Του Ανδρέα Ρουμελιώτη
Ελάχιστοι τον μνημονεύουν. Πέθανε μια μέρα σαν όλες τις άλλες στο Παρίσι του 1925, αλκοολικός. Έπασχε από χρόνια κίρρωση του ήπατος. Μια ζωή τον θυμούνται να φεύγει. Εκεί που νόμιζες ότι τον έπιασες, ήταν ήδη αλλού. Συνέχεια εξαφανιζόταν.
Κανείς δεν γνώριζε πού έμενε. Συναναστρεφόταν την παριζιάνικη μουσική μπουρζουαζία -την οποία σιχαινόταν- συμμετέχοντας/ζώντας μια ζωή ασκητική, πάμφτωχη, κάνοντας μαθήματα μαγειρικής στα παιδιά της γειτονιάς. Περιγέλασε την εποχή του με ένα άγριο γέλιο που δεν μπορούσε να κρύψει την οργή του.
Τη «λευκή» μελωδία του μπορεί να την προσεγγίσει κανείς μόνο με ταπεινότητα και με την αξία της σιωπής. Η μουσική του είναι στενά συνδεδεμένη με τον Ντανταϊσμό και τον Σουρεαλισμό. Ετούτος ήταν ο εισηγητής του λεγόμενου «μινιμαλισμού» και της επαναληπτικής μουσικής. Έγραψε τις Γυμνοπαιδιές και τις τρεις Σαραμπάντες που αποτελούν σταθμό στην ιστορία της μουσικής πρωτοπορίας.
Συχνάζει στο καμπαρέ «Μαύρος Γάτος» (Le chat noir). Το 1891 γίνεται δεύτερος πιανίστας στο «Πανδοχείο του Καρφιού» (Auberge du Clou). Η εποχή αυτή συμπίπτει με τη μυστικιστική του περίοδο. Μελετά τη Γρηγοριανή μουσική, τη Γοτθική τέχνη και γίνεται μέλος μιας μυστικής θρησκευτικής οργάνωσης, φτιάχνει δική του εκκλησία και το 1892 εκδίδει το περιοδικό «Χαρτουλάριον της Μητροπολιτικής Εκκλησίας της Τέχνης του Ηγεμόνα Ιησού» (Cartulaire). Οι οπαδοί του ονομάζονται «σατιστές».
Στο Αρκέιγ παρευρίσκεται σε συναντήσεις ριζοσπαστών-σοσιαλιστών και το 1908, μετά τον θάνατο του Ζαν Ζορές (31/7), μπαίνει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας.
To 1915 γνωρίζεται με τον Ζαν Κοκτώ και συνθέτουν το μπαλέτο Παρέλαση (Parade) του οποίου η πρεμιέρα δίνεται στις 18/5, σε λιμπρέτο του Κοκτώ, σκηνικά-κοστούμια του Πικάσο και χορογραφία του Λεοντίτ Μασίν, από τα ρωσικά μπαλέτα του Ντιαγκίλεφ.
Το έργο αυτό ένωνε τον κυβισμό, τον κινηματογράφο και το τσίρκο αλλά το πιο προκλητικό και πρωτοποριακό στοιχείο της ήταν η μουσική του. Το μπαλέτο του «Παρέλαση» περιέχει κομμάτια γραμμένα για γραφομηχανές, σειρήνες, προπέλες αεροπλάνων, τηλέγραφο και έναν τροχό λοταρίας. Στις σημειώσεις του Γκυγιώμ Απολλιναίρ για την «Παρέλαση» χρησιμοποιείται για πρώτη φορά η λέξη «Σουρεαλισμός».
Το 1918 γράφει το αριστούργημά του Σωκράτης (Socrate), μετά από παραγγελία της πριγκίπισσας ντε Πολινιάκ, για τέσσερις σοπράνο και ορχήστρα δωματίου, το οποίο βασίζεται σε τρεις διαλόγους του Πλάτωνα (Συμπόσιο, Φαίδρο και Φαίδωνα). Στην πρεμιέρα της παράστασης, που δόθηκε στο Παρίσι το 1920 είχε μοιράσει μια προειδοποίηση: «Όσοι δεν καταλάβουν, παρακαλούνται να τηρήσουν στάση απόλυτης υποταγής και κατωτερότητας».
Τέλη του 1919 έρχεται σε επαφή με τους Ντανταϊστές του Τριστάν Τζαρά. Συχνάζει σε πιο ακραίους κύκλους και χαίρεται που σοκάρει την υψηλή κοινωνία. Ήταν ο μέντορας μιας ομάδας νέων μουσικών, που έμειναν γνωστοί ως οι Έξι. Οι: Ζωρζ Ωρίκ, Φρανσίς Πουλένκ, Ντάριους Μιγιώ, Λουί Ντυρέ, Αρτυρ Χόνεγκερ και Ζερμαίν Ταϊγφέρ. Το 1920 οι Έξι θα παρουσιάσουν το μοναδικό ομαδικό τους έργο Οι παντρεμένοι του Πύργου του Άιφελ, ένα ντανταϊστικό μπαλέτο. Τα σημαντικότερα έργα του: La Diva de l’Empire, Sports et divertissements και Parade. Στα τελευταία του έγραψε τη μουσική για το σουρεαλιστικό μπαλέτο Παύση (Relache) των Φρανσίς Πικαμπιά και Μαρσέλ Ντυσάν και για το φιλμ Διάλειμμα (Entr’acte) σε σκηνοθεσία του Ρενέ Κλαιρ.
Το 1921 γράφεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας ! Ταυτόχρονα ντανταϊστής, σουρεαλιστής, μποέμ και κομμουνιστής. Ο Έρικ Σατί, του Αβάν-γκαρντ κινήματος, της ρομαντικής μουσικής και του Ιμπρεσιονισμού, ο μυστηριώδης, ο φευγαλέος, ο υπέροχος! Ο πιο σπάνιος μουσικός, ποιητής και φιλόσοφος.

—
Φωτογραφία: Πορτραίτο του Ερίκ Σατί (1893) από την ζωγράφο Σουζάν Βαλαντόν η οποία ήταν για εκείνον ο απόλυτος έρωτας. Όταν χωρίσανε ο Σατί συνθέτει τις Vexations, μια σύντομη επαναλαμβανόμενη μελωδία, για την οποία σημειώνει: «Για να παίξεις 840 φορές συνεχόμενα αυτό το μοτίβο, θα είναι καλό να προετοιμαστείς ανάλογα, και μέσα σε απόλυτη σιωπή, με έντονες ακινησίες»…
Το 1935 ο ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης, επηρεασμένος από εκείνον, γράφει τις δικές του Γυμνοπαιδίες. Οι τίτλοι των δύο ποιημάτων του είναι: «Σαντορίνη» και «Μυκήνες». Στις 9 Σεπτεμβρίου 1963 ο Τζων Κέιτζ οργάνωσε στο Pocket Theatre της Νέας Υόρκης την παρουσίαση της ολοκληρωμένης εκδοχής του έργου του Σατί, όπου συμμετείχαν οι κορυφαίοι πιανίστες με συνολική διάρκεια 18 ώρες και 40 λεπτά!

