Η σειρά γέννησης μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στο πώς τα παιδιά μαθαίνουν για το σεξ, ιδιαίτερα στην περίπτωση των αγοριών. Πρόκειται για τα ευρήματα μιας νέας μελέτης που δημοσιεύτηκε στο Sex Education.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι τα πρωτότοκα παιδιά είναι πιο πιθανό να αναφέρουν την συμμετοχή των γονέων στη σεξουαλική τους εκπαίδευση σε σύγκριση με τα παιδιά που γεννιούνται στη μέση ή στο τέλος της σειράς γέννησης.
Πιο συγκεκριμένα οι ερευνητές εξέτασαν τη σχέση ανάμεσα στη σειρά γέννησης και δυο βασικούς παράγοντες που σχετίζονται με τη σεξουαλική υγεία. Ο ένας είναι η συμμετοχή των γονέων στη σεξουαλική εκπαίδευση και ο άλλος η πρώιμη σεξουαλική εμπειρία.
Οι συγγραφείς της μελέτης υποστηρίζουν ότι μια καλύτερη κατανόηση τη σχέσης ανάμεσα στη σειρά γέννησης και τη συμμετοχή των γονέων στη σεξουαλική εκπαίδευση θα μπορούσε να βελτιώσει τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των προγραμμάτων σεξουαλικής εκπαίδευσης.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τα δεδομένα μια μεγάλης έρευνας σχετικά με τη σεξουαλική υγεία και τον τρόπο ζωής των βρετανών, η οποία ξεκίνησε το 1990 και διήρκεσε 10 χρόνια. Οι ερευνητές πήραν ένα δείγμα 5000 ατόμων από τα 45.000 που συνολικά συμπεριλαμβάνονταν στην βάση δεδομένων της έρευνας. Οι συμμετέχοντες ήταν άτομα ηλικίας 17-29 που ήταν πρώτα, μεσαία ή τελευταία στη σειρά γέννησης.
Τα πρωτότοκα παιδιά ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν τη συμμετοχή των γονέων τους στη σεξουαλική τους εκπαίδευση σε σύγκριση με τα παιδιά που γεννήθηκαν στη μέση ή το τέλος της σειράς γέννησης. Το 48% των πρωτοτόκων γυναικών και το 37% των πρωτότοκων ανδρών ανέφεραν ότι συζήτησαν με τους γονείς τους για το σεξ στην ηλικία των 14, το οποίο ίσχυε για το 40% των γυναικών και το 29% των ανδρών που γεννήθηκαν στη μέση της σειράς γέννησης.
Παράλληλα, οι άνδρες που γεννήθηκαν στη μέση ή το τέλος της σειράς γέννησης ήταν λιγότερο πιθανό από τα άτομα που γεννήθηκαν πρώτα να αναφέρουν ότι ήταν εύκολο να συζητήσουν με τους γονείς τους για το σεξ μεγαλώνοντας, καθώς και ότι ενημερώθηκαν για το σεξ από τη μητέρα τους. Οι γυναίκες που είχαν γεννηθεί τελευταίες ήταν επισης λιγότερο πιθανό από τις πρωτότοκες να αναφέρουν έναν γονέα ως βασικό φορέα σεξουαλικής εκπαίδευσης.
Αν και υπήρχαν διαφορές στη συμμετοχή των γονέων στη σεξουαλική εκπαίδευση μεταξύ των ατόμων με διαφορετική σειρά γέννησης, δε βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση ανάμεσα στη σειρά γέννησης και την έναρξη της σεξουαλικής δραστηριότητας, αν και οι μεσαίοι στη σειρά είχαν αυξημένες πιθανότητες να έχουν την πρώτη τους σεξουαλική επαφή πριν τα 16.
Παράλληλα, οι ερευνητές βρήκαν ότι τα παιδιά που γεννήθηκαν μεσαία ή τελευταία στη σειρά ήταν πιο πιθανό να μάθουν για το σεξ από τα αδέρφια τους. Αν και υπάρχουν περιορισμένα ερευνητικά δεδομένα σχετικά με το κατά πόσο η σεξουαλική εκπαίδευση που προέρχεται από τα αδέρφια επηρεάζει τη σεξουαλική υγεία, έχουν καταγραφεί συσχετίσεις μεταξύ της σεξουαλικής συμπεριφοράς των αδερφών και τη σεξουαλική υγεία. Για παράδειγμα, το να έχει κανείς ένα σεξουαλικά ενεργό αδερφό έχει συνδεθεί με λιγότερο ασφαλείς σεξουαλικές πρακτικές, ενώ τα αδέρφια των εφήβων που είναι έγκυες ή μητέρες έχει βρεθεί ότι ξεκινούν τη σεξουαλική τους ζωή σε μικρότερη ηλικία.
Οι συγγραφείς της μελέτης λοιπόν τονίζουν ότι η επιρροή των αδερφών μπορεί να αξιοποιηθεί κατάλληλα από τα προγράμματα σεξουαλικής εκπαίδευσης. Δεδομένου ότι τα παιδιά που γεννιούνται μεσαία ή τελευταία στη σειρά ενημερώνονται σχετικά με το σεξ από τα μεγαλύτερα αδέρφια τους, θα πρέπει να υπάρχουν εξειδικευμένα προγράμματα που θα δίνουν τα κατάλληλα εφόδια στα μεγαλύτερα αδέρφια ώστε να ενημερώνουν τα μικρότερα σχετικά με το σεξ, ιδιαίτερα όταν η συμμετοχή των γονέων στη σεξουαλική εκπαίδευση είναι περιορισμένη.
Επισημαίνεται επίσης ότι τα ευρήματα είναι πολύ σημαντικά, καθώς αναδεικνύουν ότι προγράμματα σχολικής σεξουαλικής εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι υποχρεωτικά από τη στιγμή που η σεξουαλική εκπαίδευση που παρέχεται από τους γονείς μπορεί να μην επαρκεί για τα παιδιά που δε γεννιούνται πρώτα στη σειρά.
Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν βέβαια τους περιορισμούς τη μελέτης. Ο πιο βασικός είναι ότι τα παιδιά που γεννήθηκαν μεσαία στη σειρά είχαν κοινωνικοδημογραφικά χαρακτηριστικά που διέφεραν από αυτά των πρωτοτόκων και τα οποία, παρά την προσαρμογή που έγινε από τους ερευνητές, θα μπορούσαν ίσως να εξηγήσουν σε ένα βαθμό τη διαφορά ως προς τη βασική πηγή σεξουαλικής ενημέρωσης. Επίσης ενώ έγινε η κατάλληλη προσαρμογή για την εξάλειψη της επίδρασης του αριθμού των αδερφών, δεν έγινε προσαρμογή για άλλους παράγοντες όπως είναι το φύλο και η διαφορά ηλικίας οι οποίοι θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν τα αποτελέσματα της μελέτης.
Πηγή: www.andrologia.gr

