Σοκ, φρίκη, αποτροπιασμός: Η σορός της άτυχης 4χρονης Άννυ Μπορίσοβα δεν θα βρεθεί ποτέ, αφού ο βιολογικός της πατέρας την τεμάχισε, την έβρασε και την πέταξε στα σκουπίδια. Δεν θέλησε απλώς να εξαφανίσει τα ίχνη της αλλά και να παραπλανήσει όποιον τυχόν ανακαλύψει κάποιο μέλος του σώματος του παιδιού.

Το ανατριχιαστικό αυτό έγκλημα ανέσυρε στη μνήμη όλων πρωτοφανούς αγριότητας εγκλήματα που τα τελευταία χρόνια συγκλόνισαν το πανελλήνιο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πατέρας- ΤΕΡΑΣ.

Πρωτοχρονιά του 1994 η Ελλάδα μένει άφωνη. Ο 40χρονος ελαιοχρωματιστής Μανώλης Δουρής, πατέρας επτά παιδιών, δηλώνει στην αστυνομία την εξαφάνιση του εξάχρονου γιου του, Νίκου. Το έγκλημα έγινε στην Ερμιόνη Αργολίδας. Τρεις ημέρες μετά ο ίδιος βρίσκει το πτώμα του παιδιού του σ’ ένα σοκάκι κοντά στο σπίτι του. Λίγο μετά ομολογούσε ότι ήταν ο δράστης του πιο φρικαλέου εγκλήματος που έχει γίνει μέχρι σήμερα στη χώρα.

Ομολόγησε ότι βίασε και σκότωσε το ίδιο του το παιδί. Στο αστυνομικό τμήμα παραδέχτηκε ότι αυτός είναι ο δράστης: «Σκοτώστε με αφού σκότωσα», είχε πει τότε. Κι είχε ακόμη εξηγήσει ότι «όλα έγιναν σε μια στιγμή νευρικής κρίσης». «Είμαι ένα μεγάλο κτήνος, αφού κατάφεραν τα χέρια μου με απάνθρωπο τρόπο να κάνουν αυτό που έκαναν. Για μένα δεν έπρεπε να υπάρχει ούτε σωτηρία ούτε λύπηση, μόνο βασανισμός μέχρι να πεθάνω», είχε πει ο ίδιος στον Τύπο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Λίγο μετά αναιρεί την ομολογία του και αρχίζει πάλι να υποστηρίζει ότι δεν σκότωσε αυτός το παιδί του. Ο παιδοκτόνος υποστήριξε πως επί χρόνια βασανιζόταν από ασθένεια η οποία του προκαλούσε κρίσεις και θόλωνε το μυαλό του. Μεταφέρθηκε στις φυλακές Τριπόλεως, όπου από την πρώτη στιγμή δέχτηκε επιθέσεις από τους συγκρατούμενούς του.

Η αυλαία της τραγικής ιστορίας έπεσε δύο χρόνια αργότερα, στις 25 Φεβρουαρίου 1996 όταν ο παιδοκτόνος αυτοκτόνησε. Πήρε το καλώδιο της κεραίας της τηλεόρασης που είχε στο κελί του, μπήκε στο λουτρό και κρεμάστηκε από το ντους. Οι φύλακες, προς στιγμήν, όταν δεν τον είδαν, ανησύχησαν μήπως δραπέτευσε. Και ίσως έτσι να έγινε. Στο λουτρό βρήκαν μόνο το άψυχο κορμί του.

Μια αντίστοιχη περίπτωση δολοφονίας και τεμαχισμού, την πρώτη που σημάδεψε ανεξίτηλα την ελληνική κοινή γνώμη ήταν αυτή του Φραντζή.

«Το φρικιαστικότερο έγκλημα των μεταπολεμικών αστυνομικών χρονικών» σύμφωνα με τον Πάνο Σόμπολο που υπέγραφε ένα από τα πιο δυνατά ρεπορτάζ της καριέρας του, φτάνοντας μέχρι και μέσα στον ιατροδικαστικό θάλαμο.

