Πώς γίνεται να ξέρεις καλά (κατόπιν μαθηματικών και στατιστικών υπολογισμών και μετρήσεων) ότι κάποιος δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα (που βέβαια δεν είναι ακριβώς δικό του, αλλά όλων των άλλων που περιμένουν από αυτόν να το λύσει), να ’χεις πειστεί από τις ενέργειές του ότι κινείται σε λάθος κατεύθυνση (αφού και από τα πεπραγμένα της μέχρι τούδε θητείας ουδέν αίσθημα ασφάλειας και αισιοδοξίας εμπνέει) κι όμως όταν σε ρωτούν αν αυτός ή άλλος είναι καταλληλότερος να βρει λύση, εσύ, να επιμένεις ότι, Αυτός είναι καταλληλότερος!!!
Εδώ δυο τινά μπορεί να συμβαίνουν: ή εσύ κάνεις κάποιο σοβαρό λάθος ως προς αυτά που νομίζεις ότι ξέρεις καλά ενώ δεν έχεις ιδέα για την πραγματική αλήθεια των στατιστικών ευρημάτων περί καταλληλότητας προσώπων για να γίνουν πρωθυπουργοί ή αυτο-ικανοποιείσαι “επιλέγοντας”, θεωρητικά πάντα, μεταξύ δυο κακών όποιον θεωρείς λιγότερο κακό. Αλλιώς πώς εξηγείται, λογικά, το ότι παραμένει σταθερά καταλληλότερος πρωθυπουργός ο Κώστας Καραμανλής, ανεξαρτήτως κάθε οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που περνά η χώρα;
Εδώ, λοιπόν, προκειμένου να τηρηθούν τα προσχήματα για μια λογική εξήγηση στο απολύτως ακατανόητο, μπαίνει δυναμικά ένας ρυθμιστικός παράγων με το όνομα Κανένας. Μάλιστα, αυτός, δίχως κανένα ηγετικό χαρακτηριστικό, σπάει όλα τα ρεκόρ δημοτικότητας κι εμείς το χάβουμε αυτό ως πραγματικό γεγονός, γελώντας.
Άρα το κριτήριο με το οποίο επιλέγεις το μη χείρον ως βέλτιστον κινείται στην πραγματικότητα μεταξύ ενός αληθινού προσώπου και… μιας ιδέας. Άρα Κώστας Καραμανλής ή Κανένας; Αλλά καθώς η ιδεολογία αν δεν έχει ήδη πεθάνει στο κρύο, είναι άστεγη και αναζητά κάπου να πεθάνει ήσυχα, και ο Κανένας δεν διαθέτει κανέναν ορατό κομματικό μηχανισμό να τον εκπροσωπεί στα πάνελ της επικοινωνίας μαζί της και μαζί σου, ένας εν ενεργεία πρωθυπουργός θα έχει πάντα το συγκριτικό πλεονέκτημα. Ας μη ξεχνούμε ότι και ο Κώστας Σημίτης (Κινέζος όχι Ινδιάνος) ουδέποτε έχασε το πλεονέκτημά του ως καταλληλότερος πρωθυπουργός ακόμα την ώρα που το ΠΑΣΟΚ έχανε το έδαφος κάτω από τα πόδια του, καταβυθιζόμενο.
Η εναλλάξ επιλογή του κ. Κανένα ή του κ. Πρωθυπουργού – κι ας μη ξεχνούμε πως είναι μάλλον φρέσκια προσωπικότητα στην πολιτική μας σκηνή ο κ. Κανένας – ως καταλληλότερων να (μη) σε κυβερνήσουν, μοιάζει με παραχώρηση, άντε ας το πω κι εγώ έτσι, «λευκής επιταγής» σε κάποιον που ενώ δεν προσφέρει την παραμικρή βεβαιότητα ότι θα τα βγάλει πέρα στα κατσάβραχα και που πεισματικά επιμένει να οδηγεί αυτός το κάρο, εσύ, εκεί να τραντάζεσαι και να κρατιέσαι όπως- όπως μη τσακιστείς, αλλά να σκέφτεσαι: “Άσε βρε… όχι, άσε να δούμε μέχρι πού θα μας φτάσει.”
