Το ημερολόγιο έγραφε 9 Δεκεμβρίου 2022. Στις Βρυξέλλες ήταν άλλη μία συννεφιασμένη και ανιαρή Παρασκευή, άλλη μία ημέρα προετοιμασίας για τη σύνοδο της Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που θα άρχιζε την επόμενη εβδομάδα στο Στρασβούργο. Ξαφνικά έσκασε η «πολιτική βόμβα». Οι αρχές ανακοινώνουν μία συντονισμένη αστυνομική επιχείρηση στο Βέλγιο και την Ιταλία, στη διάρκεια της οποίας συλλαμβάνονται οκτώ άτομα που είτε διατηρούν, είτε είχαν στο παρελθόν στενή σχέση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η βελγική εφημερίδα Le Soir κάνει λόγο για έρευνα σε 19 ιδιωτικές κατοικίες ή κτίρια γραφείων και κατάσχεση χρηματικών ποσών ύψους 1,5 εκ. ευρώ. Ο Ντάνιελ Φρόιντ, ευρωβουλευτής των Πρασίνων και επικεφαλής της άτυπης επιτροπής για την καταπολέμηση της διαφθοράς στην Ευρωβουλή, θυμάται ότι αφότου ξέσπασε το σκάνδαλο η εικόνα παρέμεινε ασαφής και ειδικά τις πρώτες ημέρες οι πληροφορίες δίνονταν με το «σταγονόμετρο».
Μέχρι να αρχίσει η Ολομέλεια του Στρασβούργου, το απόγευμα της Δευτέρας, το γραφείο του Φρόιντ είχε δεχθεί …64 αιτήματα για επαφές και συνεντεύξεις από δημοσιογράφους. «Νομίζω ότι ποτέ στο παρελθόν το Κοινοβούλιο δεν είχε τραβήξει την προσοχή τόσο πολύ, με μία ιστορία τόσο λυπηρή και ικανή να καταστρέψει το κύρος του θεσμού», λέει ο ίδιος. Μιλώντας στο ελληνικό πρόγραμμα της Deutsche Welle, ο Ντάνιελ Φρόιντ είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι «όταν μιλάμε για βαλίτσες με μετρητά, αυτό υπερβαίνει κάθε όριο».
Πολύ λίγα νέα στοιχεία…
Από τότε πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος. Μάλλον αποτελεί έκπληξη ότι ελάχιστα νέα στοιχεία βλέπουν το φως της δημοσιότητας, παρότι τουλάχιστον δύο από τους υπόπτους ομολόγησαν την ενοχή τους. Μέχρι στιγμής κανείς δεν έχει καταδικαστεί, ενώ πολλοί από τους υπόπτους επιμένουν ότι είναι αθώοι.
Μεταξύ των συλληφθέντων το πιο γνωστό «όνομα» ήταν η Ελληνίδα ευρωβουλευτής και αντιπρόεδρος της Ευρωβουλής Εύα Καϊλή. Στα χέρια των διωκτικών αρχών είχαν βρεθεί επίσης ο σύντροφός της Φραντσέσκο Τζιόρτζι και ο προϊστάμενός του, πρώην ευρωβουλευτής, Αντόνιο Παντσέρι. Τον Ιανουάριο ο Παντσέρι, ο οποίος εικάζεται ότι διαδραμάτιζε κεντρικό ρόλο σε ένα πολύλποκο δίκτυο επαφών, ομολόγησε την ενοχή του εξασφαλίζοντας επιεική ποινική μεταχείριση. Το ίδιο έπραξε και ο Τζιόρτζι, λέγοντας ωστόσο – σύμφωνα με αποσπάσματα της ομολογίας του που διέρρευσαν – ότι η σύντροφός του, Εύα Καϊλή, δεν είχε ανάμειξη στην υπόθεση.
Ακολούθησαν οι συλλήψεις άλλων δύο ευρωβουλευτών, του Βέλγου Μαρκ Ταραμπέλα και τον Ιταλού Αντρέα Κοτσολίνο, αλλά και του Νικολό Φίγκα Ταλαμάνγκα, επικεφαλής ΜΚΟ που συστεγαζόταν με την οργάνωση του Παντσέρι, καθώς και του γενικού γραμματεα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Συνδικάτων (ITUC) Λούκα Βισεντίνι. Όλοι επέμειναν στην αθωότητά τους, εκτός από τους Παντσέρι και Τζιόρτζι.
Οι κατηγορίες αφορούν συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, ξέπλυμα βρώμικού χρήματος και άσκηση πολιτικής επιρροής. Η υπόθεση ονομάστηκε «Qatargate», αν και ορισμένα αποσπάσματα από ανακρίσεις που διέρρευσαν και περιήλθαν σε γνώση της DW υποδεικνύουν ότι είχαν προηγηθεί απόπειρες για άσκηση επιρροής και από το Μαρόκο και τη Μαυριτανία. Οι τρεις κυβερνήσεις είτε απορρίπτουν τις αιτιάσεις, είτε αρνούνται να τις σχολιάσουν.
