Το θέμα της συναίνεσης του ασθενούς πριν από μια χειρουργική επέμβαση συνεχίζει και αποτελεί ένα σχετικά παραγκωνισμένο κομμάτι της καθημερινής ιατρικής πρακτικής στην Ελλάδα. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η διαδικασία της αναζήτησης συναίνεσης από τον ασθενή θεωρείται ως η πλέον σημαντική προ-εγχειρητική πράξη. Είναι δε από τα πρώτα καθήκοντα που μαθαίνει ο εκπαιδευόμενος ιατρός, το να αναζητά την συναίνεση του ασθενούς ακολουθώντας συγκεκριμένο, σχεδόν τελετουργικό, τυπικό. Η διαδικασία της συγκατάθεσης ξεκινά με αναλυτική ενημέρωση σχετικά με τη φύση της χειρουργικής επέμβασης, το σκοπό που αυτή εξυπηρετεί, τα συνεπακόλουθα και τους πιθανούς κινδύνους.

Τα παραπάνω καταγράφονται σε ειδικό έγγραφο (το έγγραφο συναίνεσης), το οποίο συνυπογράφουν ο ασθενής και ο ιατρός, ο καθένας εκ των οποίων λαμβάνει το δικό του αντίγραφο. Στην ελληνική ιατρική πρακτική, η διαδικασία της συναίνεσης συνήθως περιορίζεται στην υπογραφή μιας τυποποιημένης φόρμας που δίνει το νοσοκομείο στον ασθενή την ημέρα της εισαγωγής του, ζητώντας τη συγκατάθεσή του σχετικά με οτιδήποτε συμβεί κατά τη διάρκεια της επέμβασης ή τη γενικότερη παραμονή του στο νοσοκομείο. Πολλές φορές συνοδεύεται από σύντομη επεξήγηση εκ μέρους του νοσηλευτικού προσωπικού ότι αν ο ασθενής δεν υπογράψει, δε μπορεί να δρομολογηθεί το χειρουργείο του.

Η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί βασικό και αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε ασθενούς. Παρέχει το δικαίωμα στον καθένα να αποφασίζει ουσιαστικά για την πορεία της προσωπικής του υγείας, ο δε ρόλος του ιατρού είναι να παρέχει την καλύτερη και αληθέστερη ενημέρωση πριν από μια ιατρική επέμβαση, εξατομικεύοντας τα δεδομένα ανάλογα με το συγκεκριμένο ασθενή. Συνεπώς, άλλη συμβουλή και ενημέρωση θα δώσει ο ιατρός σε ένα, κατά τα άλλα υγιή, νέο που πρόκειται να υποβληθεί σε επέμβαση, κι άλλη σε έναν ασθενή μεγαλύτερης ηλικίας με συνοδά προβλήματα υγείας που υποβάλλεται ακριβώς στην ίδια χειρουργική επέμβαση. Προκειμένου η συναίνεση να είναι όντως ελεύθερη, η ιατρική συμβουλή οφείλει να είναι εξατομικευμένη.
Η συγκατάθεση αφορά μια ιατρική πράξη και μόνο. Συνεπώς, αν ο ασθενής χρειαστεί να υποβληθεί σε νέα επέμβαση, τότε είναι απαραίτητο να αναζητηθεί νέα συγκατάθεση βασισμένη στα νεότερα δεδομένα της υγείας του ασθενή. Βέβαια, ο ιατρός που ζητάει συγκατάθεση σχετικά με μια χειρουργική επέμβαση μπορεί να συμπεριλάβει στην ενημέρωσή του και επιπλέον ιατρικές πράξεις που μπορεί να απαιτηθούν κατά τη διάρκεια της ίδιας επέμβασης. Αυτό είναι λογικό αφού ο ασθενής θα είναι υπό αναισθησία και δε θα μπορεί να δώσει συγκατάθεση στη δεδομένη στιγμή. Από την άλλη, η ύπαρξη μιας τυποποιημένης φόρμας που καλύπτει όλες τις επεμβάσεις και κάθε ενδεχόμενο απλά δεν είναι σωστή ούτε επαρκής, μιας και χωρίς την εξατομικευμένη συμβουλή ο ασθενής δε μπορεί να δώσει πραγματική συναίνεση.