Σαν σκηνή από western spaghetti, οι αιμοδιψείς ερυθρόδερμοι, αλαλάζοντας αγριεμένοι, καταδιώκουν ανελέητα το ταλαιπωρημένο κάρο, τους καταπονημένους από τις κακουχίες επιβάτες, τον τραυματισμένο, πεισματάρη γελαδάρη που τα γκέμια των αφηνιασμένων αλόγων του ’χουνε ματώσει τα τραχιά του χέρια και είναι αδύνατον πια να ελεγχθούν (τα γκέμια, τα άλογα και τα παράλογα)… αλλά, ο cowboy αυτός, αγέρωχος, σπέρνει αισιοδοξία σε πείσμα της τρελής κούρσας που σέρνει και παρασέρνει ολόκληρη την υφήλιο (όχι μόνο το δικό μας κάρο) στον γκρεμό, ο οποίος βρίσκεται στο τέεεελος τούτης της κατηφόρας (γι’ αυτό προς το παρόν δεν είναι πολύ ορατός αλλά είναι σίγουρα εκεί) που μας απειλεί με χρεοκοπία και αφανισμό. Χα…
«Κάνε πέρα…» λέει τότε στο οδηγό ο Κανένας «Αναλαμβάνω εγώ!»
Οι άλλοι μες την τρέλα και τη συμφορά λένε, ναι, ναι, άντε, καλύτερα αυτός.
Συνέρχονται όμως για μια στιγμή σε μια στροφή και σαν να το ξανασκέφτονται μες την αναμπουμπούλα, αναρωτιούνται.
«Και καλά, δηλαδή ποιος είναι αυτός; Ποιος είναι ο Κανένας;»
Και, τότε, χραααπ, ως δια μαγείας μια ψαλίδα από το πουθενά κόβει πέρα για πέρα το κεφάλι του Κανένα και στη θέση του εμφανίζεται ο Λάκι Λούκι Λουκ, που κοιτάζει τον πεισματάρη έντιμα και κατάματα.
«Σταμάτα το κάρο εδώ και κατέβα τώρα. Δεν πάει άλλο.»
«Are you talking to me?» ρωτά με ζαβλακωμένο ύφος ο cowboy με τα ματωμένα χέρια.
Όλοι οι άλλοι μες την άμαξα του τρόμου έχουνε παγώσει. Μυρίζει μπαρούτι ανάμεσα σε βέλη εξαγριωμένων Ινδιάνων (που δεν ήταν ποτέ από την Ινδία), να πέφτουν γύρω τους βροχή, και ενός Κινέζου (ούτε αυτός ήταν ποτέ από την Κίνα). Ο Λάκι Λούκι Λουκ, όμως, ξέρει πώς να καθαρίζει τα αίματα με το μπαμπάκι μα δεν ξέρει και πώς να κανακεύει τους τρομαγμένους και τους τσαντισμένους αυτής της… πώς να την πούμε;… διαπλοκής, εμπλοκής, συμπλοκής… κι αφού όλο το μυστικό βρίσκεται στο κανάκεμα, τότε, το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα και είναι αυτό που ήδη θα έπρεπε να ξέρει καλά και το τελευταίο ά-λογο στην τρελή κούρσα των ποσοστών, είναι τούτο:
Στο κάρο αυτό που εσύ σέρνεις, Κανένας, προτού να γίνει πρωθυπουργός, δεν θα αναδειχτεί ποτέ καταλληλότερος. Μα κι αν έχει ήδη αναδειχτεί, εσύ, θα το μάθεις μετά.
“Μετά… μετά ξαναέλα με τον κηδεμόνα σου… χι, χι, χι, χι… sucker…”

