Της Κορίνας Ντούβλη

Η φτώχεια είναι αδιαμφισβήτητη γύρω μας, σωστά; Ίσως όμως να μην είναι τόσο γύρω μας πλέον, αλλά όλο και να μας πλησιάζει, απειλώντας την αυτάρκειά μας, την αυτονομία και την ελευθερία μας. Γιατί η φτώχεια δεν αφήνει πολλά περιθώρια γενναιοδωρίας. Η φτώχεια, όπως και οι άνθρωποι, είναι βιαστική.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι φτωχοί άνθρωποι του δρόμου έχουν το «προνόμιο» της περισυλλογής και της αναθεώρησης, χωρίς όμως την αντίστοιχη ευκαιρία να πράξουν ό,τι αναθεώρησαν. Συνήθως εξασκούνται στο πόσο ταπεινά πρέπει να σκύβουν το κεφάλι στη ζωή ή να αγωνιούν για το τι πρέπει να κάνουν ώστε και το δικό τους βήμα να αποκτήσει μια βιασύνη, μια υποχρέωση, την ευκαιρία που θα πρέπει να βιαστούν να προλάβουν:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σε άλλους, πάλι, η φτώχεια λειτουργεί κατασταλτικά και χωρίς καμία επιείκεια. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που την ανέχονται καθημερινά έξω από το μετρό της Ακρόπολης και που ξέρουν πως και οι ίδιοι αν περνούσαν μπροστά από τους εαυτούς τους δεν θα πλησίαζαν κατά εκεί:

Γιατί η φτώχεια, εκτός από βία, πλέον είναι και το πιο άτυπο μα νόμιμο επάγγελμα.

Νόμιμο γιατί, αν δεν υπήρχαν άστεγοι, η πολιτεία θα απαγόρευε και τη φτώχεια και την ασιτία. Τώρα όμως, καθώς, όπως φαίνεται, φέρει μερίδιο ευθύνης, καλύπτει τη δική της κρατική και πολιτική αφέλεια.

Υπάρχουν και φτωχοί-διαβαστεροί που δεν βιάζονται αλλά σε κοιτούν και σου γελούν… Πώς ένας ξυπόλυτος άνθρωπος που κάθεται στο πεζοδρόμιο και διαβάζει μπορεί να σε κοιτάξει και να σου χαμογελάσει; Ποια σκέψη (ελπιδοφόρα) τον κάνει να γελά;

Κι έπειτα και εκείνοι που δεν ξέρεις τι ακριβώς θέλουν. Που ούτε εκείνοι ίσως να ξέρουν, γιατί ξέρουν ότι δεν μπορούν να σ’ τα ζητήσουν όλα όσα είναι απαραίτητα για να μη χρειάζεται να ζητιανεύουν δραχμο-ελπίδες.

Έπειτα, πολύ αισιόδοξη η νέα φτωχική γενιά (η παρεξηγημένη), που πάνω από το κεφάλι τους έχουν ένα μουσικό όργανο του δρόμου και σου αποσπούν τη προσοχή με μελωδίες και μπορεί να φοβηθείς και να προσπεράσεις, αλλά δύσκολα χάνουν το κουράγιο και την επιμονή τους:

Ποια είναι η βοήθεια που χρειάζεσαι από εμένα; Από εμάς που δεν εκλιπαρούμε; Πώς να σε σώσω, πώς να σε σώσουμε; Πόσα λεφτά χρειάζεσαι για να κάνεις μια νέα αρχή; Πόσα χρειάζομαι εγώ; Πώς μπορώ να σε βγάλω από τον δρόμο; Πόσα κοινά ενδεχομένως έχουμε; Θα σε βοηθούσε να καθόμουν να ζητιανέψουμε μαζί; Τι από όλα έχεις ανάγκη; Γιατί και όλοι εμείς που πρακτικά σε περιφρονούμε τα έχουμε όλα ανάγκη.

Τα πράγματά σου είναι στριμωγμένα και κοιμάσαι με πάπλωμα στη μέση του δρόμου με 30 βαθμούς. Έχεις κατοχυρώσει ένα τετραγωνικό μέτρο στο πιο ακριβό μέρος της Αθήνας και το έχεις χτίσει μια μικρή αόρατη αποθήκη πίσω σου. Τα σπίτια γύρω σου κοστίζουν όσο θα κόστιζε αν γινόσουν άλλος άνθρωπος. 

Η πολιτεία έχει εξοικειωθεί με τη φτώχεια σου. Δεν την τρομάζεις. Την Πολιτεία δεν τη συγκλονίζουν οι συνθήκες επιβίωσής σου και τόσο, δεν την ταλαιπωρούν τα βράδια οι τύψεις. Είναι απενοχοποιημένη και σταθερή στις δράσεις της.

Και οι πολίτες (οι περισσότεροι) συμβιβάζονται με το «αυτά συμβαίνουν γύρω μας», «έτσι είναι παντού», «αν δεν αντέχεις, μην κοιτάς».

Αν ζητούσαμε βοήθεια για τις δικές μας ανάγκες καθισμένοι στον δρόμο, πόσοι θα ήταν φτωχοί; Πόσα χρήματα θα εξαγόραζαν τη φτώχεια μας; Πόση υγεία θα ζητούσαμε; Πόση αγάπη; Πόση συντροφιά; Πόση φροντίδα; Πόση αξιοπρέπεια;

Γιατί ακόμη και σε αυτόν που δυστυχεί, ακόμη και οι δίκαιοι κάνουν κακό.

(Σωκράτης)

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης