Έχουμε ήδη αντιληφθεί ότι η παχυσαρκία είναι παρεπόμενο του πολιτισμού και της κοινωνίας της σπατάλης. Αλλά, ακόμη και αν είχε παρατηρηθεί στην Ιστορία ότι η σιλουέτα κάποιων προνομιούχων, στρατιωτικών, αρχηγών, αστών ή θρησκευτικών εκπροσώπων ήταν κάπως επιβεβαρυμμένη, πρέπει να παρατηρήσουμε παρ’ όλα αυτά ότι η παχυσαρκία εκείνη την εποχή δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία περιστασιακή και περιθωριακή πάθηση.
Έπρεπε να περιμένουμε ως τα μέσα προς τέλη του 20ου αιώνα, προκειμένου να εκδηλωθεί πραγματικά το πρόβλημα και να πάρει διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Άρα οι υπάρχουσες ιδιαίτερες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες είναι εκείνες που οδήγησαν στο ξέσπασμα αυτού του άκρως ανησυχητικού φαινομένου. Διότι ακόμα και στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα η τροφή ήταν αυτό που αντιπροσώπευε από την εμφάνιση της ζωής στον πλανήτη «την πηγή της ζωής».
Ο καθένας είχε πειστεί ότι ο τρόπος με τον οποίον τρεφόταν ρύθμιζε κατά κάποιον τρόπο την κατάσταση της υγείας του, και ότι, όπως ο Ιπποκράτης είχε διδάξει πριν από 25 αιώνες…
«Η τροφή πρέπει να είναι το φάρμακό σου, και το φάρμακό σου η τροφή σου. Είσαι ό,τι τρως».
Αυτό το τελευταίο είχε πολύ περισσότερη σημασία, ιδιαίτερα την εποχή που η τροφή ήταν είδος σπάνιο και ακριβό. Δυστυχώς, εδώ και μερικές δεκαετίες το φάντασμα της πείνας και των στερήσεων διατηρείται στο υποσυνείδητο των λαών του δυτικού κυρίως κόσμου και εξωτερικεύεται με οξείες τάσεις απληστίας…
Τη σημερινή εποχή, δυστυχώς, κανείς δεν κερδίζει πια το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του, γιατί τα καλάθια των αχρήστων είναι γεμάτα από αυτό. Οι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν τα περισσεύματα από το καθημερινό τραπέζι για την εκτροφή των ζώων τους. Στις μέρες μας πηγαίνουν να συναντήσουν τα υπόλοιπα άχρηστα της καταναλωτικής μας κοινωνίας στις χωματερές.
Μετά το 1950, η κοινωνία μας έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει δύο μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα:
· τη σημαντική αύξηση του πληθυσμού, που ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της αύξησης των γεννήσεων καθώς και του περιορισμού της παιδικής θνησιμότητας, συγχρόνως με την αύξηση του μ.ο. ζωής των ανθρώπων, αλλά και της αύξησης των προσφύγων που συνέρεαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες.
· την έντονη πολεοδόμηση, ως συνέπεια του προηγουμένου φαινομένου, αλλά επίσης και της προοδευτικής ερήμωσης της υπαίθρου.
Κατόπιν τούτου έπρεπε να παραχθούν περισσότερα και κυρίως διαφορετικά προϊόντα, γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε συχνά διαφορά μεταξύ των περιοχών παραγωγής τροφίμων και των περιοχών κατανάλωσης.
Στα 1950, το 80% που καταναλωνόταν σε μία επαρχιακή πόλη μέσης σπουδαιότητας, παραγόταν σε μία ακτίνα 30-50 χλμ. στη γύρω περιοχή. Το υπόλοιπο 20% προερχόταν από τις πέριξ περιοχές ή και από πιο μακριά. Σήμερα αυτή η σχέση έχει πλέον ανατραπεί ανεπιστρεπτί. Από τη στιγμή δε που η απληστία λόγω της νέας τάσης προς περαιτέρω πλουτισμό οδήγησε στις εξαγωγές αγρό-κτηνοτροφικών προϊόντων όλα άλλαξαν. Τα φυτοφάρμακα, οι ορμόνες, τα χημικά λιπάσματα, καθώς και κάθε είδους τοξικές ουσίες μπήκαν στην ζωή μας για να βελτιώσουν τις απώλειες των καλλιεργειών, την συντομότερη αύξηση του όγκου και του βάρους των προϊόντων, καθώς και την εμφάνισή τους.
Όλ’ αυτά οδήγησαν την κοινωνία μας στη φάση της τροφικής αφθονίας, με άμεσο αποτέλεσμα τη σταδιακή αύξηση του βάρους του δυτικού πληθυσμού.
Ο ανθρώπινος οργανισμός, θα σκεφτόταν κανείς, λειτουργεί σαν λέβητας. Για να ζήσει, χρήζει ενέργειας, την οποία προσπορίζεται από την τροφή του. Τοιουτοτρόπως, έχουμε πρόσληψη ενέργειας και από την άλλη τη χρησιμοποίησή της.
Η ευσαρκία και πολύ περισσότερο η παχυσαρκία δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά η συνέπεια της έλλειψης ισορροπίας μεταξύ των “εισερχομένων” και των “εξερχόμενων”. Με άλλα λόγια τα πλεονάζοντα κιλά δεν είναι τίποτε άλλο παρά “κατάλοιπα ενέργειας”.