Επίκαιρη έρευνα του Politico καταγράφει τουλάχιστον 300 απόπειρες για άσκηση επιρροής από ορισμένες χώρες, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Ωστόσο, παραμένει ασαφές για ποιον λόγο δόθηκαν τα χρήματα. Πρόκειται άραγε για στοχευμένη εξαγορά ή απλώς για (θεμιτή, πιθανώς) άσκηση δημοσίων σχέσεων;
Ο Νικ Αϊόσα, διευθυντής της Transparency International, υποστηρίζει ότι, αν και παραμένουν περιορισμένες οι αρμοδιότητες του Ευρωκοινοβουλίου στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, πολλές χώρες θα είχαν κίνητρο να δαπανήσουν «μερικά εκατομμύρια ευρώ», προκειμένου να επηρεάσουν πολιτικές επιλογές ή ακόμη και τα μη δεσμευτικά ψηφίσματα του Κοινοβουλίου.
Πού βρίσκεται η υπόθεση σήμερα;
Σήμερα όλοι οι ύποπτοι για συμμετοχή στο Κατάργκεϊτ έχουν βγει από τη φυλακή, οι περισσότεροι με περιοριστικούς όρους. Η Εύα Καϊλή, που διακηρύσσει την αθωότητά της, επιστρέφει στο Κοινοβούλιο και περνάει στην «αντεπίθεση», κατηγορώντας τη βελγική δικαιοσύνη για υπέρβαση αρμοδιότητων. Ο Γερμανός ευρωβουλευτής Ντάνιελ Φρόιντ λέει ότι είναι κάπως «παράξενο» να την βλέπει διά ζώσης, αλλά επισημαίνει ότι είναι σεβαστό για όλους το τεκμήριο της αθωότητας.
Ο ανταποκριτής της DW στις Βρυξέλλες Τζακ Πάροκ εκτιμά ότι εξανεμίζονται οι πιθανότητες να μάθουμε την αλήθεια. Όπως επισημαίνει, «έχουν ανταλλαγεί τόσο πολλές δηλώσεις, έχουν διαρρεύσει τόσα πολλά στοιχεία και τόσοι πολλοί από τους υπόπτους προσπαθούν να ‘καθαρίσουν’ το όνομά τους ή να αλλάξουν το αφήγημά τους. Είναι πλέον τόσο ομιχλώδης η υπόθεση που δύσκολα αντιλαμβάνεσαι τί ισχύει και τί λέγεται για λόγους ιδίου συμφέροντος».
Ένα παράδειγμα, επισημαίνει ο Πάροκ, είναι τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα για τη Βελγίδα ευρωβουλευτή Μαρί Αρενά, η οποία ούτε συνελήφθη, ούτε ανακρίθηκε ποτέ, ενώ εξακολουθεί να απολαμβάνει βουλευτικής ασυλίας. Σύμφωνα με τον ανταποκριτή της DW, οι συνήγοροι υπεράσπισης εκτιμούν ότι λόγω λανθασμένων χειρισμών από την πλευρά της αστυνομίας ή των δικαστικών αρχών, οι κατηγορίες θα μπορούσαν να εκπέσουν πριν καν αρχίσει η δίκη. Εάν πράγματι συμβεί αυτό, τότε η υπόθεση θα μνημονεύεται όχι για τις παρεκτροπές των υπόπτων, αλλά για την ανικανότητα των Βέλγων να καταπολεμήσουν τη διαφθορά στη χώρα που φιλοξενεί τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Διδάγματα για το Ευρωκοινοβούλιο
Στον απόηχο του «Qatargate» το Ευρωκοινοβούλιο θέσπισε μέτρα διαφάνειας, επιβάλλοντας για παράδειγμα να δημοσιοποιούνται οι συναντήσεις ανάμεσα σε ευρωβουλευτές και λομπίστες. Ωστόσο, τόσο ο επικεφαλής της Transparency International, όσο και ο ευρωβουλευτής των Πρασίνων Ντάνιελ Φρόιντ, θεωρούν ότι η αντίδραση του Ευρωκοινοβουλίου δεν επαρκεί.
Ο Νικ Αϊόσα στηλιτεύει το ότι κανείς δεν αγγίζει, ούτε ελέγχει τις γενναιόδωρες αποζημιώσεις για δαπάνες των ευρωβουλευτών, καθώς και την παράλληλη άσκηση άλλων επαγγελματικών δραστηριότήτων, οι οποίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων. «Δυστυχώς οι βουλευτές έχουν αναπτύξει μία κουλτούρα ατιμωρησίας», επισημαίνει. Όσο για τον Φρόιντ, λέει ότι χάθηκε μία ευκαιρία για σοβαρές αλλαγές στον απόηχο του σκανδάλου και ότι ο ίδιος αισθάνεται «απογοήτευση» για τις υποτιθέμενες μεταρρυθμίσεις με στόχο τη διαφάνεια.
Πηγή: Deutsche Welle