Δεν υπάρχει πιο άσχημο πράγμα από την κακή και επίβουλη κριτική. Η κριτική έχει τη σημασία της συμβουλής. Νουθετεί και διδάσκει.

«Όταν γίνεται καλοπροαίρετα υπηρετεί το σκοπό της, αν η κριτική γίνεται για να γίνεται… απλώς την αγνοείς.» έλεγε ο «δάσκαλός» μου στη εφημερίδα. «Όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος! Για ένα βιογραφικό ζούμε… Ακόμη και μανάβης να είσαι».

Προσπαθώ να φτιάξω ένα κέικ και να σου η μαμά στην κουζίνα με το ύφος του επιθεωρητή Κλουζό.

«Τι φτιάχνεις;» και της λείπει μόνο ο μεγεθυντικός φακός. Μην τυχόν και ρίξω καμία τρίχα… Χάθηκα!

«Είπα να κάνω ένα κέικ για να γλυκαθούμε». Η απάντηση καλοπροαίρετη.

«Πόσες κούπες ζάχαρη έβαλες;»

«Δεν το θέλω πολύ γλυκό, γύρω στη…» και πριν ολοκληρώσω έχει βάλει ήδη το δάχτυλο υπό τον τύπο των ήλων!

«Άγλυκο χριστιανή μου, ρίξε λίγο ζαχαρίτσα ακόμη. Και αλεύρωσε τη φόρμα, ευλογημένη!»

Αυτό το τελευταίο για να μην με πει «άχρηστη και ανεπρόκοπη» μαγείρισσα.

Η υπομονή της νιότης, το γνωστό «εδώ μιλάει η πείρα», με έκαναν να σιωπήσω. Για ένα απλό κέικ… Ποιος εγώ; Πού μύγα δεν ανεχόμουν στο σπαθί μου στην εφηβεία.

Είχα περάσει όμως δια πυρός και σιδήρου…  

Ήμουν κοντά στα 22, όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην πρώην Γιουγκοσλαβία τον Ιούλιο του 1991. Εκκολαπτόμενη δημοσιογράφος σε εφημερίδα. Με όνειρα που έφταναν ως τον ουρανό.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή το μόνο που έκανα ήταν να φτιάχνω καφέδες, να βγάζω φωτοτυπίες και να κάνω κανένα θεματάκι με πολύτεκνες μητέρες.

Μπαίνει ο αρχισυντάκτης μου στην αίθουσα σύνταξης και μου λέει με αυστηρό ύφος,

«Φεύγεις για Βελιγράδι!»

Γούρλωσα τα μάτια μου και τον κοιτούσα καλά-καλά.

«Ε, τι με κοιτάς σαν συναγρίδα της Αθήνας… Εμπρός ετοιμάσου!»

«Εγώ;» ρώτησα μόνο και μόνο για να το επιβεβαιώσω.

«Έφυγες!»

Μια ολόκληρη εφημερίδα στήριζε το πολεμικό ρεπορτάζ στις δικές μου πλάτες. Χριστέ μου!

Θα είμαι στην πρώτη γραμμή, να συνυπάρχω με Σέρβους, Βόσνιους και με Κροάτες μουσουλμάνους γεφυρώνοντας με το λόγο μου το χάσμα και τις διαφορές του. Να μετρώ νεκρούς, οβίδες και άμαχο πληθυσμό…

 

Λίγο πριν πάρω το «δισάκι μου» στον ώμο για το δρόμο… -χωρίς επιστροφή;- με φώναξε στο γραφείο του ο παλαιότερος συντάκτης. Ιδρυτικός στέλεχος της εφημερίδας για να μου δώσει «κατευθυντήριες γραμμές».

«Κάτι είδαν σε εσένα, γι’ αυτό σε στέλνουν. Ένας πολεμικός ρεπόρτερ πρέπει να είναι διορατικός, να προβλέπει τις πολιτικές εξελίξεις και να αφουγκράζεσαι τα μηνύματα του λαού. Να συμβουλεύεται την ιστορία».

Τον άκουγα. Ρουφούσα σαν το σφουγγάρι την εμπειρία του και τις σοφίες του.

«Τα πολιτικά παιχνίδια είναι σκληρό πόκερ… Απέφυγε τον τζόγο όσο μπορείς. Οι περισσότεροι παίζουν με σημαδεμένη τράπουλα. Εσύ θα βασίζεσαι μόνο στο ρεπορτάζ σου. Έγινε;»

Πώς όμως θα το έκανα αυτό το ρεπορτάζ; Δεν ήταν κέικ… παίρνω τον τσελεμεντέ και αν μου πέσει και λίγο παραπάνω ζάχαρη το πετάω.

Ήθελε μαεστρία, λεπτό χειρισμό και έρευνα… Θα τα κατάφερνα; Εγώ είχα μόνο πείσμα.

«Θα τα καταφέρεις» μου έλεγα, σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού με το λεωφορείο.

Δίπλα μου κοιμισμένος ο φωτογράφος μου. Αμούστακο παιδί.

