Σήμερα, θα σας μιλήσω για τον βασικό μου συνεργάτη και συνοδοιπόρο στο τραγούδι, τον Κώστα Χατζή. Όσα προλάβω στο σημερινό “Θυμάμαι” και τα υπόλοιπα στο επόμενο, αν είμαστε καλά μέχρι τότε.
Γιατί άργησα; Γιατί περίμενα να με γνωρίσετε καλύτερα και να αποκτήσει η στήλη μου σταθερή ημέρα: την Κυριακή. Την ημέρα του Κυρίου και των εφημερίδων.
Η σχέση μου με τον Κώστα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καρμική. Της μόδας η λέξη «κάρμα». Είναι η λέξη κλειδί των ανατολικών θρησκειών που τα τελευταία 40 χρόνια εισέβαλλαν με ορμή στον Δυτικό Κόσμο. Μεγάλη και πλούσια αγορά η Ευρώπη και η Αμερική με ένα σωρό ψυχούλες που ο καημένος ο Χριστιανισμός δεν αρκεί πλέον να καλύψει τις μεταφυσικές ανησυχίες τους. Προσωπικά, δεν είμαι εδώ ούτε εκεί. Είμαι «παιδί» του Πλανηταρίου, της Αστροφυσικής, του Καρλ Σαγκάν, του Άρθουρ Κλαρκ, του Υβ Κουστώ.
Το κάρμα, που στα ελληνικά θα το μεταφράζαμε «χρεωπίστωση», προϋποθέτει την ύπαρξη πολλών ενσαρκώσεων της ψυχής. Η ψυχή είναι αθάνατη. Όταν πεθαίνουμε πηγαίνει σε έναν ψυχότοπο, όπου παραμένει λίγο ή πολύ και ξαναενσαρκώνεται, προκειμένου ή να αμειφθεί για το καλό που έχει κάνει στις προηγούμενες ενσαρκώσεις της ή να τιμωρηθεί για τις κακές της πράξεις.
Συνήθως, ψυχές που έζησαν έντονα μεταξύ τους σε κάποια ενσάρκωση, ξαναγεννιούνται την ίδια περίοδο, για να ξαναζήσουν πάλι μαζί και να τακτοποιήσουν τους λογαριασμούς τους. Ωραία φιλοσοφική προσέγγιση, αλλά πολύ τεφτέρι, αδελφέ! Πολύ τεφτέρι!
Συγγνώμη αν σας κούρασα, αναλύοντας μπακαλίστικα το κάρμα, αλλά στην περίπτωση της σχέσης μας, της φιλίας μας και της συνεργασίας με τον Κώστα, μόνο αυτή η θεώρηση ζωής με καλύπτει. Και αν συνεχίσετε να με διαβάζετε, θα καταλάβετε.
Με τον Κώστα συναντηθήκαμε στη Λειβαδιά, όταν εγώ ήμουν… ενός χρόνου και ο Κώστας επτά… Κάτω από τραγικές για την οικογένειά μου συνθήκες. Δεν θα γράψω ποτέ αυτοβιογραφία και δεν θα πω περισσότερα για αυτό. Ήμουν μωρό. Δεν θυμάμαι , φυσικά, το γεγονός. Δεν ήξερα καν ότι η οικογένεια Χατζή ήταν γείτονες και φίλοι της δικιάς μου. Όταν γνωριστήκαμε με τον Κώστα, εκείνος ήξερε και θυμόταν, αλλά το ίδιο ήξερε, ότι ούτε εγώ θυμόμουν και ούτε γνώριζα. Μετά από περίπου 20 χρόνια έμαθα. Και τότε μιλήσαμε ανοιχτά για εκείνη την τραγική ιστορία.
Ξαναείδα τον Κώστα γύρω στο 1960-62. Δεν θυμάμαι τη χρονιά ακριβώς. Ήμουν φοιτήτρια και πήγαμε με συμφοιτητές να τον ακούσουμε σε μια μπουάτ που λεγόταν «Τιπούκιτο» στην Πλάκα. Το σουξέ του τότε ήταν το «Γύφτοι τα’ φτιάξαν τα καρφιά». Δική του η μουσική. Δικοί του και οι στίχοι. Σε κάποιο σημείο είδα πως έκλεβε τον Βάρναλη και συγκεκριμένα από το ποίημα «Οι πόνοι της Παναγιάς» το σημείο «Χίλιες φορές να γεννηθείς, χίλιες θα σε σταυρώσουν». Το σχολίαζα με την παρέα μου κι έτσι «έσπασα» τη νεκρική σιγή που απαιτούσε από το ακροατήριό του.
– Σσς, μου φωνάζει από πάνω.
– Σσς, του απαντώ από κάτω.
– Σκασμός, μου λέει.
– Σκασμός εσύ, του φωνάζω θυμωμένη.
Ο συνοδός μου επεμβαίνει για να αποκαταστήσει τη νεανική θιγμένη μου αξιοπρέπεια. Τον έλεγαν, θυμάμαι, Θόδωρο Αντωνόπουλο, και τον σκέπτομαι πάντα με συγκίνηση. Οι υπεύθυνοι του μαγαζιού επενέβησαν για να αποφευχθεί η …σύγκρουση. Μας κέρασαν τα ποτά και όσο πιο μαλακά γίνεται μας… «πέταξαν» έξω.
Η τρίτη φορά που τον είδα ήταν το 1965. Ένας πολύ καλός μου φίλος και τραγουδιστής, ο Τώνης Βαβάτσικος, εκτιμώντας τις λογοτεχνικές επιδόσεις μου στα δημοσιογραφικά γραπτά μου, μου έβαζε ιδέες να γράψω στίχους. Ήταν πράγματι μια λαμπρή εποχή για το τραγούδι. Χατζηδάκις, Θεοδωράκης, Λοΐζος, Λεοντής, Μαρκόπουλος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Άκος Δασκαλόπουλος, Γιώργος Παπαστεφάνου, Διονύσης Σαββόπουλος κ.α. Υπήρχε πολύ υλικό, πολύς χώρος και μεγάλη πρόκληση. Ένα βράδυ ήρθε και με πήρε από την εφημερίδα αποφασισμένος να με βγάλει στην «πιάτσα». Από τον τρόπο γραφής μου είχε πολύ σωστά προβλέψει – όπως αποδείχθηκε αργότερα – ότι ο ιδανικός συνθέτης και ερμηνευτής , αν ποτέ έγραφα στίχο, θα ήταν ο Κώστας Χατζής.
– Δεν πάω στον Χατζή.
– Γιατί;
– Κάποτε με προσέβαλε και με έδιωξε.
– Ούτε θα το θυμάται.
– Το θυμάμαι, όμως, εγώ.
Τελικά πήγαμε! Άκουσα πάλι το κοινό του να …ωρύεται, όταν εκείνος …ωρυόταν ότι «Γύφτοι! Γύφτοι τα’ φτιαξαν τα καρφιά». Αλλά εγώ δεν συμμετείχα. Μπορώ να πω ότι όχι απλώς δεν μου άρεσε αλλά και ότι τον αντιπαθούσα.
Ο Τώνης και ο Κώστας ήσαν καλοί φίλοι και όταν τελείωσε η παράσταση πήγαμε στο καμαρίνι του Χατζή… Απίστευτο και όμως αληθινό. Ο … παλιοτσιγγάνος με θυμήθηκε κι ας είχαν περάσει 3-4 χρόνια κι ας με είχε δει μόνο λίγο στο σκοτάδι, τότε στο «Τιπούκιτο». Και μου το είπε.
Ο Κώστας είναι κλειστός άνθρωπος. Επιφυλακτικός. Δύσκολα ακόμα και τώρα μπορώ να τον «διαβάσω». Όταν του είπε ο Τώνης ότι ήμουν μια ταλαντούχα δημοσιογράφος που έτσι για πλάκα σκάρωνα στιχάκια πάνω στο πακέτο με τα τσιγάρα μου, ο Χατζής μου ζήτησε αμέσως και επίμονα στίχους. Τώρα ξέρω ότι το ενδιαφέρον δεν ήταν για την οποιαδήποτε στιχουργική μου δεινότητα, αλλά για το ότι ακούγοντας το επίθετό μου, θυμήθηκε ένα μωρό που έκλαιγε, πριν από 24 χρόνια, όταν οι Γερμανοί έβαλαν φωτιά στο σπίτι του.
Μάλιστα, άλλαξε και η στάση του απέναντί μου. Έγινε αυτό που είναι, κατά βάθος. Ένας πολύ τρυφερός και πικραμένος άνθρωπος. Επέμενε να του πάω στίχους. Του υποσχέθηκα πως θα το έκανα (για να αποφύγω τη γκρίνια του Βαβάτσικου) και τον καληνυχτίσαμε. Έμελλε να τον δω τρία χρόνια αργότερα, αλλά και πάλι χωρίς να το επιδιώξω.
Ασχολήθηκα σοβαρά με το τραγούδι το 1967 που έκλεισε η εφημερίδα μου, λόγω της δικτατορίας. Σας μίλησα για τον ηθικό αυτουργό αυτής της νέας καριέρας, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, σε προηγούμενο «Θυμάμαι». Έγραψα μερικά τραγούδια με τον Άγγελο τον Σέμπο (έναν ταλαντούχο συνθέτη που πέρασε σαν διάττων και αποσύρθηκε, χωρίς φανερό λόγο), με τον Σπύρο Παπαβασιλείου και κάποιους άλλους που δεν τους θυμάμαι και έβαλα στίχους σε μελωδίες ξένων τραγουδιών που μου έδιναν οι εταιρείες. Αυτά στο λίγο διάστημα που ήμουν ήσυχη γιατί είπαμε ότι είχα από παιδί… σχέσεις στοργής με την Ασφάλεια Αθηνών.
Τον Χατζή δεν τον πλησίασα ποτέ. Δεν ξέρω γατί. Ή μάλλον ξέρω. Εκείνο το «σσς» και το «σκασμός» στο «Τιπούκιτο» με είχαν κάνει να μην έχω καλή γνώμη για το χαρακτήρα του. Και περισσότερο από ότι σε άλλες δουλειές στο τραγούδι το να αισθάνεσαι άνετα και φιλικά με τον συνεργάτη σου είναι κάτι περισσότερο από αναγκαίο . Είναι καθοριστικό. Είναι κάτι σαν τον έρωτα. Θέλει συμμετοχή, συντροφικότητα και έμπνευση. Τίποτα από όλα αυτά δεν μου ενέπνεε ο Κώστας. Έτσι και την 4η φορά που συναντηθήκαμε – για να μη χωρίσουμε πλέον ποτέ- δεν ήταν ούτε από δική μου, ούτε από δική του επιλογή.
Χρειάστηκε να γίνουν τόσα πολλά. Χρειάστηκε μια αλυσίδα συμπτώσεων για ξαναβρεθούμε, που όταν σας τις αφηγηθώ θα πείτε ότι λέω ψέματα ή ότι υπερβάλλω. Ευτυχώς, υπάρχουν ζώντες μάρτυρες: Ο Μάκης ο Μαύρος, ο Τάσος ο Πέππας, ο Στέφανος ο Μπούρας.
Αμφιβάλλω για τις μεταφυσικές. Δεν πιστεύω στο Αόρατο, αφού δεν το βλέπω. Αναρωτιέμαι, όμως, μήπως μας βλέπει Εκείνο. Και τότε φοβάμαι. Και τότε το παρακαλώ να είναι καλό με τα παιδιά μου και όσους αγαπώ. Συνήθως τα βράδια. Και μετά σταυρώνω το μαξιλάρι μου σαν παιδάκι του Κατηχητικού και αποκοιμιέμαι. Αν με διαβάζετε μεσημέρι, καλή σας όρεξη. Αν με διαβάζετε βράδυ, καλή σας νύχτα! Την άλλη Κυριακή εδώ Θεού ή Αοράτου θέλοντος!

