«Κρείττον τού Λαλείν το Σιγάν.», μάς διδάσκει η αρχαία ελληνική παροιμία,
δηλαδή «Καλύτερα να σιωπάς, παρά να μιλάς.».
«Χρη σιγάν ή κρείσσονα σιγής λέγειν.», μάς διδάσκει το απόφθεγμα τού Πυθαγόρα,
δηλαδή «Πρέπει να σιωπαίνεις ή να λες κάτι καλύτερο από τη Σιωπή.».
«Καλύτερα να μασάς, παρά να μιλάς.», μάς διδάσκει η σύγχρονη λαϊκή νουθεσία.
Και βεβαίως,
από ετούτο το οδοιπορικό θυμοσοφίας δεν θα ημπορούσε να λείπει ο Αϊνστάϊν,
ο οποίος -πέρα από τα ανεκτίμητα επιστημονικά κληροδοτήματά του-
έχει γραφτεί στην Ιστορία και για τη μνημειώδη ρήση
«Δύο πράγματα είναι άπειρα: το Σύμπαν και η Ανθρώπινη Βλακεία.
Αν και δεν είμαι σίγουρος για το Σύμπαν.».
Ο πρόλογος που μόλις αναγνώσατε,
είναι η ενδεδειγμένη εισήγηση-προετοιμασία για τα τερατουργήματα
που θα κληθούν ευθύς αμέσως να αντιμετωπίσουν η όρασή σας και η ακοή σας,
καθώς σε πρόσφατο επεισόδιο τού τηλεπαιχνιδιού «Τροχός τής Τύχης»
υπήρξαν δύο απανωτές περιπτώσεις που μάς έκαναν να μονολογούμε
«Δεν είναι δυνατόν να ειπώθηκε αυτή η μπούρδα…».
Ο Ορισμός τού Κλαυσίγελου.
Δεν ξέρεις αν πρέπει να κλάψεις ή να γελάσεις.
Δεν ξέρεις αν πρέπει να κατανοήσεις ή να βρίσεις.
Οπλιστείτε με στωϊκότητα και με χιούμορ,
και πάμε να δούμε/ακούσουμε τα κωμικοτραγικά αποκυήματα
που δύνανται να γεννήσουν οι δαιδαλώδεις εγκεφαλικές λειτουργίες.
…
Κοιτάξτε την κάτωθι φωτογραφία…

Άντε…, να δεχθούμε ότι δεν ξέρεις ή δεν σού έρχεται το ουσιαστικό «θηρευτές».
Άντε…, να δεχθούμε ότι,
είτε το άγχος, είτε η απουσία γνώσης ή έμπνευσης ή παρατηρητικότητας,
σε εμποδίζουν να βρεις τη λύση.
Όμως, όταν λες με αποφασιστικότητα και σιγουριά «Θα το λύσω…»,
ουδείς περιμένει πως βλέποντας τον συγκεκριμένο γρίφο
θα ξεστομίσεις την «Μπούρδα τής Χρονιάς» και θα δώσεις τη γελοιωδέστατη απάντηση
«Οι λευκοί καρχαρίες είναι τρομεροί χορευτές»
(πόσω μάλλον,
που ΚΑΙ τα δύο γράμματα υπάρχουν ήδη στον πίνακα,
ενώ και το επίθετο «τρομερός» έχει αρνητικό πρόσημο ως έννοια).
Κι όμως, πριν προλάβουμε να συνέλθουμε από την αιφνίδια ασύμμετρη επίθεση,
ήρθε δεύτερο χτύπημα να μάς κορυφώσει την πεσιμιστική αίσθηση
που συμπυκνώνεται στη φράση «Δεν υπάρχει σωτηρία.».
Κοιτάξτε την κάτωθι φωτογραφία…

Άντε…, να δεχθούμε ότι δεν σού έρχεται το ρήμα «φύγει».
Άντε…, να δεχθούμε ότι,
είτε το άγχος, είτε η απουσία γνώσης ή έμπνευσης ή παρατηρητικότητας,
σε εμποδίζουν να βρεις τη λύση.
Όμως, όταν λες με αποφασιστικότητα και σιγουριά «Θα το λύσω…»,
ουδείς περιμένει πως βλέποντας τον συγκεκριμένο γρίφο
θα ζευγαρώσεις την «Μπούρδα τής Χρονιάς» και θα δώσεις τη γελοιωδέστατη απάντηση
«Η Καλυψώ δεν ήθελε να ζύσει ο Οδυσσέας»
(πόσω μάλλον,
που το ένα γράμμα σκοτώνει την Ορθογραφία και το άλλο υπάρχει ήδη στον πίνακα).
Οι δύο «Μπούρδες τής Χρονιάς» στο ίδιο επεισόδιο.
Ο Απόλυτος Βιασμός τής Λογικής. Η Απόλυτη Υπονόμευση τής Σοβαρότητας.
Όχι, δεν είναι απλώς «ατυχείς στιγμές»,
αλλά πρόκειται για το μοτίβο που κυριαρχεί στην Καθημερινότητα
και το συναντούμε σε κάθε έκφανση των ανθρωπίνων συναναστροφών.
Όχι, δεν είναι «κρίμα, πολύ κρίμα, πάρα πολύ κρίμα»
(όπως ανεφώνησε με έμφαση ο αποσβολωμένος Πέτρος Πολυχρονίδης),
αλλά -τουναντίον- πρόκειται για απόδοση δικαιοσύνης, για Νέμεση,
αφού τιμωρήθηκε η Βλακεία και εν τέλει ανεδείχθη νικήτρια η έτερη συμμετέχουσα.