Πρώην μπασκετμπολίστας. Είχε βάλει το τρίποντο της ζωή τους αλλάζοντας ρότα επαγγελματική. Γνώριζε όλους τους παίκτες της άλλοτε κραταιάς Εθνικής Γιουγκοσλαβίας.

Λάτρευε τη φωτογραφία… Έκλεινε νοητά το φυσικό του διάφραγμα και απαθανάτιζε «στιγμές».

Από τα σύνορα κιόλας μύριζε μπαρούτι. Πολύωρη καθυστέρηση για τους απαραίτητους ελέγχους. Αυτοκίνητα φορτωμένα όμοια με καραβάνια έφευγαν, εγκατέλειπαν τις περιουσίες και τη ζωή τους. Αποχαιρετούσαν τον τόπο τους, έναν αφιλόξενο τόπο όπου στο βωμό των πολιτικών παιχνιδιών θυσιάζονταν αθώες ψυχές.

Ο έρωτας είχε σμίξει μαυροβούνιους και βόσνιους, όμως τους χώριζε η πολιτική ή καλύτερα οι πολιτικοί! Φυγάδες, εξόριστοι και ανεπιθύμητοι από την πατρίδα τους.

Στην καρδιά του πολέμου, στο Σεράγεβο μας είχε κλείσει η παραγωγή ένα ξενοδοχείο. Έμοιαζε περισσότερο με ένα κτίριο αποτελούμενο από μικρά διαμερίσματα. Στην ταράτσα ένα τεράστιο πανό «PRESS»… Αργότερα θα μάθαινα ότι μεταφράζεται σε «μην βομβαρδίζετε».

Νέοι, άγνωστοι ως τότε μεταξύ μας θα γινόμασταν μια ομάδα. Για χάρη της αντικειμενικής ενημέρωσης. Δίπλα μας να σκάει η οβίδα, αλλά να μην φεύγουμε.

Καθημερινότητα είχε γίνει η οσμή του φρέσκου αίματος να τρυπά τα ρουθούνια και ύστερα η εικόνα του νεκρού.

Αυτόπτες μάρτυρες του αλληλοσκοτωμού των «αδελφών». Μητέρες σε απόγνωση, νεκρά παιδιά, κατσαπλιάδες… Σκηνές φρίκης.

Να στέλνω ανταπόκριση κάθε μέρα με συνοδευτικό φωτογραφικό υλικό. Εκεί που δεν έφταναν οι άλλοι, εμείς προχωρούσαμε. Βέβαια με τίποτα δεν ευχαριστιόταν ο αρχισυντάκτης. Ήθελα πάντα κι άλλο και το παραπάνω.

Διορθώσεις, φωνές και καταλήγαμε τελικά σε κλάματα δικά μου!

Είχα μοναδικό όπλο το πάθος. Αυτό με παρακινούσε να συνεχίζω. Θυμήθηκα την κουβέντα με τον «δάσκαλο», να συμβουλεύεσαι την ιστορία. Είχα βυθιστεί στο διάβασμα.

«Καλά Χριστούγεννα. Του χρόνου να είμαστε σπίτια μας», ήταν οι ευχές που ανταλλάσσαμε δημοσιογράφοι από όλα τα μήκη και πλάτη της γης.

Στην άλλη γραμμή ο αρχισυντάκτης μου. Σκληρός και απότομος, επιτηδευμένα… «Καλά Χριστούγεννα! Πώς πάνε τα πράγματα εκεί; Μαίνονται οι μάχες; Τι λέει ο Κάραζιτς και ο Μιλόσεβιτς;»

Σαν στρατιώτης, «Ευπειθώς αναφέρω ότι…» και με λυρικότητα ραψωδού, που αντί για βακτηρία ακουμπούσα στο γραφείο μου στα δημοσιογραφικά του ΟΗΕ, απήγγειλα το ρεπορτάζ. Την είδηση!

«Εντάξει παιδί μου!»

Ετοιμαζόμουν να κλείσω το ακουστικό, «Συνέχισε έτσι. Μας κάνεις περήφανους. Να προσέχεις».

Ο Άγιος Βασίλης είχε έρθει πιο νωρίς για μένα. Με το καλύτερο δώρο. Έφυγα με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά.

Στο δρόμο για το ξενοδοχείο των δημοσιογράφων έπεσα σε ενέδρα των Uceka στα γραφεία των κυανόκρανων.

Κρύφτηκα πίσω από ένα αυτοκίνητο. Yogo του 1989 χρώματος καφέ. Της γιουγκοσλαβικής αυτοκινητοβιομηχανίας.

Έπρεπε να αποδράσω, αλλά το δημοσιογραφικό μου καθήκον δεν με άφηνε. Το χρέος πάνω από όλα. Η βόμβα εξεράγη. Τα θραύσματα καρφώθηκαν στα πόδια μου. Παντού αίματα. Δικό μου αίμα. Σφάδαζα από τον πόνο.

Πρέπει να λιποθύμησα. Όταν ξύπνησα ήμουν ξαπλωμένη σε ένα τρόπον τινά νοσοκομείο. Ο μαυροπίνακας, ένας χάρτης και το αριθμητάρι μαρτυρούσαν ότι εδώ κάποτε παιδιά αδελφωμένα έπαιζαν στα διαλείμματα, σκάρωναν φάρσες και ονειρεύονταν… Δεν τους χώριζαν ούτε θρησκείες ούτε ιδεολογίες.

Τριγύρω μου άνθρωποι σακατεμένοι, πονεμένοι, ηλικιωμένοι και παιδιά. Με είχαν βρει αναίσθητη οι ιδιοκτήτες του καφέ Yogo του 1989. Είχε υποστεί ζημιές από τη βόμβα, αλλά όχι περισσότερες από την τραυματισμένη ψυχή τους.

Ζευγάρι αλλόθρησκων που έπρεπε να χωρίσουν γιατί έτσι όρισαν οι πολιτικοί. Ζούσαν κρυφά. Τα παιδιά τους, ο καρπός του έρωτά τους, φοβόντουσαν να βγουν έξω. Έμεναν όλοι μαζί σε ένα υπόγειο.

Ονειρεύονταν να ξανά κάνουν διακοπές στην Κατερίνη, στην Ελλάδα. Να αποκτήσουν ένα εξοχικό εκεί. Ο μικρός γιος τους μιλούσε ήδη αγγλικά. Μόλις 6 ετών. Ευχόταν να ξανά κάνει κούνια στην παιδική χαρά χωρίς να φοβάται τους κακούς στρατιώτες… «Να σταματήσει πια ο πόλεμος».

Μέσα στη δύνη του πολέμου, αυτή η οικογένεια έμοιαζε με το λουλούδι που ανθίζει σε καμένη γη…

Ο παλμός της μάχης συντονίζονταν με τον παλμό της καρδιάς τους. 

«Ήταν ΤΟ ρεπορτάζ. Χωρίς φαμφάρες και φληναφήματα. Μέσα από το προσωπικό δράμα της οικογένειας έδωσες το πολιτικό στίγμα της εποχής. Μου άρεσε και το δικό σου σχόλιο. Δεν σου έκοψα τίποτα αυτή τη φορά…» μου είπε η φωνή της πείρας.

Σε λίγες μέρες θα έκλεινα δύο χρόνια στην πρώην – το είχα εμπεδώσει για τα καλά – Γιουγκοσλαβία.

«Επιστρέφεις…» εντολή του αρχισυντάκτη.

«…» δεν είχα τίποτα να πω.

«Θα σε περιμένουμε μέσα στην εβδομάδα. Εσύ θα έχεις μεγαλώσει πια!» γέλασε.

Μάζεψα τα προσωπικά μου είδη. Μαζί με τις αποσκευές κουβαλούσα και τις εμπειρίες μου από την γη του πυρός.

Είχα ωριμάσει. Είχα ψηθεί. Όλα τα έβλεπα από διαφορετική σκοπιά.

Ο αρχισυντάκτης με υποδέχθηκε με χειροκρότημα. Δεν με αναγνώρισε. «Καλά εσύ έγινες ολόκληρη γυναίκα…»

Για πρώτη φορά με φίλησε. «Δεν το περίμενα. Ήσουν καλύτερη από ό,τι περίμενα».

Πίσω από τα βιβλία και τα χαρτιά ξεπρόβαλε η εικόνα του μέντορά μου. «Καλώς όρισες. Τι νέα από το μέτωπο;» χαμογέλασε.

«Άσχημα. Δεν θα τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος».

«Παλικάρι αποδείχθηκες. Μόνο που θέλω να σου κάνω δυο – τρεις παρατηρήσεις» και ξεκίνησε το ευχάριστο μάθημα. «Μην αμαυρώσεις το βιογραφικό σου με αποτυχίες άλλων! Να το θυμάσαι.»

Βρέθηκα στο Σεράγιεβο για λογαριασμό καναλιού αυτή τη φορά τις τελευταίες μέρες του πολέμου. Τίποτε δεν θύμιζε την πρώτη μου «εφηβεία στο ρεπορτάζ». Inside information συμπλήρωναν το θέμα μου.

‘Έκλεινα ήδη δεκαετία στο χώρο.

 

Η μητέρα συνέχιζε την κριτική για το κέικ. Πεζή πραγματικότητα. Κόβει ένα κομμάτι για να δοκιμάσει ο γευσιγνώστης…

«Άνοστο…» είπε με το σχετικό στόμφο στη φωνή ο γιος της. «Αποκλείεται να είναι δικό σου» στράφηκε σε μένα. «Μαμάαααα…» φώναξε.

Αν την αντέξει (120 κιλά αμφιβάλλω) το σκοινί της μαγειρικής, θα φανεί στο χειροκρότημα.

«Σας φωνάζουν!» την «κάρφωσα».

Στην προσπάθειά μου να αποτινάξω αυτή την αποτυχία από το δικό μου μαγειρικό curriculum vitae. Για ένα βιογραφικό ζω η δημοσιογράφος!

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης