«Στη Σύνοδο της Ιεραρχίας εμείς, οι πνευματικοί πατέρες, κάναμε την αυτοκριτική μας και θελήσαμε να αναμετρηθούμε με τις ευθύνες μας (…). Οι έμποροι της κατεδάφισης της σχέσης του λαού με την ποιμένουσα Εκκλησία που εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο πραγματικά ή κατασκευασμένα σκάνδαλα και προσπάθησαν να διαρρήξουν την εμπιστοσύνη στην Εκκλησία (…). Παραδοθήκαμε στην ευμάρεια, στον πλουτισμό και στην καλοπέραση, επιδοθήκαμε στο εύκολο κέρδος και στην εξαπάτηση.».
Απόσπασμα από το κείμενο της Ιεράς Συνόδου «Προς τον λαό», η Εκκλησία υψώνει το λάβαρο της αντίστασης, έστω κι αν η αντίσταση σημαίνει διωγμό ή μαρτύριο.
Αναρωτιέται κανείς, διαβάζοντας τη διακήρυξη, πώς στα αλήθεια έχει καταντήσει το ράσο. Έτσι ώστε, η προέκταση της ποιμαντορικής ράβδου να είναι μόνο η φιλοδοξία.
Καμιά φορά σκέπτομαι την έννοια της φιλοδοξίας.
Σε αντιπαράθεση με την έννοια του Μεταφυσικού, της θρησκείας εν προκειμένω, εκείνο το: «Ο ταπεινωθείσας εαυτόν υψωθίσεται».
Πώς γίνεται να διακατέχεται κανείς και από τα δύο; Από τη μία κάθε φιλόδοξος του πνεύματος ή της δράσης αισθάνεται πάμπολλες φορές την αχρηστία και τη ματαιότητα των προσπαθειών του, απαράλλαχτα όπως κάθε πιστός αμφιβάλλει και αυτός πάμπολλες φορές για την ύπαρξη του Θεού του.
Από την άλλη, κάθε νοήμονας άνθρωπος αναζητεί τη βαθύτερη έννοια της ύπαρξης του. Την ειδική διάσταση του όντος. Αγνοώντας τα υπαρκτά υλικά δεδομένα προτρέχει στο άυλο, στο μεταφυσικό. Αυτός ο τελευταίος θα νιώσει κάποτε – με βεβαιότητα – το ρίγος του μυστηρίου. Όμως, τι φέρνει αυτό το ρίγος; Τα τρία μεγάλα θέματα της ζωής. Ο ουρανός ως η απειρότητα του κόσμου, ο πόνος και ο θάνατος ως η απειρότητα του ανθρώπου.
Κι εδώ σκέπτομαι πως δεν φτάνει δηλαδή να σταυροκοπιέσαι ολημερίς, να πηγαίνεις στην εκκλησία ή να προσφέρεις από το περίσσευμά σου, για να ανάψεις μια λαμπάδα, δεν φτάνει να έχεις το λεγόμενο φόβο Θεού, για να είσαι αληθινά θρήσκος άνθρωπος. Όλα αυτά έχουν αληθινά νόημα θρησκευτικό με τη βασική προϋπόθεση ότι εσύ, σαν άνθρωπος θρησκευτικός, αισθάνεσαι, σκέπτεσαι, υπάρχεις μέσα σ΄ αυτό που λέγεται τρίτη διάσταση στο βίωμα και το πάθος, δέος μυστηρίου, δηλαδή και προσδοκία θαύματος.
Πολλές φορές βρίσκει κανείς αυτό το βίωμα και σε εκείνους που το αρνούνται. Υπάρχουν ποιητές και ζωγράφοι, που, αν τους λέγανε ότι το έργο τους έχει ένα βάθος θρησκευτικό, θα διαμαρτύρονταν κι ίσως σκεπτόντουσαν: «Μα τέτοιο πράγμα δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου». Κι όμως η εντύπωση αυτού που έκανε την παρατήρηση είναι σωστή. Θαρρεί, λοιπόν, κανείς ότι όταν ένα έργο καλλιτεχνικό ή φιλοσοφικό αγγίζει κάποια βαθιά στρώματα, κάποιες σκοτεινές ρίζες της προσωπικότητας, αποκτά μιάν άλλη διάσταση. Παίρνει χρώμα «θρησκευτικό».
Για να ξανάρθω, όμως, στην άλλη έννοια, την έννοια της φιλοδοξίας, νομίζω πως ο Θεοτοκάς την είχε πολύ σωστά τοποθετήσει, γράφοντας: «Υπάρχει μες τη φιλοδοξία πολύς έρωτας». Η δημιουργία, λέμε είναι μια προσφορά. Με το έργο σου χαρίζεις στους άλλους, στην ανώνυμη μάζα και σε εκείνους που δεν γεννήθηκαν ακόμα, ότι πολύτιμο έχεις (ή νομίζεις πως έχεις) μες την ψυχή σου. Σε σπρώχνει η ανάγκη να δώσεις και να δοθείς, να αγαπηθείς όσο το δυνατό πιο βαθιά. Μα και το αντίστροφο θεώρημα βγαίνει αληθινό: υπάρχει πολύ φιλοδοξία μες στον έρωτα. Γυρεύεις να αποκτήσεις την πιο όμορφη γυναίκα προπαντός για να ικανοποιήσεις τον εαυτό σου, μα και για να δείξεις στο σύμπαν ότι είσαι ανώτερος από τους άλλους ή τουλάχιστον για να πείσεις τον εαυτόν σου πως είσαι ανώτερος τους. Η φιλοδοξία: ένας αγώνας λυσσασμένος και υπόκωφος εναντίον του θανάτου και της μοιραίας λήθης των πάντων.
Ξαναγυρίζοντας, λοιπόν, στη Διακήρυξη των Ιεραρχών σκέφτεται κανείς σε ποιο χωροχρόνο κινούνται οι θρησκευτικοί Ταγοί του Σήμερα.
Σε εκείνον του Υπερβατικού, του «ο ταπεινωθείσας εαυτόν υψωθίσεται» ή στον αστερισμό του ωφελισμού και της επίγειας πλουτολαγνείας…