Ξεφυλλίζοντας τις κιτρινισμένες πλέον σελίδες του «Έθνους» της Παρασκευής 26 Ιουνίου, σοκάρει ο τίτλος «Τεμάχισε σε 16 κομμάτια τη 18χρονη γυναίκα του», ενώ ο υπέρτιτλος ήταν «Το πιο φρικιαστικό έγκλημα στην Ελλάδα – Φοιτητής – Λαντρύ στα Κάτω Πατήσια».

Τα τεμαχισμένα μέλη της νεαρής είχε βρει στον κάδο απορριμμάτων ένας συλλέκτης, ο Κώστας Βουζίκας, ο οποίος έψαχνε, όπως είχε πει, για γραμματόσημα. Το κεφάλι της κοπέλας βρέθηκε σε άλλο σημείο, επί της οδού Αχαρνών και Πιπίνου.

Ο 27χρονος τότε σύζυγός της Παναγιώτης Φραντζής, τότε φοιτητής της ΑΣΟΕΕ και πλασιέ, δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι σκότωσε τη γυναίκα του, αλλά υποστήριξε ότι η σύζυγός του είχε τραυματισθεί μετά από έντονο καβγά.

«Έσπρωξα τη Ζωή, η οποία έπεσε πάνω στην ντουλάπα και εκεί άφησε την τελευταία της πνοή. Φοβήθηκα και, προκειμένου να αποφύγω τις συνέπειες, τεμάχισα το πτώμα της», είχε πει.

Ωστόσο, ο ιατροδικαστής στην έκθεσή του είχε υποστηρίξει τότε ότι η κοπέλα έφερε ίχνη στραγγαλισμού. Το κίνητρο, όπως είχε ειπωθεί, ήταν η παθολογική ζήλια του Παναγιώτη Φραντζή, ο οποίος παραδόθηκε μόνος του στις αρχές, όταν βρέθηκαν τα τεμαχισμένα μέλη.

Η αιτία της άγριας δολοφονίας ήταν ασήμαντη. «Γύρω στις 12 το βράδυ της Τετάρτης. Ο Παναγιώτης και η Ζωή βγήκαν και πήγαν να πάρουν παγωτό. Γυρίζοντας η Ζωή του ζήτησε να την πάει σε μπυραρία. Αυτός αρνήθηκε και τσακώθηκαν στο δρόμο.» Αφού έκοψε το θύμα του σε 16 κομμάτια μέχρι τις 4.30 το πρωί, έτρεχε στα δοχεία απορριμμάτων μεταφέροντας τις σακούλες με το τεμαχισμένο κορμί της γυναίκας του.

Ξημερώματα πήγε στην Πειραϊκή και πέταξε στη θάλασσα το μαχαίρι. Δεν το βρήκαμε. Μας έδειξε όμως πού είχε πετάξει το κεφάλι από όπου είχε κόψει τη μύτη και τα αυτιά.»

Ξεκλήρισε όλη την οικογένειά του

Η ανατριχιαστική ιστορία του 24χρονου φοιτητή Νομικής από την Καβάλα Θεόφιλου Σεχίδη είχε κάνει τον γύρο του κόσμου. Ήταν Αύγουστος του 1996, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο νεαρός είχε δολοφονήσει τον 55χρονο πατέρα του Δημήτρη, την 50χρονη μητέρα του Ελένη, την 32χρονη αδελφή του Ερμιόνη, την 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη και τον θείο του Βασίλη, 57 χρόνων.

Η πενταπλή δολοφονία είχε διαπραχθεί στις 19 και 20 Μαΐου 1996. Ο Σεχίδης δολοφόνησε τα μέλη της οικογένειάς του, στη συνέχεια τεμάχισε τα πτώματά τους, τα τοποθέτησε σε πλαστικές σακούλες και τα μετέφερε με το αυτοκίνητό του με φεριμπόουτ στην Καβάλα, όπου τα εξαφάνισε στο σκουπιδότοπο της Νέας Κάρβαλης. “Τους ξέκανα πριν με ξεκάνουν”, είχε πει τότε στους αστυνομικούς. “Tους σκότωσα, γιατί δεν μου αποκάλυπταν ποια ήταν η πραγματική μου μητέρα”, δήλωσε στο δικαστήριο, που τον καταδίκασε πέντε φορές ισόβια.

