Ψάχνοντας στο λεξικό να βρω τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει την τρέχουσα φάση της ζωής μου βρήκα το εξής λήμμα:  καψούρα = ο παθιασμένος έρωτας χωρίς ανταπόκριση. Αρκετά σαφές και κατατοπιστικό. Πέριξ του λήμματος, βρήκα κι άλλες λέξεις: καούρα, κλαψούρα, καζούρα.
 
Αν το καλοσκεφτείς, οι λέξεις αυτές δεν είναι και τόσο άγνωστες μεταξύ τους, μάλλον είναι χαρακτηρισμοί της έννοιας καψούρα.

Καούρα για τον… ασθενή

Κλαψούρα για τους φίλους από τον ασθενή

Καζούρα από τους φίλους με επίκεντρο τον ασθενή
 
Η καψούρα είναι κάτι που συμβαίνει σε όλους. Είναι κάτι τρελό. Χάνεις τον ύπνο σου, δεν τρως, δεν κοιμάσαι (κι αν κοιμάσαι τον ονειρεύεσαι), τον θες πάντα δίπλα σου. Το χειρότερο απ’όλα είναι πως όσο περισσότερο τον θες, τόσο περισσότερο ξέρεις πως δεν μπορείς να τον έχεις.
 
Το καλό όταν καψουρεύεσαι είναι πως νιώθεις ότι έχεις ένα κίνητρο να ζεις. Γίνεσαι περισσότερο ενεργητικός, το πρόσωπό σου λάμπει και όλοι προσέχουν μια ευχάριστη αλλαγή επάνω σου.
 
Όταν όμως σου περνάει, περνάς και συ με τη σειρά σου στο άλλο άκρο. Σε πιάνει μελαγχολία, δεν έχεις όρεξη να ασχοληθείς με τίποτα και όλα σου πάνε στραβά.
 
Το ζήτημα που τίθεται είναι κρίσεως: αφήνεις τον εαυτό σου να καψουρεύεται γενικά; Κι αν ναι, κάνεις κάποια κίνηση ακόμα κι αν ξέρεις ότι θα πέσει στο κενό; 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης