Η Καζαμπλάνκα, η θρυλική ασπρόμαυρη ταινία του 1942, θεωρείται σήμερα ένα από τα πιο αγαπημένα φιλμ όλων των εποχών. Ο Μάικλ Κέρτιζ σκηνοθέτησε την ιστορία έρωτα του Ρικ και της Ίλσα, με τους Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και Ίνγκριντ Μπέργκμαν να δημιουργούν ένα από τα πιο εμβληματικά κινηματογραφικά ζευγάρια.
Η επίσημη πρεμιέρα δόθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1942 στο Hollywood Theatre της Νέας Υόρκης, χρονικά συντονισμένη με την απόβαση των Συμμάχων στη γαλλοκρατούμενη Βόρεια Αφρική και την κατάληψη της Καζαμπλάνκα. Η ταινία κυκλοφόρησε σε ευρεία προβολή στις 23 Ιανουαρίου 1943, αξιοποιώντας την επικαιρότητα της Διάσκεψης της Καζαμπλάνκα ανάμεσα σε Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ. Στην Ελλάδα προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 11 Οκτωβρίου 1943, εν μέσω Κατοχής.
Το κοινό την αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή. Με εισπράξεις 3,7 εκατομμυρίων δολαρίων, η ταινία κατέκτησε την 7η θέση ανάμεσα στις πιο εμπορικές παραγωγές του 1943. Η κριτική στις ΗΠΑ υπήρξε εξίσου θετική, με μοναδική αξιοσημείωτη εξαίρεση το περιοδικό The New Yorker, που τη χαρακτήρισε «απλώς ανεκτή». Το 1944 η Καζαμπλάνκα προτάθηκε για οκτώ Όσκαρ και κέρδισε τρία: Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Διασκευασμένου Σεναρίου.
Ένας μεγάλος έρωτας που θυσιάστηκε για έναν ανώτερο σκοπό
Ο Ρικ (Μπόγκαρντ) και η Ίλσα (Μπέργκμαν) θυσιάζουν τον έρωτά τους για έναν ανώτερο σκοπό, το καλό της ανθρωπότητας. Οι ερμηνείες των δύο ηθοποιών είναι καθηλωτικές. Με τα εκφραστικά τους μάτια, γεμάτα ερωτισμό, μαγνητίζουν τον θεατή. Ωστόσο, αφήνουν μια πικρή γεύση, καθώς αυτός ο μεγάλος έρωτας δεν έχει ευτυχισμένο τέλος. (happy end).
Η ιστορία της εμβληματικής ταινίας βασίστηκε στο θεατρικό έργο των Μάρεϊ Μπάρνετ και Τζόαν Άλισον Everybody Comes to Rick’s, του οποίου τα δικαιώματα ο παραγωγός Χαλ Γουόλις αγόρασε έναντι 20.000 δολαρίων—ποσό υψηλό για έργο που δεν είχε ανέβει ποτέ στο θέατρο. Οι σεναριογράφοι, τα αδέλφια Έπσταϊν και ο Χάουαρντ Κοτς, μετέφεραν τη δράση από τη Βιέννη στην πολύχρωμη, κοσμοπολίτικη Καζαμπλάνκα του Μαρόκου.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’40, η Καζαμπλάνκα βρισκόταν υπό τον έλεγχο του καθεστώτος του Βισύ, το οποίο επηρέαζαν οι δυνάμεις του Άξονα. Σε αυτό το σκηνικό, ο Ρικ (ο Μπόγκαρτ), ιδιοκτήτης ενός δημοφιλούς νυχτερινού κέντρου, συναντά ξανά τον μεγάλο του έρωτα, την Ίλσα (Μπέργκμαν). Εκείνη ταξιδεύει με τον άντρα της, έναν ηγέτη της τσέχικης αντίστασης που καταζητούν οι Ναζί. Το ζευγάρι αναζητά απεγνωσμένα τρόπο να αποδράσει, και ο Ρικ είναι ο άνθρωπος που μπορεί να τους βοηθήσει. Από εκεί και πέρα… η συνέχεια ανήκει στη μαγεία της οθόνης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γουόλις αρχικά είχε άλλους ηθοποιούς στο μυαλό του: τον Ρόναλντ Ρίγκαν και την Αν Σέρινταν. Τελικά, η επιλογή των Μπόγκαρτ και Μπέργκμαν αποδείχθηκε καθοριστική για την επιτυχία της ταινίας. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 25 Μαΐου 1942 και ολοκληρώθηκαν στις 3 Αυγούστου, κυρίως στα στούντιο, με εξαίρεση τις σκηνές του αεροδρομίου, που έγιναν σε πραγματικό χώρο. Η παραγωγή κόστισε 1.039.000 δολάρια, ένα ποσό μέτριο για τις συνθήκες της εποχής.