Κυνικός μέχρι την τελευταία στιγμή της ανάκρισης, εξέπληξε μέχρι και τους αστυνομικούς με την ψυχρότητα με την οποία αντιμετώπιζε όσα έκανε. «Τι ήταν η πέμπτη, αφού είχαν σκοτώσει τους τέσσερις», είχε πει για τη γιαγιά του.

Τεμάχισε την έγκυο γυναίκα του

Έγκυος στον όγδοο μήνα της ήταν η 25χρονη Ουκρανή Ελένα Σατούλοβα, που δολοφονήθηκε από τον 24χρονο γεωργιανό σύντροφό της Χριστοφόρ Παρασκευόφ το Δεκέμβριο του 2004 στους Αμπελόκηπους Θεσσαλονίκης.

Ένας οικογενειακός καβγάς ήταν αρκετός για τον Γεωργιανό να σφάξει την άτυχη γυναίκα μέσα στο διαμέρισμά τους. Στη συνέχεια τεμάχισε το πτώμα, κόβοντας το κεφάλι και τα χέρια της, τα οποία πέταξε στον Αλιάκμονα και μέχρι σήμερα δεν έχουν βρεθεί. Στόχος του ήταν να εξαφανίσει καθετί αναγνωρίσιμο (δακτυλικά αποτυπώματα και πρόσωπο), για να μη βρεθούν ποτέ τα στοιχεία ταυτότητας του θύματος.

Το υπόλοιπο σώμα, που μετέφερε μέσα σε σακούλες σκουπιδιών, πέταξε σε χωματερή του Αιγινίου Πιερίας, όπου το βρήκαν τυχαία δύο Ρουμάνοι που έμεναν κοντά και ειδοποίησαν την αστυνομία. Ο αλλοδαπός εντοπίστηκε και συνελήφθη, καθώς συγγενείς του που έμεναν στην Κατερίνη αποκάλυψαν τη σχέση του με την 25χρονη. Ο ίδιος ομολόγησε αποκαλύπτοντας ότι κίνητρο του εγκλήματος ήταν μια διαφωνία που είχε με τη σύντροφό του.

 Ήταν Μάρτιος του 2005 όπου η μικρή κοινωνία της Μυτιλήνης συγκλονίζεται από την αποκάλυψη της αποκρουστικής δολοφονίας της 27χρονης Ευστρατίας Μαμώλου. Στο σπίτι τής οδού Βυζαντίου 19 πριν από τρία χρόνια ο 32χρονος ηλεκτρολόγος-ηλεκτρονικός Γιώργος Μπουταράς είχε σκοτώσει, κομματιάσει και στη συνέχεια κάψει την 27χρονη φίλη του Ευστρατία.

Το ένοχο μυστικό… κράτησαν για τρία ολόκληρα χρόνια μέσα σε ένα μεταλλικό κουτί που είχαν πλάι στο τζάκι ο ίδιος με την 28χρονη γυναίκα του Αρετή Διόλατζη. Τα ελάχιστα αντικείμενα που είχαν απομείνει από τα αποκαΐδια της νεαρής γυναίκας τούς πρόδωσαν. Το σατανικό ζευγάρι και η Μαμώλου φαίνεται πως αποτελούσαν ερωτικό τρίγωνο, το οποίο οδήγησε στο φονικό όταν, σύμφωνα με την απολογία της Διόλατζη, η άτυχη κοπέλα δεν δέχτηκε να συμμετάσχει στο ομαδικό σεξ που ήθελε να κάνουν τη μοιραία νύχτα ο άνδρας της.

Το δικαστήριο καταδίκασε τον Μπουταρά -που επιχείρησε να πάρει πάνω του το έγκλημα- σε ισόβια κάθειρξη και σε φυλάκιση δεκαοκτώ μηνών για τα επιμέρους αδικήματα που του είχαν απαγγελθεί, ανάμεσά τους και αυτό της περιύβρισης νεκρού. Σε κάθειρξη δεκατριών χρόνων καταδικάστηκε και η γυναίκα του για συνεργός στην αρπαγή της άτυχης Μαμώλου με σκοπό τη συνουσία και για περιύβριση νεκρού, ενώ αθωώθηκε για την κατηγορία της δολοφονίας.

Διαβάστε επίσης: Φρικτή δολοφονία της μικρής Άννυ

Επιμέλεια: Κατερίνα Νινιού

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης