ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΟΧΟ που εκατοντάδες χρήστες στο διαδίκτυο γράφουν μια δική τους ιστορία με τον Διονύση Σαββόπουλο, καλή, κακή, αστεία, θλιβερή, επιστρατεύτηκε πάλι και ο μέγας Ραφαηλίδης (ο οποίος, βεβαίως, είχε εκατό κιλά @ρχίδι@) να του τα χώνει από τηλεοράσεως και ο πασίγνωστος συφιλιδικός λίβελος κατά Νιόνιου. Όλα υπέροχα τα βρίσκω και, κατά βάθος, τρυφερά για τον μακράν πιο χαρισματικό απ’ όλους μας, ο οποίος κατάφερε να μας ενθαρρύνει, να μας (από) γοητεύσει, να μας επαινέσει και να μας διχάσει υπερβολικά, μπας και μας τρελάνει ολοκληρωτικά. Σ’ αυτό το πλαίσιο αποφάσισα να γράψω σήμερα, όπως και αύριο, άλλη μια ιστορία για να κάνω την δική μου Σαββοπουλιάδα τριλογία.
ΣΗΜΕΡΟΝ: ΠΩΣ ΧΛΑΠΑΚΙΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ ΖΟΥΛΑ ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΧΡΙΟΝΙΑ, ΜΕ ΤΟΝ ΛΑΖΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΤΑ ΓΛΥΚΑ ΤΗΣ ΑΣΠΑΣ ΣΤΟ ΕΞΟΧΙΚΟ ΤΟΥ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ (από το βιβλίο μου “ιστορίες πρωτοχρονιάτικης γκαντεμιάς”).
ΜΟΝΟ Η ΤΑΣΟΥΛΑ, Η ΣΧΩΡΕΜΕΝΗ, θα μπορούσε να αποκαλύψει αν πράγματι υπήρξε ποτέ αυτός ο ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ ΚΡΕΟΠΩΛΗΣ από τον οποίον θ αγόραζε προπαραμονή πρωτοχρονιάς ο ίδιος ο Λάκης το ΒΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΑΡΝΙ παϊδάκια για να τα ψήσουμε στο τζάκι στο μαγευτικό πέτρινο σπιτάκι, που ήταν κυριολεκτικά ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ, στην ΝΤΑΜΟΥΧΑΡΗ, όπου δροσίζει με τον κόλπο της το όρος των Κενταύρων, και ενοικιάσαμε αυτό το κατώγι από ένα ευτυχισμένο ζευγαράκι υπερήλικων, μπας και μας μπει με το καλό ο ΝΕΟΣ ΧΡΟΝΟΣ, αλλά φευ, πάλι μου μπήκε ανάποδα εξ αιτίας της δεδομένης γενέθλιας γκαντεμιάς μου. ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟΙ ΜΑΝΤΡΑΧΑΛΑΔΕΣ, 30 παρά κάτι, την εποχή της ΠΑΣΟΚικής ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ (“μη με προσβάλλεις πάλι, θα κεράσω εγώ”) τσακωνόμασταν για το ποιος έχει κολλητάρι τον καλύτερο χασάπη να φέρει το γνήσιο το τσιτσί να το φάμε. ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΜΑΣ κουνάγανε το κεφάλι τους του στυλ: “μα, πόσο μ@λ@κες μπορεί να ναι όλοι οι άντρες μας;” ΥΠΟΧΩΡΩ ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΕΥΓΕΝΗΣ και ΚΑΤΑΦΤΑΝΟΥΝ ΠΟΥ ΛΕΣ μετά των συζύγων τους νύχτα ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ, με πολύ ανετίλα μιλάμε ο ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, ο Νίκος (που ετοιμαζόταν ανοίξει τον ΜΥΛΟ στο Μπεχτσινάρι κοντά στο πιο φίνο ακρογιάλι, στην Σαλονίκη) ΚΙ Ο – προ μικρών Μήτσων – ΛΑΖΟΠΟΥΛΟΣ, ο Λάκης. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΦΑΝΤΑΖΕΙ ΠΟΛΥ ΑΣΤΕΙΟΣ, μέσα στην ολοκαίνουργια ΜΕΡΣΕΝΤΕ του ολίγον ντροπαλός, που του εκώλυσε στις λάσπες εντελώς, και δεν ξεκόλλαγε μιλάμε, όσο κι αν σπρώχνουμε μια- ούλοι μαζί έ- οοοπ και ξεμεσιαστήκαμε.
ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΝΑ ΨΗΣΟΥΜΕ να φάμε ΚΑΝΑ ΜΕΖΕ. Θα μας ζαλίσει ξεροσφύρι που το πίνουμε το τσίπουρο. ΘΕΟΝΗΣΤΙΚΟΙ κι από ταξίδι ΗΜΑΣΤΑΝ. Μετά ένας θεός ξέρει – βλέπουμε πώς θα ξεκολλήσουμε την γκλαμουράτη ναυαρχίδα της Γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας απ’ τις λάσπες, ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΜΕ ΜΟΥΣΑΦΙΡΑΙΟΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΗ ΤΟΥ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ και της Άσπας (σου μιλώ και κοκκινίζεις) ΣΤΟ ΜΟΥΡΕΣΙ (έμαθα ότι κάηκε μετά από χρόνια) όπου μας περιμένανε, όταν με το καλό μας μπει το νέο έτος, να τον υποδεχτούμε με τραγούδια και χαρά όλοι μαζί, ενωμένοι. -“ΛΑΚΗ ΠΟΥ ΝΑΙ ΤΑ ΠΑ Ί΄ΔΑΚΙΑ”; – “Πόσα θες να μας τρελάνεις και συ τώρα;! Ο Στεφανίδης είπε ότι παρήγγειλε τα καλύτερα και τα ακύρωσα, θα με βλαστημάει ο χασάπης μου.”, Ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΙΤΑΞΕ ΕΜΕΝΑΝΕ, σφίγγοντας τα χείλη (μη ξεστομίσει καναμπινελίκι μπροστά στην Κατερίνα, μέρα που ναι), ως μοναδικό υπαίτιο της συμφοράς που μας βρήκε. ΕΙΧΑΜΕ ΠΙΕΙ όλο ΤΟ ΒΟΣΠΟΡΟ, το τσίπουρο συν μια νταμιτζάνα κρασί και θα μέναμε νηστικοί.
ΝΑ ΜΗ ΣΤΑ ΠΟΛΥΛΕΩ, ως εκ θαύματος, κιαλάρω ένα ψαρά να βγαίνει απ’ την βάρκα μες το σκοτάδι με μια σακούλα πλαστική στο χέρι, -“ΤΙ ΚΡΑΤΑΤΕ ΚΥΡΙΟΣ;” -“ΚΑΤΙ ΜΕΛΑΝΟΥΡΙΑ έπιασα, δύο – τρία σαργουδάκια, ένα σαφριδάκι, διό προσφυγάκια, ψιλοπράγματα.” – “ΤΑ ΠΟΥΛΑΤΕ μήπως; Δεν έχουμε προμήθειες, τι να φάμε”… – Θ ΑΣΤΕΙΕΥΕΣΘΕ ΑΓΑΠΗΤΕ, έχει φτιάξει φρικασέ υπέροχο η Κυρά μου, δικά σας τα ψάρια, χρόνια πολλά και ευτυχισμένο το 1988! ΝΑ ΜΗ ΣΤΑ ΠΟΛΥΛΕΩ, πλακώνονται άσχημα ο Λάκης με τον Νίκο μεθυσμένοι για το αν απαιτείται τσιγαρόχαρτο για να ψηθούνε καλά οι ιχθύς στην σκάρα, καίνε οι άσχετοι τα ψάρια, κάρβουνο γινήκανε στο τζάκι. ΣΚΑΝΕ ΜΥΤΗ από τον πάνω όροφο Η ΓΡΙΑ ΚΙ Ο ΓΕΡΟΣ ΜΕ ΜΙΑ ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΟΥΜΕ ολτουγκέδερ το: “παπάκι πάει στην ποταμιά” μεθυσμένοι, μούσκεμα με τα ρούχα μέσα στη θάλασσα.
“ΕΕΕ, ΟΟΟΠ! Βάλτε ένα χεράκι ακόμη παλληκάρια μου!” ΜΕΣ ΤΗΝ ΛΑΣΠΟΥΡΙΑ με γόβες και σινιέ ταγεράκια τα κορίτσια, να δίνει το γενικό πρόσταγμα ο Λάκης γκαζώνοντας την Μερσεντέ να ξεκολλήσει … τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη, κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα! Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος, σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα” που λεγε κι ο Σικελιανός στο Πνευματικό εμβατήριο. ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΡΕΙΣ – τέσσερις ώρες βγήκαμε απ την λάσπη μούσκεμα, γιατί έριξε και βροχή.
