Ένα συνηθισμένο Σάββατο ξεκίνησα για το καθιερωμένο φιλάρισμα και ίσιωμα στο πιο in κομμωτήριο που συχνάζουν επώνυμες, σελέμπριτι και αθλητές και που πηγαίνει και μια χονδρή να της φύγει το στρες στην πλατεία του Νέου Ψυχικού.
Λίγα τετραγωνικά, όμως με πολυάριθμο προσωπικό… Μπαίνω μέσα σαν άλλη σταρ του σινεμά. Παραγγέλνω το κλασικό πράσινο τσάι, παίρνω ένα έγκυρο περιοδικό τύπου “Hello” και περιμένω την σειρά μου…
“Πώς θα τα κάνουμε τα μαλλάκια σας σήμερα κυρία Σίσυ μου;” Αυτή είναι η Ελένη η κομμώτρια. Το πιο γρήγορο πιστολάκι. Ισιώνει και τα πιο ατίθασα μαλλιά. Τρίχα δεν της ξεφεύγει. Μεσαίου αναστήματος, ξανθιά με σκούρες ανταύγειες, μόνη και ψάχνετε. Όταν δεν μπορεί εκείνη, ψάχνει γι’ αυτήν η μητέρα της η κυρία Γεωργία η ψιλικατζού. Κάτοικος Νίκαιας.
“Λέω να τα χτενίσουμε διαφορετικά σήμερα. Έχω τραπέζι στους συμπεθέρους και θέλω να κατατροπώσω την μητέρα της νύφης μου. Έβαψα και τα νύχια… Δες. Λευκό περλέ.” Η γλώσσα της πάει ροδάνι. Χριστέ μου, πρέπει να υπάρχουν υπότιτλοι όταν μιλά. “Λενάκι μου θέλω όγκο στην κορυφή και λίγο μπουκλάκι κάτω. Να με περιποιηθείς.”
“Θα σας κάνω κούκλα, κυρία Σίσυ μου”, λέει η κομμώτρια καθώς της βγάζει την πετσέτα. Το πιστολάκι και η βούρτσα πιάνουν φωτιά, στην κυριολεξία. Να σκεφτεί κανείς πως η κομμώτρια κάθε λίγο και λιγάκι φυσάει στο αναψοκοκκινισμένο κεφάλι της, αν και ελάχιστα το καταλαβαίνει η κυρία Σίσυ από την ανοσία.

Πιο δίπλα η Μαρία, κομμώτρια και μακιγιέζ. Όλοι την αποκαλούν το χρυσό ψαλίδι. Σου κάνει ένα μαλλί, ένα μαλλί… Τι τέχνη και τι φαντασία! Να σκεφτείτε ότι αυτή την περίοδο έχει μαύρα βαμμένα τα μαλλιά της με μωβ ανταύγειες. Κομμένα από την μια μεριά αλα γκαρσόν και από την άλλη σε πιο μακρύ καρέ. Τα νύχια της βαμμένα επίσης γαλλικό με μαύρο γέμισμα και μωβ γραμμή.
“Ελπίζω να σας αρέσει αυτή η κουπ. Είναι αυτό που ταιριάζει στο πρόσωπό σας”. Η πελάτισσα είναι μια κυριούλα γύρω στα 40. Καμαρώνει βλέποντας στο καθρέπτη τον νέο της εαυτό. Μύτες, πολλές μύτες να καλύπτουν το πρόσωπό της και πίσω πολύ κοντό καρέ που μακραίνει στην μπροστινή πλευρά. Αναρωτιέμαι χαίρεται για το νέο της μαλλί; “Δημιούργησα πάλι… Είχα όμως και την τέλεια έμπνευση!” παραμιλά η ειδήμων.