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μάλιστα προέκυψε κι ένα πρακτικό θέμα: η Μπέργκμαν ήταν πέντε εκατοστά ψηλότερη από τον Μπόγκαρτ, κι έτσι εκείνος συχνά πατούσε σε τούβλα ή μαξιλάρια για να εξισορροπηθεί το ύψος στο κάδρο.
Με τον χρόνο, η Καζαμπλάνκα όχι μόνο δεν ξεθώριασε, αλλά έγινε σύμβολο του κλασικού Χόλιγουντ. Κάθε επαναπροβολή της κερδίζει νέα κοινά και οι εμφανίσεις της στην αμερικανική τηλεόραση συγκεντρώνουν σταθερά υψηλή τηλεθέαση. Αν και πολλοί θεωρούν τον Πολίτη Κέιν του Όρσον Γουέλς ως την κορυφαία ταινία όλων των εποχών, η Καζαμπλάνκα παραμένει ίσως η πιο αγαπημένη.
Ίσως επειδή ο Κέρτιζ κατάφερε να ισορροπήσει υποδειγματικά ανάμεσα στο δράμα, το μελόδραμα, την κωμωδία και την ίντριγκα, έχοντας και δύο πρωταγωνιστές που έγραψαν ιστορία. Παρ’ όλα αυτά, δεν έλειψαν και οι αντιδράσεις: ο Ουμπέρτο Έκο, για παράδειγμα, την αντιμετώπισε επικριτικά, χαρακτηρίζοντάς την «πολύ μέτρια», συγκρίνοντάς την με κόμικ-στριπ χωρίς ψυχολογικό βάθος.
Αναμφίβολα, η «Καζαμπλάνκα» κατέχει περίοπτη θέση στην ιστορία του κινηματογράφου, όχι μόνο για την υπόθεσή της, αλλά και για τις ατάκες της που έχουν μείνει ανεξίτηλες στον χρόνο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «Θα έχουμε πάντα το Παρίσι», μια φράση που ανταλλάσσουν ο Μπόγκαρτ και η Μπέργκμαν και έχει συνδεθεί άρρηκτα με τον ρομαντισμό της ταινίας. Εξίσου διάσημη είναι και η αυτοσχέδια ατάκα «Στην υγειά σου, μικρή» (Here’s looking at you, kid), που προσδίδει μια προσωπική πινελιά στον χαρακτήρα του Μπόγκαρτ. Η τελευταία φράση της ταινίας, «Νομίζω ότι αυτή είναι η αρχή μιας υπέροχης φιλίας», σφραγίζει το τέλος με μια νότα αισιοδοξίας.
Είναι εντυπωσιακό, ωστόσο, ότι η πιο διάσημη ίσως ατάκα που αποδίδεται στην ταινία, το «Παίξ’ το ξανά, Σαμ», στην πραγματικότητα δεν ειπώθηκε ποτέ. Παρά το γεγονός ότι έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως, ακόμα και ως τίτλος βιβλίου και της ομώνυμης ταινίας του Γούντι Άλεν, η ακριβής φράση που λέει η Ίνγκριντ Μπέργκμαν στον πιανίστα είναι απλώς «Παίξ’ το, Σαμ» («Play it, Sam»). Αυτό το παράδοξο φαινόμενο δείχνει τη δύναμη της λανθασμένης εκδοχής, η οποία καθιερώθηκε στη συλλογική συνείδηση του κοινού, επισκιάζοντας την πραγματική ατάκα.

