Η διϋδροεπιανδροστερόνη (DHEA) και θειική διϋδροεπιανδροστερόνη (DHEAS) είναι στεροειδή που παράγονται σε μεγάλες ποσότητες από τον ανθρώπινο οργανισμό. Ωστόσο, η φυσιολογική τους σημασία, οι μηχανισμοί δράσης τους, καθώς και ο πιθανός θεραπευτικός τους ρόλος δεν έχουν ακόμα ξεκαθαριστεί.
Οι βιολογικές δράσεις των DHEA, DHEAS σε εγκεφαλικό επίπεδο περιλαμβάνουν την προστασία των νευρικών κυττάρων, την αύξηση του μεγέθους τους, τη δημιουργία και επιβίωση των νευρώνων, τη λειτουργία της απόπτωσης, τη σύνθεση και έκκριση της κατεχολαμίνης, καθώς και την αντιοξειδωτική, αντιφλεγμονώδη και αντιγλυκοκορτικοειδική τους επίδραση. Επιπρόσθετα, η DHEA επηρεάζει τη νευροστεροειδογένεση, καθώς και τη σύνθεση κι έκκριση των ενδορφινών.
Σε ένα πρόσφατο πειραματικό μοντέλο σε αρουραίους που είχαν υποβληθεί σε ωοθηκεκτομή, βρέθηκε ότι η θεραπεία με DHEA μπόρεσε μέσα σε μία εβδομάδα να επηρεάσει την κεντρική λειτουργία της σεξουαλικής ορμής. Στις γυναίκες, από την άλλη, οι αναλύσεις των κλινικών δοκιμών δεν δίνουν συνεκτικά αποτελέσματα και υπάρχουν ακόμα πολλά ζητήματα που χρήζουν διευθέτησης. Αν και η προετοιμασία για την κυκλοφορία της DHEA στην αγορά έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του 90, ο αριθμός των μελετών σχετικά με τη βιολογική δράση του στεροειδούς είναι πολύ περιορισμένος.
Μια πρόσφατη δημοσίευση, όμως, σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό φέρνει στο φως νέα δεδομένα σχετικά με την επίδραση της DHEA στη σεξουαλικότητα. Στη μελέτη συμμετείχαν μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, οι οποίες χωρίστηκαν με τυχαίο τρόπο σε δύο ομάδες. Οι γυναίκες της πρώτης ομάδας λάμβαναν DHEA και οι γυναίκες της δεύτερης βιταμίνη D. Βρέθηκε ότι η δοσολογία των 10mg DHEA είχε ως αποτέλεσμα σημαντική βελτίωση στη σεξουαλική λειτουργία και τη συχνότητα των σεξουαλικών επαφών των γυναικών, σε σύγκριση με τη βιταμίνη D.
Είναι σημαντικό όμως να διερευνηθεί περαιτέρω το φάσμα των συμπτωμάτων που ανταποκρίνονται στη θεραπεία με DHEA, έτσι ώστε να καθοριστεί ο τύπος των σεξουαλικών συμπτωμάτων, αν πρόκειται, δηλαδή, για μειωμένη σεξουαλική λειτουργία ή για τη διαταραχή της υποτονικής σεξουαλικής επιθυμίας, καθώς και ο βαθμός των γνωστικών ή συναισθηματικών συμπτωμάτων που μπορούν να ανταποκριθούν στην εν λόγω θεραπεία.
Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης, λοιπόν, είναι ελπιδοφόρα, αλλά χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης με τη βοήθεια ενός μεγαλύτερου και αντιπροσωπευτικότερου δείγματος.
The Journal of Steroid Biochemistry and Molecular Biology
Το άρθρο επιμελήθηκε ο Κ.Κωνσταντινίδης, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, Πρόεδρος του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, www.andrologia.gr