Μήπως να φύγω; Λέτε κι εμένα να με κάνει έτσι; Και συνεχίζει η αθεόφοβη. “Το χρωματάκι θα το αλλάξουμε τώρα που καλοκαιριάζει.” Η 40χρονη, όπως φαίνεται άγαμη και ψάχνει τον άνδρα που θα την κάνει μητέρα, με καλή δουλειά προσθέτει κι αυτή την πινελιά της σε όσα λέει ο Νταλί Μαρία Κομμώτρια, “Να τα βάψουμε κάτι σε κοκκινάκι λέω”.
Το tattoo φρύδι της κομμώτριας παύλα μακιγιέζ σηκώνεται ελαφρά για να δηλώσει με τον τρόπο του, “Εδώ μιλάω εγώ. Εσύ δεν έχεις άποψη, άμουση, άτεχνη και όλα τα στερητικά “α” μαζί”. Αντ’ αυτού βάσει του δόγματος “Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο”, θα πει απλά “Να το δούμε. Κλείσε ραντεβουδάκι καλή μου”.
Α, ξέχασα και την Πέπυ, όνομα και πράγμα. Ζουμερή, νεαρή, γεμάτη πολλά όνειρα και πολλά extensions. Με όρεξη… για δουλειά, για τέχνη, για βόλτες, για χορό, για εφήμερο σεξ. Το μαρτυρούσε και το ντύσιμό της. Στενό τσίτι που στρίμωχνε το στήθος της και νόμιζες ότι θα σκάσει. Πλατφόρμα τέσσερις σόλες ενωμένες και ένα μινάκι. Φετίχ, η λίμα. Δεν την άφηνε από τα χέρια της.
“Πω πω αγάπη μου, τι παρωνυχίδα είναι αυτή;”, έλεγε με τέτοια αηδία, λες και μιλούσε για ακαθαρσίες. Συμβούλευε κιόλας, “Ο γάμος θέλει ψεύτικο νύχι και μπούκλα. Αλλιώς τι νύφη θα είσαι; Βλαχάρα; Ή τον κάνεις ή δεν τον κάνεις τον γάμο.” Προσπαθούσε να μεταμορφώσει την ξινή ντίβα σε barbie που τραγουδάει στην παραλιακή το “Margarites na madaei” με ουκρανική προφορά.

Κάθε κοτέτσι έχει και τον κόκκορά του. Θα έλειπε από το super ουάου κομμωτήριο των Βορείων Προαστίων ένας άνδρας… με τα όλα του. Με το μανικιουρισμένο νυχάκι, με το extreme μαλλάκι να στέκεται ακούνητο στα 6 μποφόρ, βαμμένο πλατίνα, το σολάριουμ boby, το μολύβι στα μάτια, το κονσίλερ και φυσικά ένα natural lip gloss. Κρατά μια τσατσάρα, ξάνει τα μαλλιά οποιουδήποτε μιλάει και αναφωνεί κάθε πέντε δευτερόλεπτα, χρονομετρημένο, “Θεά, θεά…”
Οι μετρ των τριχών είναι εδώ! Και όλοι οι πελάτες συνωστίζονται για ένα χρυσό βούρτσισμα. Επώνυμοι, ανώνυμοι, με τον τρόπο τους, με ρόλλεϊ στα μαλλιά, με κάσκες, με αλουμινόχαρτα για ανταύγειες, με μάσκα φυκιών για ενδυνάμωση, με μετάξι για λάμψη, με τοστιέρες, με πρέσες ή ψαλιδιές ασύμμετρες και συμμετρικές υποκλίνονταν στα ταλέντα, τα περισσότερα μαθητές του Αμάραντου και του ΟΑΕΔ κάτοικοι των Δυτικών Προαστίων. Εξάπλωναν τις ιδέες τους για το hair stylist, λες και με αυτόν τον τρόπο εκδικούνταν τα απανταχού Βου-Που.