Το περιεχόμενο της συζήτησης γύρω από την προτεινόμενη επέμβαση πρέπει να είναι συγκεκριμένο. Η ελληνική νομοθεσία ξεκαθαρίζει ότι λεπτομέρειες, όπως η φύση, ο σκοπός, τα συνεπακόλουθα και οι πιθανοί κίνδυνοι της προτεινόμενης επέμβασης, πρέπει να αναφερθούν από τον ιατρό, πριν ο ασθενής συναινέσει. Είναι κατανοητό ότι μια τυποποιημένη γραπτή φόρμα δεν υποκαθιστά τέτοιου τύπου αναλυτική ενημέρωση.

Αν και η ελληνική νομοθεσία δεν υποχρεώνει τη γραπτή συγκατάθεση, υπάρχουν πολλοί λόγοι που αυτή είναι επιθυμητή. Η γραπτή συναίνεση «επισημοποιεί» το προφορικό «συμβόλαιο» μεταξύ ασθενούς και ιατρού. Ο ασθενής αισθάνεται πιο κατοχυρωμένος σχετικά με το τί πρόκειται να συμβεί και διαβεβαιώνεται ότι ο ιατρός θα περιοριστεί σε αυτά που έχουν συμφωνήσει και θα αποφύγει τις υπερβάσεις.

Επίσης, μπορεί να επεξεργαστεί το δικό του αντίγραφο στην ηρεμία του σπιτιού του, αν η συγκατάθεση έχει υπογραφεί πριν τη μέρα του προγραμματισμένου χειρουργείου. Και ο ιατρός αισθάνεται πιο κατοχυρωμένος, αφού έχει εξηγήσει αναλυτικά τόσο τα οφέλη όσο και τους πιθανούς κινδύνους. Στην ατυχή περίπτωση που συμβεί κάποια επιπλοκή, είναι απίθανο ότι θα κατηγορηθεί για ελλιπή ενημέρωση, ιδιαίτερα αν το όνομα της επιπλοκής έχει καταγραφεί στη φόρμα συγκατάθεσης. Είναι γνωστό ότι μπορεί μια υπόθεση πιθανής ιατρικής αμέλειας να φτάσει στα δικαστήρια με καθυστέρηση αρκετών ετών, όπου οι μνήμες των μαρτύρων είναι ασαφείς και τα γραπτά ντοκουμέντα αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα.

Ποιος και πότε πρέπει να αναζητά τη συναίνεση για μια χειρουργική επέμβαση; Αν και δεν υπάρχει νομοθετική κατεύθυνση σε αυτό το θέμα, είναι λογικό ότι ο ιατρός που θα εκτελέσει την προτεινόμενη επέμβαση είναι ο πλέον αρμόδιος να συζητήσει τις λεπτομέρειες γύρω από την επέμβαση. Αυτό μπορεί να μην είναι πρακτικό στο περιβάλλον ενός πολυάσχολου δημόσιου νοσοκομείου που λειτουργεί με σύστημα βαρδιών.

Εναλλακτικά, καλό είναι κάποιος ιατρός με αντίστοιχη εμπειρία στην εκτέλεση της συγκεκριμένης επέμβασης να αναζητήσει τη συγκατάθεση. Αν και η συναίνεση μπορεί να αναζητηθεί σε οποιαδήποτε φάση πριν από την επέμβαση – εξάλλου ο ασθενής μπορεί να την ανακαλέσει ανά πάσα στιγμή – είναι ενδεχομένως καλύτερο να μην αφήνεται για το πρωί της επέμβασης, αν πρόκειται για προγραμματισμένο χειρουργείο.

Το άγχος και ο αναμενόμενος φόβος ακριβώς πριν από το επικείμενο χειρουργείο δε διευκολύνουν τον ασθενή να αφομοιώσει τις πληροφορίες και να αποφασίσει με ηρεμία μυαλού και χρόνου.

Το κείμενο υπογράφει ο Δρ. ΘΑΝΟΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ MD(London) MRCOG FHEA
Μαιευτήρας Χειρ. Γυναικολόγος
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Λονδίνου

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης