Πολλές φορές ακούμε ή διαβάζουμε ιστορίες, θαλασσινές. Για καπεταναίους που τολμούν να τα βάλουν με τα στοιχειά της φύσης και για ναυτικούς που “παλεύουν” με τα μανιασμένα κύματα. Και μοιάζουν όλες αυτές οι ιστορίες βγαλμένες μέσα από τα σενάρια του Χόλυγουντ.
Η θάλασσα μάγευε πάντα τους πολίτες του κόσμου. Η περιέργεια για το τι υπάρχει στην άλλη άκρη, η ανάγκη εξερεύνησης νέων τόπων, οι πολύχρωμες παραστάσεις από άλλους πολιτισμούς, έκαναν πολλούς να ακολουθήσουν αυτή την ρότα. Τη ρότα του θαλασσινού.
Ήξεραν όλοι, πως μια τέτοια απόφαση, θα τους έδινε τη δυνατότητα να γνωρίσουν τον υπόλοιπο κόσμο, μα να χάσουν τον δικό τους! Την οικογένειά τους.
Tέτοιες μέρες, μέρες γιορτών το μυαλό όλων γυρίζει σ’ εκείνους που είναι μακριά από τους δικούς τους. Και οι ναυτικοί της ποντοπόρου ναυτιλίας, από τα μεγάλα τάνκερ και τα ρο ρο, μέχρι τα γκαζάδικα και τα μικρά φορτηγά, έχουν την σκέψη τους πίσω στην πατρίδα. Κι ας βρίσκονται, ίσως σε μέρη εξωτικά, ή καταμεσής του ωκεανού.
Ο μαστρο Λάμπρος, έτσι τον έλεγαν στο καράβι, ήταν πρώτος μηχανικός. 40 χρόνια στην θάλασσα. 20 χρονών έβγαλε το πρώτο του φυλλάδιο. Τώρα συνταξιούχος, απολαμβάνει, έστω και με τη κουτσουρεμένη σύνταξη, την ζωή που δεν έζησε με τους δικούς του. Του ζητήσαμε να μας περιγράψει σε λίγες αράδες, αυτή την πορεία των 40 χρόνων και ιδιαίτερα, μέρες που είναι, να θυμηθεί τo δικό του, μοναχικό Πάσχα.
” Όσο ήμουν παιδί, τα πράγματα ήταν εύκολα. Χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς πολλές έγνοιες…μια μάνα μόνο που άφησα πίσω μου και που μου έδωσε την ευχή της. Την κυρά Στάσα. Πατέρας δεν υπήρχε, είχε χαθεί σε ναυάγιο. Ναυτικός κι εκείνος. Ήμουν μικρός όταν χάθηκε και δεν τον θυμάμαι. Μόνο από φωτογραφίες. Ίσως για αυτό να ήθελα να μπαρκάρω. Όλοι οι άνθρωποι θεωρώ ότι είναι ταγμένοι σε κάτι σ αυτή την ζωή.
Τι θυμάμαι πιο έντονα, ε; Σίγουρα το πρώτο μου ταξίδι. Καλοκαίρι ήταν που μπαρκάραμε από τον Πειραιά με ένα γκαζάδικο κι εγώ καλά καλά δεν είχα κλείσει τα 20.Μπήκα ως “ναυτόπαις”. Έκανα τα πάντα στο καράβι. Αλλά μου άρεσε να μπερδεύομαι στη μηχανή. Ο αρχιμηχανικός στην αρχή με έδιωχνε, αλλά όταν είδε ότι σκάμπαζα από δαύτες, με πήρε κοντά του. Δεν ήταν μεγάλο το ταξίδι. Μέχρι την Αμβέρσα πήγαμε. Μέχρι που παντρεύτηκα τα ταξίδια ήταν όπως θα ονειρευόταν ένας νέος. Η δουλειά ήταν εξαντλητική βέβαια, αλλά ότι έβλεπα κι ότι απολάμβανα, με αποζημίωναν.
Για τι στεναχωριέμαι πιο πολύ; Μια φορά που δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω την μάνα μου, όταν πέθανε ήμουν στην Κίνα. Ούτε στην κηδεία δεν μπορούσα να πάω. Θυμάμαι που γύρισα νύχτα στην Ελλάδα και πήγα στο νεκροταφείο να της μιλήσω. Άλλες δυο φορές, που γεννήθηκαν τα παιδιά μου. Η κυρά Φωτεινή (η γυναίκα του) ήτανε μοναχή της. Ευτυχώς όσο έλειπα η αδελφή μου βοηθούσε.
Μου λες για Πάσχα. Ξέρεις πόσες Αναστάσεις έχω κάνει πάω στο καράβι; Μ έναν ναύτη να ψέλνει το Χριστός Ανέστη, να πετάμε φωτοβολίδες στη μέση του Ωκεανού και να ανταλλάσουμε χρόνια πολλά στον ασύρματο με άλλα πλοία. Άντε, δυο φορές μόνο να έχω κάνει με τα πιτσιρίκια. Όλες τις άλλες, στην θάλασσα.
Να ξέρετε ότι η μόνη συντροφιά στην μοναξιά του Ωκεανού, είναι η εικόνα των δικών σου ανθρώπων. Μια φωτογραφία, ένα γράμμα, ένα αντικείμενο σε κρατάει “ζωντανό”. Όπως και η προσμονή να τους ξαναδείς. Εμείς οι ναυτικοί τόσα χρόνια, έχουμε γίνει ένα με την θάλασσα. Δεν την μπορούμε τη στεριά. Το τίμημα είναι μεγάλο βέβαια. Είμαστε μακριά από όλους. Τα παιδιά μου μεγάλωσαν και δεν το έζησα αυτό. Παντρεύτηκαν μου έκαναν εγγόνια και προσπαθώ να δώσω σε αυτά όσα στέρησα στα δικά μου.
Κι ας μου ‘χουν κόψει τη σύνταξη, δε βαριέσαι. Υγεία να μου δίνει ο Θεός, να μπορώ να τους δίνω την αγάπη μου.
Εύχομαι καλή Ανάσταση σε όλους”.