Ιστορία δεύτερη
«Τα παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα»: Με τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή, στιχουργό, τροβαδούρο, μαζί και στο γύρισμα του αιώνα. Αν τα τραγούδια του είχαν Αγγλικό στίχο θα σάρωναν κάθε νόμπελ. Είθε στα επόμενα 1.000 χρόνια να καταφέρει η Ελλάδα να φιλοξενήσει και κάποιον άλλον σαν τον Σαββόπουλο. Άγγιξες πολύ βαθιά την ψυχή μας, μας έκανες να νοιώσουμε ότι υπερέχουμε, σε σένα οφείλουμε την αίγλη μας. Καλό ταξίδι Νιόνιο μου, σε ευχαριστούμε για όλα.
«Η απόγνωση άνοιξε λαγούμι. Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί.
Στοές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε ποιο στενό κελί.
Ψηλά με πέπλα αίματος, χλιμίντριζε η Σελήνη.
Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη.
Γεννήθηκε σ΄ ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη».
ΠΩΣ Ο ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΜΕ ΓΛΥΤΩΣΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ, διό απίθανες ιστορίες. Παραλίγο να είμαι εγώ ο ισοβίτης του ΑρκΆ. Του οφείλω ευγνωμοσύνη απέραντη. Γι’ αυτό ήμουν πάντα έτοιμος να τον υποστηρίξω, να τον δικαιολογήσω, όσα παράταιρα κι αν κάνει, ότι ανείπωτο κι αν πει.
ΗΡΘΕ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ 1983, μαζί με τον Μήτσο τον Παπαχρήστο, τον συμπατριώτη μου και εκφωνητή του Πολυτεχνείου, για να αιτηθούν να τους βάλουνε, αν έπρεπε, φυλακή αντί για μένα τον νεαρό εκδότη, διότι εκείνοι ήτανε οι πραγματικοί συντάκτες του επίμαχου κειμένου το οποίο δημοσιεύτηκε στο 2ο τεύχος του προδρομικού περιοδικού “Μια ΑΠΟΠΕΙΡΑ στην Χαλκίδα”.
ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ ΗΡΘΕ ΣΤΗΝ ΧΑΛΚΙΔΑ ΚΑΙ ΟΛΟ ΤΟ νομικό ΤΙΜ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, ο Τάκης ο Παππάς, ο Σπύρος ο Φυτράκης, ο Κωνσταντίνος Νταϊλιάνας κ.α.
“ΜΠΟΡΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΥΒΡΙΣΤΙΚΟ ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΒΡΙΖΕΙ ΚΙΟΛΑΣ !” Είπε κουνώντας ένα μπαστούνι που ‘χε, χωρίς να βγάλει το καπέλο του, επευφημούμενος και καταχειροκροτούμενος από χιλιάδες άτομα νεαρής ηλικίας που είχαν έρθει απ’ όλη την Ελλάδα, γιατί ήταν η πρώτη πολιτική δίκη μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
ΜΙΛΗΣΕ περισσότερο από ΜΙΑ ΩΡΑ, επιτηδευμένα εκτός θέματος (δυστυχώς δεν έχω ΒΙΝΤΕΟ), ΓΙΑ ΤΙΣ ΒΡΙΣΙΕΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΑΚΗ του ΚΑΡΑΐΣΚΆΚΗ, τις λαιμητόμους της Γαλλικής επανάστασης, την απολογία του Σωκράτη, τέτοια. Ήμουν πολύ νέος και άπειρος τότε αλλά για μια στιγμή ένοιωσα ότι εκτός απ’ το επιρρεπές κοινό είχε συνεπάρει τόσο πολύ και τους δικαστές που ‘ταν έτοιμοι να πέσουν επιτόπου στα σκληρά ναρκωτικά, μήπως την βρούνε έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα…
ΣΙΓΑ ΤΩΡΑ ΤΙ ΓΡΑΨΑΜΕ; Ότι ο Αθάνατος, δηλαδή ο χουντικός διοικητής της Ασφάλειας Χαλκίδας (που έκανε έρευνα στα σπίτια μας για να βρει τα όπλα που κρύβαμε, αναστατώνοντας τους γονείς μας) “είναι ένα γουρούνι με μεγάλη κοιλιά, ένα σκουλήκι που θα το πατήσω κάτω μέχρι να λιώσει!”