“Έλα η σειρά μας είναι. Λούσιμο;” λέει μελιστάλαχτα ένα κοριτσάκι πάνω κάτω 18 ετών. Την ακολουθώ, αν και δεν σας κρύβομαι σκιάζομαι. Έχει γούστο να με κουρέψουν αυτά τα παιδικά δάχτυλα, σκέφτομαι.
Πάντως κάνει καλό μασάζ στο κεφάλι. Με χαλάρωσε τόσο που αν η κομμώτρια Μαρία μου έλεγε θα σου κάνω το κούρεμα της Βίσση επί “Χ”, δηλαδή μισό ξυρισμένο κεφάλι και το άλλο με μαλλιά, ικανή ήμουν να καθίσω. Γι΄αυτό σε όλες τις άχρηστες κρέμες είπα “Ναι, βάλε μου”. Ακόμη και λαγό ραγού καθόμουν να μου βάλει στο κεφάλι.
Τώρα κατάλαβα πως η κυρία που μόλις έφυγε, πλήρωσε 150 ευρώ για το κούρεμα του Καπουτσίνου. Της είχαν βάλει μια κατσαρόλα και ό,τι περίσσευε γύρω-γύρω το έκοβε η αρτίστα χρυσοχέρα…
Ήρθε η ώρα για την ηλεκτρική καρέκλα. Κάθισα με την πετσέτα στο κεφάλι. Με παρατηρούσα. “Όχι, δεν θέλω να πειράξω τα μαλλάκια μου. Μου αρέσουν είναι τέλεια” αυτές τις σκέψεις έκανα και όλο έβαζα το χέρι μέσα από την πετσέτα για να τα νιώσω για τελευταία φορά. Όπως ο μελλοθάνατος στην ηλεκτρική καρέκλα.
Εμφανίστηκε η αρχαιότερη όλων των κομμωτριών του μαγαζιού. Η προϊσταμένη, θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω. Η κυρία Βιβή. Κόκκινο χρώμα της φωτιάς στην κεφαλή. Νύχια ασορτί. Ψεύτικες βλεφαρίδες και φωνή βαριά χρόνιας βρογχίτιδας, “Αγαπάκι, τι θα κάνουμε; Καιρό έχω να σε δω. Λείπει η Νίκη σήμερα και θα σε περιλάβω εγώ”. Ωχ! Άσχημα ξεκινούσαμε.
Η κυρία Βιβή ήταν γνωστή για την φήμη της. Δεν δεχόταν αντιρρήσεις. Χτένιζε κάποτε την Δέσποινα Παπαδοπούλου την δεύτερη σύζυγο του δικτάτορα Παπαδόπουλου επί Χούντας. Μετά περιποιούνταν το μαλλί της Δούκισσας, όχι της Πλακεντίας, αλλά της τραγουδίστριας. Αυτή ήταν η αιτία που η Δούκισσα έχει κοντά μαλλιά, αγορέ. Σε μια εμφάνιση της πάτησε μια ψαλιδιά η τρελο-Βιβή.

Ξεκίνησε να χτενίζει και εγώ πενθούσα. Πάει με τουρμπάνι με βλέπω να περνάω το καλοκαίρι μου. Ή θα ξοδέψω μια περιουσία στα extensions. Λέτε να έφθανα μέχρι την εμφύτευση; Να μου έκανε χαλάου στο τριχωτό της κεφαλής μου;
“Κυρία Βιβή μου, λέω απλά να τα ισιώσουμε.” Γιατί μίλησα; Δεν κατάπινα τη γλώσσα μου καλύτερα. “Την ξέρω τη δουλειά μου, κοπέλα μου. Ασχολήσου με τη δική σου καλύτερα!” το ύφος της με έκανε να το βουλώσω…
Χτένιζε, έκοβε, με έβαζε να σκύψω, ξανά έκοβε, στέγνωνε… Χαμός. Από δίπλα άκουγα κάτι επιφωνήματα, αλλά αμυδρά. “Την καημένη… Δεν ήξερε;” “Θυμόσαστε και η Λάσκαρη σε αυτήν έπεσε και της έκαψε το μαλλί.”
