Από τη στιγμή που μια γυναίκα μπαίνει στην εμμηνόπαυση, οι ωοθήκες σταματούν να παράγουν οιστρογόνα, γεγονός που έχει ως κυρίαρχες επιπτώσεις τις εξάψεις, την ψυχοσυναισθηματική αστάθεια και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, τα οποία αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας.
Από πολύ παλιά ήταν γνωστό ότι οι γυναίκες στην αναπαραγωγική ηλικία έχουν πολύ χαμηλότερο κίνδυνο να παρουσιάσουν καρδιοπάθεια σε σχέση με τους άνδρες αντίστοιχης ηλικίας. Η προστατευτική αυτή δράση των οιστρογόνων χάνεται κατά την εγκατάσταση της εμμηνόπαυσης, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος να εξισώνεται σύντομα με αυτόν των ανδρών. Και αυτό γιατί η εμμηνόπαυση οδηγεί σε αύξηση της χοληστερόλης, διαταραχή στο μεταβολισμό της γλυκόζης, αύξηση της αρτηριακής πίεσης και αύξηση του σωματικού βάρους, ειδικά του κοιλιακού λίπους, που θεωρείται και το πιο επιβλαβές.
Όπως αναφέρεται σε άρθρο της λέκτορος του Πανεπιστημίου Αθηνών κας Ειρήνης Λαμπρινουδάκη, που δημοσιεύεται στο «iatronet.gr», η ορμονική θεραπεία ενδείκνυται για τη θεραπεία του κλιμακτηριακού συνδρόμου. Οι δόσεις που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι 4-8 φορές μικρότερες από τις αντίστοιχες δόσεις των αντισυλληπτικών δισκίων, ενώ υπάρχει η τάση ακόμη μεγαλύτερης μείωσης της δοσολογίας στα επόμενα χρόνια. H ορμονική θεραπεία προσφέρει ποιότητα ζωής στην εμμηνοπαυσιακή γυναίκα και παράλληλα αναστέλλει την οστική απώλεια, προλαμβάνοντας έτσι την οστεοπόρωση.
Η μέση διάρκεια χορήγησης της ορμονικής θεραπείας είναι 5 χρόνια, εάν όμως υπάρχουν ενδείξεις, μια γυναίκα μπορεί να παρατείνει αυτό το διάστημα, πάντα υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση του γιατρού της. Ωστόσο, καμιά θεραπεία δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον υγιεινό τρόπο διαβίωσης, ο οποίος εξασφαλίζει τη συνέχεια της πρόληψης και μετά το τέλος της θεραπείας. Η διακοπή του καπνίσματος, η πτωχή σε κεκορεσμένα λιπαρά και πλούσια σε φυτικές ίνες διατροφή, καθώς και η σωματική άσκηση είναι το βασικότερο προληπτικό μέτρο για τα νοσήματα της εμμηνόπαυσης.