ΝΕΟΣ, ΩΡΑΙΟΣ, με πράσινα μάτια ΗΜΟΥΝΑ, φοιτητής ετών 22, με μακριά μαλλιά, σγουρά, κοράκου χρώμα, τ ανέμιζε ο αγέρας στα ζερβά, ψηνόμουνα σε φοβερό ιδεολογικό πυρετό, δικαζόμουν στο κακουργιοδικείο Χαλκίδας για το ιδιώνυμο αδίκημα της “περιύβρισης Αρχής διά του Τύπου” με το οποίο έστελναν κομμουνιστές και συνοδοιπόρους στα ξερονήσια και δεν υπήρχε ούτε έφεση, ούτε συγχώνευση ποινών, ούτε αναστολή, ούτε τίποτα, ΑΜΑ ΔΕΝ ΜΕ ΓΛΥΤΩΝΕ Ο ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΧΑ ΒΓΕΙ ΑΚΟΜΗ ΑΠ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ.
ΤΟ ΙΔΙΏΝΥΜΟ (το ‘χε περάσει ο Βενιζέλος, όχι ο Βαγγέλης -ο άλλος ο παλιός) είχε την “λογική” πως “άμα βρίσεις ένα τροχονόμο, δεν βρίζεις το όργανο της τάξης, αλλά το κράτος, δηλαδή το έθνος των Ελλήνων, τουτέστιν τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη, άρα και τον Γεώργιο Καραΐσκάκη.
ΓΙ ΑΥΤΌ ΤΟΝ ΕΠΙΚΑΛΈΣΤΗΚΕ Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ που ‘χε γράψει την ωδή στον Τσε αλλά για να περάσει από την λογοκρισία είπε ότι την έγραψα για τον Καραΐσκάκη, βρήκε ένα τρόπο και τα ταίριαξε με το κώνειο που δώσανε οι δικοί μας στον Σωκράτη και τον Ροβεσπιέρο με τις λαιμητόμους, γιατί καμία σημασία δεν έχει, φίλε μου, αν κάποιος βρίζει την ώρα που γίνεται η οποιαδήποτε επανάσταση και πέφτουνε κεφάλια (κάπως έτσι).
ΜΕΤΑ ΕΒΡΙΣΕ ΚΑΙ Ο ΝΙΚΟΣ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΟΝ ΔΙΟΙΚΗΤΉ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ: “Γουρούνι, σκουλήκι, θα σε πατήσω κάτω ρε”! “Με βρίζει κύριε πρόεδρε!” Διαμαρτυρήθηκε -έχει πεθάνει και- ο Αθάνατος. “Εσένα βρίζω ρε χουντικέ ή την αστυνομία”; Ρωτάει ο Κωνσταντόπουλος. Κι ο ηλίθιος λέει: “Εμένα βρίζει κ. Πρόεδρε”…
Κι έτσι αθωώθηκα κι ΕΠΕΣΕ ΟΡΙΣΤΙΚΑ Η ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ “ΠΕΡΙΥΒΡΙΣΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ,” για να την καταργήσει αργότερα ο μέγιστος Ευάγγελος Γιαννόπουλος, όταν έγινε υπουργός Δικαιοσύνης.
ΥΓ: «Είμαι 16αρης σας γαμώ τα Λύκεια».
ΣΑΝ ΠΑΓΩΝΙ ΚΑΜΑΡΩΝΕ που είχε βρει αυτό το συλλεκτικό τζου μποξ, το Βούλιτζερ από το Σικάγο, αλλά … εγώ ΕΙΧΑ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ… ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΤΟΥ! Το προγενέστερο. Το σπανιότερο των σπανιοτέρων, το πρώτο που εκυκλοφόρησε. – “ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ! Είσαι ψεύτης, αναιδής, και απαράδεκτος”!
ΑΝΑΨΟΚΟΚΚΊΝΙΣΕ, φοβήθηκα μη του ‘ρθε ταμπλάς, πρέπει ν ανέβασε πίεση όταν του αποκάλυπτα ότι ΕΓΏ ΤΟΝ ΈΧΩ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΎ. Εκεί στο Ντόλτσε, όπου συναντιόμασταν τα μεσημέρια του Σαββάτου (Φίλιον το μετονόμασαν μετά, στα νοητά σύνορα των Εξαρχείων με το Κολωνάκι).
ΣΤΡΙΓΓΛΙΣΕ, ντροπή μας κοιτάζει ο κόσμος, κι ο Κώστας ο Λαλιώτης απ’ το διπλανό τραπέζι και μόλις είχε γράψει τους “Κωλοέλληνες”(τσιφτετέλληνες). Εμένανε, που χα φάει τόσες μακαρονάδες στο ΚΥΤΑΡΟ, μ άρεσανε αλλά του χε γυρίσει το σύμπαν ολόκληρο την πλάτη, επιδεικτικά.
ΟΙ ΣΥΛΛΕΚΤΕΣ παλαιών τζου μποξ είναι (ήμεθα) εντελώς ψυχάκια, πολύ πιο άρρωστοι, μιλάμε, από εκείνους που μαζεύουν γραμματόσημα ή πεταλούδες.
ΕΧΟΥΝΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΚΡΟΥΣΗΣ, ΚΟΜΑΝΤΟ, Μουτζαχεντίν στο διαδίκτυο, πέφτει σύρμα ότι σ ένα καφενείο αποκομμένου χωριού κάπου στην Τσεχία υπάρχει το τάδε μοντέλο, και πετάνε εκεί από Αμέρικα, από Αυστραλία, περπατάνε τοίχο – τοίχο μες την νύχτα κι άμα σε ψυλλιαστούν ότι έχεις πάει να τους το πάρεις ΣΕ ΜΑΧΑΙΡΏΝΟΥΝΕ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΑΤΑ.
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΚΑΝΕ ΚΙ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΝΑ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕΙ, μετά απ’ αυτό, όταν διεπίστωσε ιδίοις όμασι πως πράγματι “έχω τον παππού” σπίτι μου… ΤΗΝ ΜΕΘΕΠΟΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ που γύρισε από την αυτοεξορία του στην Αμερική, μου τηλεφώνησε, να πάω στην πρόβα που έκανε και μετά να φάμε μαζί γιατί… “με πεθύμησε.”
ΕΠΙΑΣΑ ΤΟΙΧΟ για την ΠΛΑΤΗ μου στο γνωστό εστιατόριο. Κοίταζα το πως χρησιμοποιούσε ο Διονύσης τα μαχαιροπίρουνα αλλά δεν διέκρινα κάτι ύποπτο. ΟΠΛΟ ΑΠΟΚΛΕΊΕΤΑΙ ΝΑ ΚΡΑΤΟΥΣΕ πάνω του για να με απειλήσει, πόσο μάλλον να με πυροβολήσει μες τον καλό τον κόσμο ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ.
ΟΠΟΤΕ μπορούσα να βροντοφωνάξω ένα υπερήφανο ΟΧΙ, σαν εκείνο της Σοφίας της Βέμπο στην Κορυτσά και στο Τεπελένι, απορρίπτοντας την πρόταση του να του πουλήσω ότι πολυτιμότερο είχα. ΖΟΥΣΑΜΕ ΜΕΣ τα ίδια πάθη και γι’ αυτό – νομίζω.
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτα στο 1voice.gr, στις 4 Δεκεμβρίου 2024 και μεταφέρεται αυτολεξεί:
Ο ΝΙΟΝΙΟΣ ΜΑΣ.
ΕΓΙΝΕ ΕΤΣΙ, εντελώς απότομα, 80 ΜΑΪΩΝ και ανήγγειλε τη συμμετοχή του σε ροκ συναυλίες.
ΕΙΝΑΙ Ο ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟΣ εν ζωή Έλληνας ΠΟΙΗΤΗΣ και ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ, όχι απλά τραγουδοποιός, στο γύρισμα των δύο τελευταίων αιώνων.
ΑΝ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ απ’ τα τραγούδια του ήταν ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ, θα στεφόταν σίγουρα με το Νόμπελ Λογοτεχνίας όπως ο ισοϋψής του, ο Μπομπ Ντίλαν.
ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΑ ΓΡΑΦΩ αυτά από αιώνια ευγνωμοσύνη ΕΠΕΙΔΗ ΜΕ ΓΛΙΤΩΣΕ ΑΠΟ ΤΗ ΣΙΓΟΥΡΗ ΦΥΛΑΚΑ, που ‘ρθε μάρτυρας υπεράσπισής μου όταν ήμουνα 20 χρονών, νεαρός εκδότης του περιοδικού «ΑΠΟΠΕΙΡΑ» και δικαζόμουνα, με το ιδιώνυμο για «περιύβριση αρχής διά του Τύπου», στη Χαλκίδα.
ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟΝΕ ΒΡΙΖΕΙΣ όσο θέλεις ελεύθερα, για τις όποιες επιλογές του που δεν σ’ αρέσουν, αρκεί να μου απαγγείλεις δύο δικά σου στιχάκια που θα με συγκινήσουν. Αλλιώς μόκο, σέβας και κατσεσταυγάσ’ μ@λ@κοκ@υλη.
«ΣΚΙΕΣ ΠΟΥ ΧΩΘΗΚΑΝ με λάμψεις μαχαιριού σε πιο στενό κελί, συλλάβετε πέπλα αίματος, χλιμίντριζε η Σελήνη, δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη. Γεννήθηκε σ’ ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη».
«ΕΛΑ ΧΩΡΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΡΕΣ, με το φτερό σου να πετάει, όχι στων μανιφέστων τις κλεισούρες, αλλά σε κείνο εκεί το μπαρ που ξενυχτάει».
«ΒΛΕΠΩ ΑΠΛΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ με πληγωμένο εγωισμό, όμως είμαι ο τελευταίος, γιατί δεν έχω ούτε κι αυτό. Μάνα μου, όλα περνούνε και όλα γίνονται ξανά, όμως τούτη η θητεία δεν σταματάει πουθενά. Ν’ απολυθώ να φύγω, τι θ’ αντικρίσω, τι θα βγει, τούτο το καψώνι μοιάζει να ειν’ ολόκληρη η ζωή».
«ΟΙ ΜΕΙΟΨΗΦΙΕΣ ΤΑΓΜΑΤΑ ΞΥΠΟΛΗΤΑ, σκαρφαλώνουν μέσα σε σκοτάδια απόλυτα. Κόμμα και ρετσίνα κι άσματα επινίκια. Είμαι δεκαεξάρης, σας γαμώ τα Λύκεια»!
ΚΑΤΗΓΓΕΙΛΕ τον ΠΑ-ΤΕΡΑ(Σ) ότι επί χρόνια την κακοποιούσε, εξαναγκάζοντάς την να ασελγεί και να συνουσιάζεται, παρουσία του, με τα ανήλικα παιδιά της και στη συνέχεια να συμμετέχει και κείνος. Ο πα-τέρας φύλακας της Bουλής των Ελλήνων…
ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΝΙΑΟΥ-ΝΙΑΟΥ στα κεραμίδια; Τα ανήλικα κατήγγειλαν και την μπατσίνα μητέρα. «ΧΛΙΜΙΝΤΡΙΖΕ Η ΣΕΛΗΝΗ». Και δω ταιριάζει πολύ.
ΠΟΣΩΣ ΜΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ που ο πα-τέρας ήτανε ένθερμος νεοδημοκράτης. Ευτυχώς που δεν ήτανε ΣΥΡΙΖΑίος.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΙΚΟ-ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ στη Γαλλία, θέλω να δω αν και πώς ο Μελανσόν θα διαφοροποιηθεί για να μην τονε καταπιεί η Λεπέν, που δήλωσε ότι θα ψηφίσει και τη δική του πρόταση μομφής.
ΞΕΚΙΝΗΣΕ Η ΚΑΤΑΒΟΛΗ αποζημιώσεων προς τους κτηνοτρόφους για τα ζώα που θανατώθηκαν λόγω ΠΑΝΩΛΗΣ και ΕΥΛΟΓΙΑΣ.
Η ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΕΡΗ ΚΟΜΠΙΝΑ: Δηλώνεις κτηνοτρόφος ενώ έχεις μόλις τρία γίδια (τον γιό, την κόρη και τη γυναίκα), παίρνεις ΕΣΠΑ επιδότηση για ν’ αγοράσεις άλλα χίλια γίδια, λαδώνεις τον ελεγκτή και αντ’ αυτών αγοράζεις Μερσεντέ γκάμπριο τούρμπο και μια Ρωσίδα που κάνει μπουλκουμέ καλύτερο απ’ τη γίδα, ξαναλαδώνεις τον Χρηστάκη τον ελεγκτή και «θανατώνεις» τα χίλια τα ανύπαρκτα που κολλήσανε τάχαμου πανώλη, ευλογιά, μη σου πω και ανεμοβλογιά.
Η ΜΙΣΗ ΕΛΛΑΔΑ έτσι επιβιώνει. Τι να λέμε τώρα;