“Αγάπη μου δεν είναι όλες σαν εσένα χρυσοχέρες… Να σε καμαρώσει νυφούλα η μανούλα σου, Λενάκι μου”, έλεγε η κυρία Σίσυ. Της είχε πετύχει η κουπ. Πολύ λακ και όγκος για να κρατήσουν μέχρι το βράδυ που θα την έβλεπε η “καρακάξα” συμπεθέρα, όπως την αποκαλούσε. Βάζει και 20 ευρώ στην τσέπη της Ελένης από την Νίκαια. “Όχι, τόσα πολλά, κυρία Σίσυ”, απαντά σεμνά η κόρη της ψιλικατζούς κυρίας Γεωργίας.
“Είναι για ιερό σκοπό, για την πλαστική”, λέει και της κλείνει το μάτι συνωμοτικά. Η Ελένη βλέπετε ήθελε να κάνει πλαστική στην γαμψή της μύτη, την οποία δεν έβλεπες μια και όλοι εστίαζαν λίγο πιο κάτω… Όπου σίγουρα δεν χρειαζόταν πλαστική.

Αυτά σκεφτόμουν… “Τελειώνουμε, χρυσό μου. Σήμερα να βγεις θα γνωρίσεις τον άνδρα της ζωής σου. Τι ζώδιο είσαι;” με ρωτά η κυρία Βιβή. Πάω να της πω ότι δεν πιστεύω σε τέτοια, αλλά μετανιώνω αμέσως… Με μια ανάσα λέω, “Τοξότης με ωροσκόπο Ταύρο, γεννημένη με Δία και Ποσειδώνα σε αντίθεση. Η Αφροδίτη έκανε γωνία με τον Άρη. ..”
“Μάλιστα, γι’ αυτό αγάπη μου είσαι επιθετική. Και λίγο νευρική είσαι;” απαντώ καταφατικά. Ποιος τολμά να πάει κόντρα στην κομμώτρια της συζύγου Χουντικού; Κρατούσε και ψαλίδι, δεν το ριψοκινδύνευα.
“Ποιο μήνα; Μέρα, ώρα και χρόνο” να απαντήσω και σε αυτό. “Νοέμβρη, 22, 5.30 το απόγευμα το 1984. Είχε συννεφιά από ό,τι ξέρω. Σάββατο.” Ακόμη κι εγώ με θαύμαζα.
“Πες το, αγαπάκι, τόση ώρα. Γι΄αυτό δεν σου στρώνει η τρίχα. Τοξότης Νοεμβρίου! Και 5.30 και το 1984; Ξέρεις τι χρονιά ήταν αυτή για την κομμωτική; Η χειρότερη. Όλοι οι αρνητικοί πλανήτες πάνω σου!”

Με το μαλλί σηκωμένο από το ξάσιμο, να με πονάει και το κεφάλι μου, γιατί στο φιλάρισμα με πήρε πίσω από το αυτί μια ψαλιδιά, με παρατά η τρελο-Βιβή… “Κουκλίτσα, εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω. Είναι δώρον άδωρον να στρώσει αυτή η τρίχα. Φύγε δώρο, από εμένα ό,τι κάναμε και ένα πεντικούρ… Πέπυυυυυ” φωνάζει την νυχού!
Έχω απομείνει μόνη στην ηλεκτρική κομμωτική καρέκλα με την τρίχα… κάγκελο, σαν να έχω πάθει ηλεκτροπληξία! Καθρεπτίζομαι, είμαι έτοιμη να γελάσω με το είδωλό μου. Εκείνη τη στιγμή να σου και ο κόκκορας του τρελοκομμωτηρίου Τεό με το πλατίνα μαλλί, πιάνει μια τούφα μου την κρεπάρει με το χτενάκι του και λέει, “Θεά, θεά”.