Αυτό θα σήμαινε ότι εάν κάποιος είναι παχύς αυτό θα οφειλόταν στο ότι είτε έτρωγε πολύ, είτε στο ότι δεν ασκούνταν αρκετά, είτε και στα δύο μαζί..
Από αυτή την απλοϊκότατη υπόθεση, αλλά σύμφωνα με κάποια λογική, γεννήθηκε η υποθερμιδική δίαιτα. Έτσι λοιπόν οι τροφές αναλόγως του βάρους και της κατηγορίας στην οποία ανήκουν κατετάγησαν με βάση την θερμιδική τους αξία. Ο συλλογισμός όμως αυτός με την πάροδο του χρόνου και με τον συνεχή εμπλουτισμό σε γνώσεις εκρίθη ως απόλυτα εσφαλμένος. Το να μετρά κανείς μόνον το περιεχόμενο του πιάτου, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν τις διεργασίες εκείνες που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της πέψης είναι λίαν επιεικώς αστείο.
Από εκεί λοιπόν γεννήθηκε η συμβατική διαιτητική επιστήμη, εκούσια περιοριστική, ως υποθερμιδική. Αποφασίζοντας λοιπόν χωρίς ιδιαίτερες σκέψεις ότι ο μέσος άνθρωπος χρειάζεται περίπου 2.500 θερμίδες ημερησίως, υπερτόνιζε ότι αν π.χ. κάποιος καταναλώσει 3.000 θερμίδες θα αύξανε το βάρος του, ενώ κάποιος που θα έτρωγε 2.000 θα το μείωνε. Αυτό το υπερβολικά απλό σχήμα που στηρίχθηκε σε μία απλοϊκή αντίληψη των πραγμάτων, είναι αυτό που κυριάρχησε στην διαιτητική μάχη κατά της παχυσαρκίας τις τελευταίες δεκαετίες. Δυστυχώς είναι αυτό πού χρησιμοποιούν επίσημα τα νοσοκομεία, και που διδάσκουν ακόμα στις αναγνωρισμένες σχολές διαιτητικής. Αν λοιπόν κάποτε τύχει και ένας χονδρός ειδικός προσπαθεί να σας πείσει να χάσετε τα περιττά σας κιλά με κάποια δίαιτα πείνας να τον ρωτήσετε γιατί εκείνος δεν τα κατάφερε έως τώρα. Η απάντηση που θα σας δοθεί πιθανώς να σας προκαλέσει κρίση γέλιου.
Το να λάβουμε υπ’ όψιν μας το μοντέλο ενέργειας, όπως κάνουν ακόμα πολλοί επαγγελματίες της διαιτητικής, σημαίνει να αγνοήσουμε με τόλμη τα φαινόμενα εφαρμογής και ρύθμισης του ανθρωπίνου σώματος, ν’ αρνηθούμε τις εξατομικευμένες ιδιαιτερότητες που κάνουν κάθε άνθρωπο μοναδικό και επίσης να αποκρύψουμε επιμελώς τον «ποιοτικό παράγοντα των τροφών».
Αντίθετα με τις ιδέες αυτές, ο παχύσαρκος δεν είναι κατ’ ανάγκη αυτός που τρώει υπερβολικά. Στις περισσότερες των περιπτώσεων συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Ο καλύτερος τρόπος για να αποδείξουμε την αναποτελεσματικότητα της υποθερμιδικής δίαιτας είναι να αναλύσουμε τις συνέπειές της στη χώρα εκείνη που εφαρμόζεται καθημερινά από μερικές δεκάδες εκατομμύρια συνανθρώπους μας, στις Η.Π.Α.
Ενενήντα οκτώ εκατομμύρια Αμερικάνοι ακολουθούν καθημερινά δίαιτες χαμηλών θερμίδων, και αυτό εδώ και τουλάχιστον 50 χρόνια. Το μήνυμα των χαμηλών θερμίδων είναι γι’ αυτούς πανταχού παρόν. Με τα οπτικοακουστικά μέσα συγχρόνως δε με τον διαφημιστικό καταιγισμό, τα μηνύματα αυτά δυστυχώς έχουν πλέον αγκυροβολήσει στο υποσυνείδητό τους. Και για να είναι σίγουροι ότι θα επιτύχουν αποτελέσματα, οι Αμερικάνοι, οι οποίοι είναι οι υπέρμαχοι των ακραίων καταστάσεων, δεν περιορίζονται μόνον στη μέτρηση των θερμίδων, αλλά επιδίδονται σχεδόν μετά μανίας σε σπορ, όπως π.χ. τζόκινγκ, για να… κάψουν όσο το δυνατόν περισσότερη ενέργεια. Παρ’ όλα αυτά οι στατιστικές στις Η.Π.Α. είναι καταστροφικές και το μέλλον δυσοίωνο. Πώς είναι δυνατόν παρ’ όλες τις δίαιτες πείνας και την καθημερινή άσκηση στην οποία επιδίδονται οι Αμερικάνοι, να είναι οι πλέον εύσαρκοι και παχύσαρκοι άνθρωποι στον κόσμο;
Γνωρίζαμε ήδη ότι η υποθερμιδική δίαιτα ήταν αναποτελεσματική, και ότι σχεδόν πάντα οδηγεί σε αποτυχία, τώρα όμως γνωρίζουμε και το γιατί. Η θεωρία, επί της οποίας στηρίζεται, είναι εσφαλμένη και δεν έχει κανένα επιστημονικό υπόβαθρο.

