραντο «νεκροταφείο ελεφάντων» που άφησε πίσω η παταγώδης και πρωτοφανής στα ιστορικά χρονικά των αιώνων κατάρρευση ενός ολόκληρου κόσμου, θα φεγγοβολάει άφθαρτο μαζί με κάποιες άλλες αξίες το φίλντισι της ποίησής του υπηρετώντας πάντα τον άνθρωπο και την αδιάκοπη αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας στο άγνωστο και επίβουλο σύμπαν.

