Έντονα ερωτήματα γύρω από μεθόδους ψυχανάλυσης και ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις διαφόρων παιδοψυχολόγων, έχει αναδείξει η αντιπαράθεση μεταξύ δύο γνωστών ψυχολόγων με έντονη παρουσία σε τηλεοπτικά και διαδικτυακά κανάλια.
Πρόκειται για την Χριστίνα Μπογιατζή, με τακτική παρουσία σε ελληνικές τηλεοπτικές εκπομπές και για την Θέκλα Πετρίδου, γνωστή στο τηλεοπτικό κοινό της Κύπρου, που πλέον διατηρεί κανάλι στο YouTube με 121.000 εγγεγραμμένους χρήστες.

Πέραν της μεταξύ τους διένεξης, με εκατέρωθεν καταγγελίες, η οποία έχει λάβει τη δικαστική οδό, αναδεικνύεται ένα σημαντικό ζήτημα σχετικά με το κατά πόσον είναι δόκιμες ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι, που περιγράφει η κα Μπογιατζή σε δημοσιευμένη Μελέτη Περίπτωσης. Σε αυτήν περιγράφεται μία «ανορθόδοξη μέθοδος ελεγχόμενου τραυματισμού» την οποία η ίδια εφήρμοσε σε ένα παιδί 10 ετών, κατόπιν της συγκατάθεσης των γονιών του.
Στη μελέτη που η ψυχολόγος έχει δημοσιεύσει στο Academia.edu, περιγράφει πως διέγνωσε στον 10χρονο Τζακ «παθογόνο ναρκισσισμό» και προσπάθησε επί πολλούς μήνες να τον θεραπεύσει με συμβατικές μεθόδους, χωρίς αποτέλεσμα.
Τότε πήρε την άδεια των γονιών του να προχωρήσει σε μια μέθοδο «ελεγχόμενου τραυματισμού». Όπως περιγράφει στην έκθεσή της, «η ιδέα πίσω από αυτό ήταν ότι, δεδομένου του ότι ο Τζακ δεν είχε ενσυναίσθηση, η επανενεργοποίηση του τραύματος – ίσως – θα επέφερε κάποια κρυμμένα καταπιεσμένα συναισθήματα συνδεσιμότητας, προς οτιδήποτε ή οποιονδήποτε στη ζωή του».
Παρακάτω η κα Μπογιατζή περιγράφει ότι «το στοιχείο του σοκ ήταν πάντα σύμμαχος για μένα στις συνεδρίες με τον Τζακ, καθώς αντέκρουα την ικανότητά του να προβλέπει το επόμενο βήμα της συνεδρίας».
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση, κατά την οποία έσπρωχνε και έριχνε ξαφνικά το 10χρονο σε θάμνους, σε έναν κήπο κοντά στο γραφείο της:
«Για παράδειγμα, πραγματοποιήθηκε μία συνεδρία έξω από το γραφείο, σε έναν κοντινό κήπο όπου χρησιμοποίησα το σώμα μου για να τον σπρώξω και να τον ρίξω στους θάμνους, ενώ δεν θα το υποψιαζόταν αυτό, ούτε για ένα δευτερόλεπτο! Ξαφνικά, καθώς συζητούσαμε ασήμαντα θέματα της καθημερινής ζωής, θα τον έσπρωχνα και θα τον έριχνα κάτω.
Η πρώτη του αντίδραση ήταν να αναζητήσει τη μητέρα του. Ήταν μια αναμενόμενη αντίδραση. Του επέτρεψα να αντιδράσει με θυμό, να εκφράσει με λόγια τα συναισθήματά του σε μένα και στη συνέχεια, να τρέξει στη μητέρα του μετά την ώρα του τέλους της συνεδρίας.Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Τζακ δεν ήθελε πλέον να έρχεται στις συνεδρίες, αλλά οι γονείς του ήταν αυστηροί και ευτυχώς, συνέχισαν να τον φέρνουν σε μένα για ψυχοθεραπεία.
Υπήρχαν πολλές εκπλήξεις σε αυτό το απρόβλεπτο ταξίδι του «ελεγχόμενου τραυματισμού». Καθώς περνούσαν οι εβδομάδες, ο Τζακ ήταν πιο πιθανό να εκφράσει τον φόβο του για το τι επρόκειτο να συμβεί μέσα στη συνεδρία μας».
Στη συνέχεια η ψυχολόγος περιγράφει ότι πήγε τον μικρό Τζακ σε μια κλινική στην οποία νοσηλεύονται παιδιά με καρκίνο τελικού σταδίου.«Το θέαμα των παιδιών της ηλικίας του να είναι φαλακρά (από τις χημειοθεραπείες), λυπημένα, σε ένα κρεβάτι με μια θανατηφόρα ασθένεια, ήταν η πιο τραυματική εμπειρία από όλες για τον Τζακ».
Τέλος η κα Μπογιατζή αναφέρεται στον θάνατο του παππού του Τζακ, ο οποίος ήταν ένα σημαντικό πλήγμα για τον 10χρονο. Μετά από αυτό είχε την αίσθηση ότι ο παππούς του τον παρακολουθεί από ψηλά, πράγμα που σύμφωνα με την ψυχολόγο έδρασε θεραπευτικά για το παιδί.
Πατήστε για να δείτε ολόκληρη τη Μελέτη περίπτωσης της Χριστίνας Μπογιατζή, που περιγράφει τη μέθοδο του «ελεγχόμενου τραυματισμού».

Ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν από τους ψυχολόγους
Η «Ζούγκλα» επικοινώνησε με μέλη του Συλλόγου Ελλήνων Ψυχολόγων, τα οποία δεν θέλησαν να πάρουν θέση για την υπόθεση. Όμως το ζήτημα της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης των παιδιών είναι κάτι που απασχολεί έντονα χιλιάδες γονείς, που πολλές φορές καταφεύγουν σε παιδοψυχολόγους προκειμένου να λάβουν συμβουλές ή να προχωρήσουν με κάποια μέθοδο ψυχοθεραπείας, αν κρίνουν ότι είναι απαραίτητη για το παιδί τους.
Δεδομένου του ότι η διαφύλαξη του κύρους του συγκεκριμένου κλάδου, είναι σημαντική τόσο για αυτούς που ασκούν το επάγγελμα του παιδοψυχολόγου, όσο και για τους γονείς που θέλουν να αισθάνονται την ασφάλεια ότι λαμβάνουν σωστές συμβουλές ή ότι στα παιδιά τους εφαρμόζονται δόκιμες μέθοδοι ψυχοθεραπείας, θεωρούμε ότι τέτοιου είδους ζητήματα δεν θα έπρεπε να αφήνουν αδιάφορους όσους είναι αρμόδιοι να ενημερώνουν έγκυρα και με επιστημονική σαφήνεια το κοινό.
Ως εκ τούτου αφήνουμε στην κρίση των αναγνωστών μας τα παραπάνω και στην ευαισθησία των ψυχολόγων την ευθύνη της διασαφήνισης, αν τέτοιου είδους μέθοδοι «ελεγχόμενου τραυματισμού», που βρίσκονται στα όρια της σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης, είναι δόκιμο να εφαρμόζονται στα παιδιά μας.

