Η βαθιά οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση που μαστίζει την σημερινή Ευρώπη, δείχνει πως ο καπιταλισμός της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης όχι μόνο είναι ανίκανος να ανταποκριθεί στις βασικές ανάγκες ή στα ζωτικά προβλήματα των πολιτών, αλλά εξελίσσεται και σε θεσμικό vampire, σε εφιάλτη της ίδιας της ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Το περιεχόμενο της κρίσης εκφράζεται ταυτόχρονα ως κρίση ιδεών και αξιών αλλά και ως πολιτική κρίση, ως κρίση αντιπροσώπευσης και ως κρίση των θεσμών.
Εν τέλει βρισκόμαστε κατά κάποιον τρόπο σε εκείνη τη συγκυρία όπου είτε θα υπάρξει μια νέα επινόηση της δημοκρατίας μας είτε θα διογκωθούν ακόμα περισσότερο τα φαινόμενα ηθικής και κοινωνικής αποδιοργάνωσης.
Οι επιπτώσεις όλων αυτών των κίβδηλων μεταρρυθμίσεων είναι αναντίλεκτα υφεσιακές ενώ εκμηδενίζονται και τα περιθώρια για άσκηση κοινωνικής πολιτικής.
Διάφορα εξωθεσμικά κέντρα της αγοράς διαμορφώνουν συνθήκες αλλοτριωμένης δραστηριότητας. Συνθήκες απομείωσης του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Διαμορφώνουν τομείς ελαστικοποίησης και συνάμα όρους ολοσχερούς κατεδάφισης των εργασιακών σχέσεων με επικίνδυνες διαστάσεις και εξελίξεις για τις σύγχρονες κοινωνίες.
Το Ευρωπαϊκό μοντέλο είναι πολύτιμο.
Βρισκόμαστε σε ανάπτυξη πάνω από εξήντα χρόνια και πρέπει οπωσδήποτε να συνεχιστεί με κάθε θυσία.
Αλλά οι φιλελεύθεροι πιστεύουν μόνο στον αυστηρότερο έλεγχο του προϋπολογισμού.
Χρειάζεται μια άλλη συνθήκη. Δεν μπορούμε να έχουμε κοινό νόμισμα χωρίς κοινή οικονομική πολιτική.
Αυτό είναι το κλειδί, είναι το πρώτο βήμα προς μια μεγαλύτερη ομοσπονδοποίηση της Ευρώπης.
Μια συνθήκη πχ που θα επέτρεπε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εκδώσει ευρωπαϊκά ομόλογα για να αγοραστούν τα κρατικά χρέη.
Πραγματικά όλη αυτή η περίοδος στον Ευρωπαϊκό Νότο έχει σηματοδοτηθεί από τις συστηματικές προσπάθειες της Τρόικας να επιβάλλει με εκτελεστικά διατάγματα -και μάλιστα με την επικύρωση των κοινοβουλιών- πολιτικές της λεγόμενης «ελεύθερης αγοράς», περιθωριοποιώντας πολίτες και πολιτικές οργανώσεις με αποτέλεσμα την ένταση της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Η εντεινόμενη οικονομική κρίση έχει αναδείξει τα δημοκρατικά ελλείμματα της Ε.Ε ενώ ταυτόχρονα αποκάλυψε τους θεσμικούς και πολιτικούς περιορισμούς της.
Ειδικότερα με την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας, η Ευρώπη πλέον αποτελεί όχι μόνο άθροισμα εθνικών συμφερόντων και πολιτικών αλλά και Νατοϊκό κλώνο των ΗΠΑ.
Με δεδομένο το διαχωρισμό μεταξύ πράξεων και λόγου του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος και των πραγματικών του επιδόσεων, βιώνουμε όλο και πιο έντονα μια Ευρώπη με θεσμική αρχιτεκτονική που υπαγορεύεται από τα συμφέροντα των υπερεθνικών ελίτ και του «διευθυντηρίου» των Βρυξελλών.
Η κρίση του 2007 απέδειξε πως η ΕΕ δεν αποτελεί «κοινό δίκτυο αλληλέγγυων λαών» αλλά τη συμπύκνωση ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πολίτες ερμηνεύοντας μεταξύ άλλων, τις «πράξεις λόγου» των αξιωματούχων της Κομισιόν ως μια συνεπαγωγική λογική ενός δεσποτικού όσο και απρόσιτου μηχανισμού των Βρυξελλών, αποστασιοποιούνται από την πολιτική.
Αναμφίβολα τα ερευνητικά δεδομένα παραπέμπουν όχι μόνο στον αφανισμό της κατά την H.Arendt πολιτικής ως vita active-ενεργός ζωή αλλά και της πολιτικής ως πεδίου οριοθετούμενου πλέον από συνθήκες εκφοράς κρίσης- συνθήκες κουλτούρας κρίσης, δηλαδή ένα σύστημα ανοίκειων πολιτικών όσο και κατασταλτικών μηχανισμών ελέγχου, υποταγής και συμμόρφωσης, το οποίο μεταλλάσσεται ανάλογα προς τις διεργασίες των υποσυστημάτων και τις διεργασίες της υπεροργάνωσης και ανασύνθεσης του καπιταλιστικού οικοδομήματος εντός και εκτός ΕΕ.
Οτιδήποτε δεν σέβεται τη δημοκρατία είναι επικίνδυνο ταυτόχρονα η έλλειψη ψυχικής ισορροπίας μας οδηγεί στο να αναζητούμε δημιουργικές ή μη διεξόδους.

