Η εξωσωματική γονιμοποίηση (ΕΓ) αποτελεί στις μέρες μας τη δημοφιλέστερη θεραπεία γονιμότητας. Αυτό δεν είναι τυχαίο, από τη στιγμή που η ΕΓ μπορεί να είναι αποτελεσματική ανεξάρτητα από την αιτία ή αιτίες της υπογονιμότητας (αδύναμο σπέρμα, φραγμένες σάλπιγγες, έλλειψη ωορρηξίας ή συνδυασμό τους). Τα δε ποσοστά επιτυχίας είναι πολύ ικανοποιητικά (ζωντανές γεννήσεις της τάξης του 30% ανά προσπάθεια), αλλά και άμεσα (μπορεί να επιτευχθεί εγκυμοσύνη μετά από μια μόνο προσπάθεια που διαρκεί 4-6 εβδομάδες).
Από την άλλη μεριά, είναι αποδεκτό ότι η ΕΓ δε θα δώσει την πολυπόθητη εγκυμοσύνη σε όλα τα ζευγάρια με πρόβλημα γονιμότητας. Υπολογίζεται διεθνώς ότι έως και 50% των ζευγαριών δε θα καταφέρουν να αποκτήσουν παιδί ακόμα και μετά από 3 επανειλλημένες προσπάθειες (κύκλους). Επιπλέον, η επιτυχία της τεχνικής περιορίζεται σημαντικά από την ηλικία της γυναίκας, με σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά επιτυχίας στις γυναίκες άνω των 37-38 ετών. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι, για την επιτυχή ολοκλήρωση της τεχνικής, απαιτείται παραγωγή πολλών ωαρίων με χρήση φαρμάκων, ενώ ο αριθμός των διαθέσιμων ωαρίων ελαττώνεται με την πάροδο της ηλικίας της γυναίκας.
Είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζει κανείς ότι η ΕΓ δε διορθώνει το προϋπάρχον πρόβλημα, απλώς το παρακάμπτει με τη βοήθεια της υψηλής τεχνολογίας και του εργαστηρίου. Αυτό σημαίνει ότι ο αρχικός λόγος που δυσκόλευε το ζευγάρι να πετύχει εγκυμοσύνη παραμένει και μετά την εκτέλεση ΕΓ – είτε αυτή είναι πετυχημένη είτε όχι. Συνεπώς, αν ένα ζευγάρι αποκτήσει παιδί με ΕΓ, θα χρειαστεί κατά πάσα πιθανότητα να ξανακάνει ΕΓ αν θέλει κι άλλο παιδί.
Με βάση τα παραπάνω, είναι πια ξεκάθαρο ότι η ΕΓ, αν και είναι μια αξιόλογη θεραπεία γονιμότητας, δε δίνει οριστική λύση σε όλα τα ζευγάρια με πρόβλημα γονιμότητας. Με αυτό το σκεπτικό, έχει νόημα η συστηματική προσέγγιση του προβλήματος με αρχικό στόχο τον εντοπισμό της αιτίας ή των αιτιών που προκαλούν την υπογονιμότητα.
Στην περίπτωση που αναγνωριστεί κάποιο πρόβλημα στο σπέρμα, την ωορρηξία, τη μήτρα ή τις σάλπιγγες, τότε είναι σημαντικό αυτό να διερευνηθεί πλήρως ώστε να εκτιμηθεί αν υπάρχει τρόπος άμεσης και μόνιμης διόρθωσής του. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που υπάρχει δυνατότητα μιας τέτοιας θεραπείας, που οδηγεί στην αποκατάσταση του προβλήματος και σε αυξημένη πιθανότητα εγκυμοσύνης.
Σε κάποιους άνδρες με αδύναμο σπέρμα υπάρχει η δυνατότητα μόνιμης και μακροχρόνιας βελτίωσης του σπέρματος με μικρή χειρουργική επέμβαση. Οι περισσότερες γυναίκες με πρόβλημα ωορρηξίας έχουν κάποια ορμονική πάθηση. Θεραπεύοντας την ορμονική πάθηση με αλλαγές στον τρόπο ζωής, το σωματικό βάρος ή φάρμακα, μπορεί να αποκατασταθεί η ωορρηξία και να επιτευχθεί εγκυμοσύνη. Τέλος, αρκετές γυναίκες με προβλήματα κατασκευής της μήτρας ή αποφραγμένες σάλπιγγες μπορούν να θεραπευτούν με μικρή χειρουργική επέμβαση και να πετύχουν εγκυμοσύνη με φυσικό τρόπο.
Βέβαια, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η παραπάνω συστηματική προσέγγιση απαιτεί χρόνο για να ολοκληρωθεί. Επίσης, στην περίπτωση που γίνει κάποια θεραπεία – με φάρμακα ή χειρουργείο – θα πρέπει έπειτα το ζευγάρι να προσπαθήσει για εγκυμοσύνη για αρκετούς μήνες, χωρίς να έχει εγγύηση ότι τελικά θα την πετύχει. Από την άλλη μεριά, ούτε η ΕΓ – αν και πιο «γρήγορη» μέθοδος – μπορεί να εγγυηθεί το ευτυχές αποτέλεσμα. Επίσης, ενώ γενικά θεωρείται μια ασφαλής τεχνική, παραμένει μια ιατρική πράξη που περιλαμβάνει μικρή αναισθησία και δε στερείται επιπλοκών.
Η αναζήτηση και εφαρμογή αιτιολογικών θεραπειών έχει ουσιαστικά πλεονεκτήματα:
• Επιτρέπει στα ζευγάρια να κάνουν παιδί με φυσικό τρόπο.
• Ενισχύει μακροπρόθεσμα τη γονιμότητα, ώστε να επιτρέπει την απόκτηση κι άλλων παιδιών στο απώτερο μέλλον.
• Αποφεύγει τις πιθανές επιπλοκές της ΕΓ (πολλαπλές εγκυμοσύνες, υπερδιέγερση ωοθηκών, ανησυχίες για πιθανούς μελλοντικούς καρκίνους λόγω εντατικής χρήσης ορμονών).
• Δίνει ρεαλιστικές πιθανότητες επιτυχίας σε ζευγάρια πιο προχωρημένης ηλικίας, όπου η ΕΓ δεν είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική.
• Δίνει εναλλακτική λύση σε ζευγάρια που έχουν δοκιμάσει την ΕΓ χωρίς επιτυχία.
• Σε ορισμένες περιπτώσεις, βελτιώνει την πιθανότητα επιτυχίας της ΕΓ, αν αυτή απαιτηθεί στο μέλλον.
Αν και η εξωσωματική γονιμοποίηση αποτελεί μια καθιερωμένη, επιτυχημένη και καταξιωμένη θεραπεία γονιμότητας, δε θα πρέπει να θεωρείται «μονόδρομος» για όλα τα ζευγάρια που έχουν δυσκολία να κάνουν παιδί. Αν και πολλά ζευγάρια θα αποκτήσουν παιδί με ΕΓ, θα υπάρξουν άλλα τόσα που δε θα τα καταφέρουν. Επίσης, παρόλη την ασφάλειά της, δεν παύει να είναι μια επεμβατική μέθοδος, την οποία δεν αποδέχονται όλα τα ζευγάρια. Η αναζήτηση αποτελεσματικών, εναλλακτικών θεραπειών που διευκολύνουν την εγκυμοσύνη με φυσικό τρόπο πρέπει να αποτελεί βασικό κομμάτι της προσέγγισης του προβλήματος της υπογονιμότητας.
Σε τελική ανάλυση, τα περισσότερα ζευγάρια καλωσορίζουν την ιδέα της απόκτησης παιδιού με φυσικό τρόπο, αν αυτό έχει ρεαλιστικές πιθανότητες. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι οι δύο «δρόμοι» (ΕΓ ή αιτιολογική θεραπεία) δεν είναι ανταγωνιστικοί αλλά αλληλοσυμπληρούμενοι, μιας και μπορούν να εξασφαλίσουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες για απόκτηση παιδιού στο κοντινότερο ή απώτερο μέλλον.

Το κείμενο επιμελήθηκε ο Δρ. ΘΑΝΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ MD(London) MRCOG FHEA
Μαιευτήρας Χειρ. Γυναικολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Λονδίνου, www.gynaikologos.net

