Βλέπω τηλεόραση και τσιμπιέμαι για να δω αν κοιμάμαι και ονειρεύομαι ή εάν αυτά που βλέπω και ακούω είναι αληθινά.
Ήξερα, βέβαια, πως σε μία άκρως δημοκρατική χώρα, όπως η Ελλάδα, η ελεύθερη έκφραση του λόγου, η ελευθερία των κινήσεων, η ελευθερία έκφρασης των απόψεων και των ιδεών, καθώς και η διεκδίκηση εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων είναι δεδομένες έννοιες και αποδεκτές από όλους. Πάντα οι διεκδικήσεις, σε αυτή τη χώρα, και οι αγώνες ετύγχαναν συνολικής αποδοχής και γι’ αυτό (;) είχαν και επιτυχία τόσα χρόνια. Έτσι δημιουργήθηκαν τα όποια κεκτημένα; Έτσι δημιουργήθηκαν τα μαζικά κινήματα;
Ήξερα πως οι καθοδηγητές των μαζικών κινητοποιήσεων ήταν άτομα που πάντα είχαν τον ρόλο του ηγέτη, του προτύπου, της ηρωικής μορφής. Ήταν οι άνθρωποι στους οποίους όλοι μας προσβλέπαμε; Ήταν εκείνοι που ακόμα και η νοητική αναφορά σε αυτούς και αυτές δημιουργούσε κλίμα ελπίδας, προσμονής, αλληλεγγύης. Δεν χρειαζόταν να έρθουν σε επαφή, άμεση, με τον καθένα από εμάς; Διότι η καθοδήγησή τους και η προσφερόμενη διαφώτιση από εκείνους απλώς ταξίδευε με εκπληκτικές ταχύτητες, χωρίς τα κινητά, που τότε δεν υπήρχαν, και χωρίς το Διαδίκτυο, από στόμα σε στόμα, από νου σε νου, και τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τον σχεδιασμό και την υλοποίηση πράξεων που έμειναν στην ιστορία (;) που πραγματοποιήθηκαν εκεί που κανένας (;) από τους κακούς δεν περίμενε. Ο λόγος της επιτυχίας ήταν απλός; Όλοι συμμετείχαν, γιατί απλώς νοιαζόταν. Στους αγώνες των φοιτητών συμμετείχαν τα συνδικάτα των οικοδόμων και των φορτηγών. Στις κινητοποιήσεις των δασκάλων συμμετείχαν οι μαθητές και ο γονείς τους. Όλοι μας, με λίγα λόγια, από τους καθοδηγητές, γινόμαστε ένα, ενάντια στο κατεστημένο; Όταν, τότε, αντιστεκόμαστε κατά της τότε αστυνομικής βίας των Καραθανάσηδων, των Μάλλιων, και των Μπαμπάληδων, δεν διστάζαμε να ξηλώσουμε ολόκληρα πεζοδρόμια για να αμυνθούμε (;), αλλά ξέραμε τον εχθρό. Τον βλέπαμε, τον αισθανόμαστε, τον μυρίζαμε. Τον ξέραμε και του δείχναμε πως είχε να κάνει με όλο τον λαό, άσχετα με την πολιτική του τοποθέτηση, το οικονομικό του στάτους, την καταγωγή. Η κινητοποίηση του ενός κλάδου αυτόματα σήμαινε την υποστήριξή του από τους άλλους κλάδους, χωρίς πολλές διευκρινίσεις. Ξέραμε, τότε, πως είχαμε δίκιο (;) και δεν κάναμε πίσω.
Ήξερα πως το όραμα το δικό μου ήταν το όραμα όλων εκείνων με τους οποίους διασταύρωνα το βλέμμα μου στον δρόμο για το σχολείο, τη σχολή ή τη δουλειά (;) τα έβλεπα στα μάτια τους που ήταν ζωντανά και φωτεινά, δείγμα μίας υγιούς σκέψης και στάσης ζωής. Οι άνθρωποι, τότε, πριν από μερικά χρόνια, είχαν μπέσα, κότσια, και τσαμπουκά.
Τώρα τι βλέπει κανείς στα παράθυρα των δελτίων; Στρουμπουλούς και ροδοκόκκινους κοιλαράδες μπλοκοπατέρες με νεκρωμένα και θολά μάτια. Οι ξετσίπωτοι, τεμπέληδες, και κακομαθημένοι ψευτοαγρότες έχουν λυσσάξει τα σκυλάδικα όλης της χώρας, την τοκογλυφία και τους λαθρομετανάστες που τους κάνουν, φθηνά, μαύρα και με το βούρδουλα, όλες σχεδόν τις καθημερινές αγροτικές τους εργασίες στα χωράφια και στο σπίτι.
Επιχειρηματίες της ρεμούλας και της κομπίνας, επιδοτούμενοι εδώ και πολλά πολλά χρόνια από ένα τρισάθλιο, πελατειακό σύστημα, που δημιουργήθηκε από τους ίδιους τους χοντρομπαλάδες ηγέτες τους με τη χορτασμένη κοιλιά και τη δύσοσμη ανάσα.
Πώς είναι δυνατόν να σεβαστούμε έναν ψευδεπίγραφο αγώνα που καθοδηγείται από ένα τσούρμο αλητηρίων, με τη βουλευτική συμπαράσταση φαιδρών ατόμων που ανήκουν σε κόμματα της αναμπουμπούλας; Σε κόμματα, δηλαδή, που έχουν λόγο ύπαρξης, μόνο όταν η κατάσταση έχει γίνει μπάχαλο όπως τώρα, στα αχρεία μπλόκα των εκβιαστών που η νοημοσύνη τους φθάνει μόνο για να υπογράφουν τις εντολές προς τους υποτακτικούς τους με το δάχτυλό τους, το βουτηγμένο στη λάσπη, ή με σταυρό. Αυτά τα συνδικαλιστικά κατακάθια έχουν παρασύρει και ένα άταχτο τσούρμο ψευτόμαγκων, που έχουν γαλουχηθεί στον εκβιασμό του κράτους και των άλλων κοινωνικών τάξεων. Η αλητεία αυτή δεν θα περάσει με τίποτα. Δεν είναι δυνατόν μία ομαδούλα 1000 αγροτοθεατρίνων να προσπαθεί να καθυποτάξει ένα ολόκληρο κράτος (;) και όλους εμάς;

