Ένα από τα επιχειρησιακά μέλη της μαφίας των Χανίων, με το ψευδώνυμο «Μπίγκαλης», χρησιμοποιούσε ως βιτρίνα για τη διακίνηση ναρκωτικών ένα πάρκινγκ στο κέντρο των Χανίων, κοντά σε πιάτσα τοξικοεξαρτημένων.
Ο Σ.Β. πουλούσε ηρωίνη, κοκαΐνη και κάνναβη, ενώ «ξέπλενε» τα μαύρα χρήματα από τις αγοραπωλησίες μέσω του POS που διατηρούσε στον υπαίθριο μισθωτό χώρο στάθμευσης. Η πλειοψηφία των… νταλαβεριών γινόταν εντός του πάρκινγκ.
Σύμφωνα με την έρευνα της αστυνομίας, ο «Μπίγκαλης» πρώτα κανόνιζε το σημείο παράδοσης, την ποσότητα και την τιμή και έπειτα προχωρούσε σε συμφωνία για πώληση ή αγορά.
Το πάρκινγκ λειτουργούσε ως «πλυντήριο» του μαύρου χρήματος, καθώς οι πελάτες – αγοραστές ναρκωτικών ουσιών πλήρωναν το αντίτιμο μέσω κάρτας στο τερματικό ηλεκτρονικό σύστημα πληρωμών «POS» της νόμιμης επιχείρησής του.
Σε περίπτωση που χρειαζόταν να γίνει «διανομή» ναρκωτικών, ο Σ.Β. χρησιμοποιούσε μέχρι και σταθμευμένα οχήματα πελατών του.
Προμηθευτής και των «Street Dealers»
Πέρα από τη δική του «αυτόνομη» πελατεία, ο «Μπίγκαλης» φρόντιζε να καλύπτει και τις ανάγκες της υποομάδας των «Street Dealers» της εγκληματικής οργάνωσης, προμηθεύοντάς την με την απαραίτητη ποσότητα που χρειαζόταν για να πουλήσει σε ενδιαφερόμενους πελάτες.
Ο ίδιος, με τη σειρά του, προμηθευόταν την κάνναβη και την κοκαΐνη από δύο άλλα μέλη της οργάνωσης. Στις συνομιλίες μεταξύ τους λάμβαναν αυξημένα μέτρα αντιπαρακολούθησης και χρησιμοποιούσαν κωδικές – λέξεις για τα ναρκωτικά και τα χρηματικά ποσά. Ο «κοριός» της ΕΛ.ΑΣ. έχει καταγράψει τη χρήση λέξεων όπως «τιμολόγια», «φορτηγό» και «αμάξι», μεταξύ άλλων.
Κατά την επικοινωνία του με τα άλλα μέλη της μαφίας, ο Σ.Β. συνήθως παρέμενε λακωνικός, ενώ απέφευγε τις απευθείας αναφορές σε ναρκωτικές ουσίες, όμως στα τηλεφωνήματα που αντάλλαζε με τη μητέρα του μιλούσε απροκάλυπτα για το παράνομο εμπόριο στο οποίο έπαιρνε μέρος.
Η «Ζούγκλα» αποκαλύπτει μέρος των διαλόγων του «Μπίγκαλη» με τη μητέρα του:
- «Μπίγκαλης»: Μαμά, άκου να δεις, μου λες εσύ και ο καθένας να κόψω τα ναρκωτικά να πεθάνουν οι άνθρωποι… ωραία
- Μητέρα Σ.Β.: Όχι όταν σκορπάς τον θάνατο…
–
- «Μπίγκαλης»: Είμαι παράνομος το ξέρω, το ξέρω, καταστρέφω την κοινωνία σε όλους τους τομείς, ωραία το δέχομαι.
- Μητέρα Σ.Β.: Και τι κάνεις για αυτό;
- «Μπίγκαλης»: Τι να κάνω; Να πάω να γραφτώ σε ένα ίδρυμα, να γραφτώ στον ΟΚΑΝΑ, να κάτσω σπίτι μου, αυτό μπορώ να κάνω. Αυτό πρέπει να κάνω; Δεν θα το κάνω.
- Μητέρα Σ.Β.: Όχι.
- «Μπίγκαλης»: Όχι, δεν ξαναπάω, ούτε στο ΚΕΘΕΑ πάω να με έχουν… δεν πάω, ας είμαι παράνομος, δεν με ενδιαφέρει, σου φτάνει αυτό; Ό,τι μπορώ κάνω, ό,τι μπορώ, γιατί ξέρεις τι μου λέτε όλοι; Να παρατήσω το πάρκινγκ, να πάω στην Πρόνοια. Αυτό μου λέτε, όχι δεν το παρατάω, ας με πάνε μέσα.
–
- «Μπίγκαλης»: Ότι είμαι πρεζάκιας, ναρκομανής και αλκοολικός, το δέχομαι.
- Μητέρα Σ.Β.: Γιατί έκλεισες το τηλέφωνο και…
- «Μπίγκαλης»: Γιατί με έπαιρνε η γκόμενα, μετά με έπαιρναν κάτι άλλοι που ήθελα να πουλήσω πρέζα.
Σε άλλη περίπτωση, ο Σ.Β. συνομιλεί με κάποιον που του ζητάει ναρκωτικά:
- «Νίκος 104»: Μια ομελέτα, μια χωριάτικη και μια μπύρα…
- «Μπίγκαλης»: Τι; Δεν καταλαβαίνω τις μα@@κίες, εγώ δεν είμαι εστιατόριο, αδερφέ, ναρκωτικά πουλάμε εδώ πέρα, τι μου λες; Και μόνο πρέζα ε; Μόνο κόκα ε; Πες μου, ρε φίλε.
- «Νίκος 104»: Δύο μηδέν, δύο μηδέν, γειά.
Η αστυνομία κατέγραψε και δύο συνομιλίες του Σ.Β. με ένα άλλο μέλος της οργάνωσης, τον Β.Κ.. Σε ερώτηση του δεύτερου για ποιο λόγο θέλει όχημα, ο «Μπίγκαλης» του απαντάει ευθέως ότι το θέλει για να το χρησιμοποιεί ως μέσο για τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών:
- «Μπίγκαλης»: Εγώ έχω ΑΦΜ και όλα ρε, αφού με παίρνουν εταιρείες και έχω. (Ακατάληπτο) Και μου λένε κύριε …, λέω: “παιδιά, εγώ έχω ένα πάρκινγκ που πουλάει ναρκωτικά, κάνω διάφορα”.
- «Β.Κ.»: (Ακατάληπτο) …μωρέ μα@@κα… (Ακατάληπτο)
- «Μπίγκαλης»: Αλλά οικονομάω, φίλε, τα έχω όλα μαύρα.
- «Β.Κ.»: Σε τι εταιρείες σε έχουν πάρει; (γέλιο) Έχεις τρελαθεί;
- «Μπίγκαλης»: Ρε μαλάκα, τι να τους πω; Ψέματα; “Αλλά οικονομάω” τους λέω, “πολλά λεφτά”.
–
- «Β.Κ.»: Τι να το κάνεις το αμάξι εσύ, μωρέ μα@@κα;
- «Μπίγκαλης»: Το θέλω ρε, για να κάνω νταλαβέρια.