…
Ξυπνητζήδες. Ξερόλες. Φαφλατάδες. Μπουρδολόγοι.
Κοινωνική Μάστιγα. Καθεστωτική Σήψη. Το Πρόσωπο παραδίδεται στο Προσωπείο.
Το ξιπασμένο «Εγώ» καπελώνει την Αξιοπρέπεια,
η θλιβερή κοσμοθεωρία «Προτιμώ να μιλήσω κι ας πετάξω παρόλα, παρά να σιωπήσω…»
και η συνεπαγωγική αντίληψη «Ας πετάξω την παρόλα μου μπας και βγει κάτι…»
δηλώνουν την εκκωφαντική παρουσία τους,
η Νόηση διαστρέφεται και αλλοιώνεται από τη σαθρή αυτο-αναφορικότητα
που τα περισσότερα άτομα εφαρμόζουν στις προσωπικές/κοινωνικές σχέσεις τους,
το Πνεύμα καταλήγει να είναι «Συρόμενο και Φερόμενο τής Μασημένης Τροφής»,
για νιοστή φορά μάς διατυμπανίζει η Ζωή
ότι η «Εύκολη Λύση» αποδεικνύεται η «Χείριστη Λύση»
(πρόκειται για ψευδαίσθηση και για παγίδα
που -είτε αμέσως, είτε σε βάθος χρόνου- επιφέρει καταστροφικά αποτελέσματα).
Ναι, αναμφιβόλως η πρώτη αντίδρασή μας είναι να γελάσουμε με τη φράση
«Οι λευκοί καρχαρίες είναι τρομεροί χορευτές»,
ναι, μιλάμε για εικονοπλασία που επιδέχεται σε απόλυτο βαθμό τη Σάτιρα,
ναι, αμέσως η φαντασία μας πλημμυρίζει με ξεκαρδιστικά στιγμιότυπα
όπου οι αιμοβόροι λευκοί καρχαρίες χορεύουν το «Ζεϊμπέκικο τής Ευδοκίας»
και όταν φτάνουν στο τσακίρ-κέφι ρίχνουν κι ένα επιτραπέζιο τσιφτετέλι,
όμως γρήγορα μάς καταλαμβάνουν το Σοκ, η Αμηχανία, η Ετεροντροπή.
Ναι, αναμφιβόλως η πρώτη αντίδρασή μας είναι να γελάσουμε με τη φράση
«Η Καλυψώ δεν ήθελε να ζήσει ο Οδυσσέας»,
ναι, μιλάμε για εικονοπλασία που επιδέχεται σε απόλυτο βαθμό τη Σάτιρα,
ναι, αμέσως η φαντασία μας πλημμυρίζει με ξεκαρδιστικά στιγμιότυπα
όπου η μυθολογική Νύμφη ρίχνει κατάρες στον -επί εφτά χρόνια- γκόμενό της
και κάνει πλείστες όσες προσπάθειες για να τού επισπεύσει τον θάνατο
επειδή δεν αντέχει στη σκέψη ότι εκείνος θέλει να γυρίσει στη γυναίκα του,
όμως γρήγορα μάς καταλαμβάνουν το Σοκ, η Αμηχανία, η Ετεροντροπή.
Επιμύθιο:
Τύχη που πετιέται στα σκουπίδια.
Ευκαιρίες που πετιούνται στα σκουπίδια.
«Πετάω την παρόλα μου
και αν δεν αποφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα αρχίζω να κλαψουρίζω,
στήνοντας το δοκιμασμένο μελοδραματικό αφήγημα ότι είμαι άτυχος κι αδικημένος.».
Η Μεμψιμοιρία είναι η «Κολυμβήθρα τού Σιλωάμ» όπου αναβαπτίζεται η Ανικανότητα.
Τι τεκμαίρουν αυτά τα δύο απανωτά περιστατικά;
Τεκμαίρουν ότι οι άνθρωποι -στην πλειονότητά τους- καταλήγουν «Δούλοι των Στερεοτύπων»
και εκτίθενται ανεπανορθώτως όταν βρεθούν έξω από το ψευδαισθητικό πλαίσιο
που έχουν σκαρώσει για να τρέφεται αδιαλείπτως ο μεγαλοϊδεατικός μικρόκοσμός τους.
Ο σεσημασμένος βαυκαλισμός «Ξέρεις ποιος είμ’ εγώ;» διαλύεται στα εξ ων συνετέθη.
«Προτιμώ να μιλήσω κι ας πετάξω παρόλα, παρά να σιωπήσω…».
«Ας πετάξω την παρόλα μου, μπας και βγει κάτι…».
Έπεα Πτερόεντα.
Verba Volant, Scripta Manent. (Τα Λόγια πετούν, τα Γραπτά Μένουν.).
Έλα όμως που μένουν και τα φτερωτά έπη,
έλα όμως που μένουν και τα πετούμενα λόγια.
Σημειωτέον δε,
ότι το «Ρίσκο τής Παρόλας» είναι δυσανάλογο -και μάλιστα, σε βαθμό αυτοχειρίας-
καθώς υποδαυλίζεται στους παρατηρητές η απαξιωτική σκέψη
«Όταν δημοσίως λέει αυτά που λέει, φαντάσου τι θα λέει ιδιωτικώς.».
Κατόπιν τούτων,
ο ιδανικός επίλογος είναι η αρμόζουσα διασκευή τής ατάκας τού Αϊνστάϊν:
«Δύο πράγματα είναι άπειρα: το Σύμπαν και η Βλακεία στον “Τροχό τής Τύχης”.
Αν και δεν είμαι σίγουρος για το Σύμπαν.».
μ.Γ.
