Η δημιουργία του ΕΣΥ — η σημαντικότερη κατάκτηση στον τομέα της υγείας, στην ελληνική κοινωνία — βασίσθηκε στις ακόλουθες αρχές:

• Η υγεία είναι κοινωνικό αγαθό που δεν υπόκειται στους νόμους του κέρδους
• Οι υπηρεσίες υγείας παρέχονται σε κάθε πολίτη ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική του θέση
• Η προστασία της υγείας αποτελεί αποκλειστική ευθύνη του κράτους

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Αυτές οι βασικές αρχές, παρά την επίθεση που υφίστανται από την παμφάγο, κερδοφρενή αγορά και το σκληρό νεοφιλελεύθερο πολιτικό πρόσωπο της συγκυβέρνησης ΝΔ-(νεοΠΑ)ΣΟΚ, είναι βαθιά ριζωμένες στους μη προνομιούχους έλληνες, που προσφεύγουν στο ΕΣΥ και στους γιατρούς και στο νοσηλευτικό προσωπικό που το υπηρετούν με αυταπάρνηση.

Για τη σχεδίαση ενός αποτελεσματικού συστήματος υγείας, με λογικό κόστος λειτουργίας και αξιοπρεπή χρηματοδότηση, αναγκαία και ικανή συνθήκη είναι η κατάθεση και ο σαφής ορισμός των στόχων του και των μεθόδων για την επίτευξη αυτών των στόχων, προσανατολισμένων, βέβαια, προς τον άνθρωπο-άρρωστο–πολίτη-χρήστη των υπηρεσιών υγείας.

Αυτό σημαίνει ταυτότητα σκοπών και στόχων μεταξύ του σχεδιαστή-παρόχου και πολίτη-(αρρώστου) χρήστη των υπηρεσιών υγείας και ύπαρξη κοινού ενδιαφέροντος, διότι κοινό είναι το συμφέρον, για την ορθή και αποτελεσματική λειτουργία του συστήματος.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Εξ ορισμού σε ένα ΕΘΝΙΚΟ σύστημα υγείας, η υγεία θεωρείται και αντιμετωπίζεται ως πανανθρώπινο αγαθό και δικαίωμα. Μοναδικό κριτήριο για την παροχή φροντίδας υγείας είναι η ιδιότητα άνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκεύματος, φύλου, χρώματος, πολιτικών ή άλλων προτιμήσεων.

Ως ΥΓΕΙΑ, σε ένα τέτοιο σύστημα, θεωρείται όχι μόνον η απουσία νόσου ή αναπηρίας, αλλά και η κατάσταση σωματικής, ψυχικής νοητικής και κοινωνικής αίσθησης του «καλώς έχειν» (ευζωία), με μέριμνα τόσο για την προαγωγή της υγείας και την πρόληψη των νόσων, όσο και για την αποκατάστασή της.

Τέλος, στο επίπεδο της ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ το σύστημα, προσφέρει στους πολίτες του ηθική και υλική υποστήριξη.

Κόστος και χρηματοδότηση του ΕΣΥ

Το κόστος της σύγχρονης ιατρικής και της ιατρικής τεχνολογίας έχει καταστεί δυσβάστακτο, πλέον, και για τα πλουσιότερα κράτη (δεν είναι ελληνικό μόνον το φαινόμενο) και η λήψη μέτρων για τη μείωσή του, αναγκαία μεν, δημιουργεί και σημαντικά ηθικά διλήμματα.

Ήδη, διάφορες κυβερνήσεις, υπαγορεύουν στους γιατρούς λήψη αποφάσεων, βάσει οικονομικών κριτηρίων. Άγγλοι γιατροί καταγγέλλονται ότι δεν χειρουργούν αρρώστους με στεφανιαία νόσο, οι οποίοι αρνούνται να διακόψουν το κάπνισμα. Και κάποιος οικονομολόγος της υγείας θεωρεί ότι οι καπνιστές ωφελούν το σύστημα διότι πεθαίνουν νέοι. Ο ίδιος, πιθανόν, να προσδοκά ότι θα πεθάνει υγιής.

Από την άλλη μεριά οι άρρωστοι διεκδικούν, και δικαίως, την καλύτερη δυνατή ιατρική φροντίδα, ανεξαρτήτως κόστους. Η διάσταση μεταξύ του ατομικού συμφέροντος και του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου είναι εμφανής.

H εισβολή των αρχών του εμπορίου στην ιατρική έχει δημιουργήσει ένα «τερατώδες υβρίδιο» και έχει προκαλέσει, στην προβληματιζόμενη ιατρική κοινότητα και στην κοινωνία, την αίσθηση ότι κάτι εμφανώς εσφαλμένο συμβαίνει στην ιατρική.

Η μείωση της σπατάλης στον τομέα της υγείας είναι αναγκαία. Είναι γεγονός, ότι ο γιατρός είναι υποχρεωμένος, όπως επιτάσσει ο όρκος του και όπως εξουσιοδοτείται από τον άρρωστό του, να ενεργεί αποκλειστικά και μόνον προς όφελος του αρρώστου του. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι το πραγματικό συμφέρον του αρρώστου του είναι, πάντοτε, η ακριβότερη επιλογή θεραπείας ή διαγνωστικής εξέτασης και η σπάταλη διαχείριση των πόρων του συστήματος.

Οι γιατροί εκτός από θεραπευτές ασκούν πολιτική στην υγεία και λαμβάνουν αποφάσεις οικονομικού περιεχομένου, σε έκταση που λίγοι συνειδητοποιούν ή παραδέχονται. Κάθε κλινική απόφαση συνεπάγεται οικονομικό κόστος. Από την απλή γενική ούρων μέχρι την αξονική και μαγνητική τομογραφία. Από την απλή συνταγογράφηση αναλγητικού μέχρι την εγχείρηση ανοικτής καρδιάς.

Οι γιατροί ορθώς προσπαθούν να διασφαλίσουν την επαγγελματική και κλινική τους ελευθερία και αυτονομία και αισθάνονται, ότι αυτές κινδυνεύουν όταν η πολιτεία έρχεται να ελέγξει την ορθολογικότητα της κλινικής πράξης. Εν τούτοις, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι η «κλινική ελευθερία» δεν ασκείται εν κενώ και ο κλινικός γιατρός δεν μπορεί να αγνοεί ή να αδιαφορεί για τις συνέπειες που έχει η άσκηση της «κλινικής του ελευθερίας», στον άρρωστο και την κοινωνία.

Το συμφέρον του αρρώστου δεν αποτελεί άλλοθι για την ασυδοσία που παρατηρείται, σήμερα, στην κατάχρηση φαρμάκων και εξετάσεων και δεν μπορεί να ερμηνεύεται ως «ελευθέρας» προς τους γιατρούς, να αδιαφορούν για το κόστος που εμπεριέχει η λήψη κλινικών αποφάσεων.

Η πολιτεία, έχει την υποχρέωση να χαλιναγωγήσει και να εκλογικεύσει το, αλματωδώς, αυξανόμενο κόστος υπηρεσιών υγείας. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, αποκλεισμούς, ποσοστώσεις και στατιστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Η διερώτηση των οικονομολόγων της υγείας: «αξίζει το κόστος αυτής της θεραπείας, διαγνωστικής εξέτασης, σε αυτόν το άρρωστο, δεδομένων των εναλλακτικών περιπτώσεων στις οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αυτά τα χρήματα;», δεν πρέπει να κλονίσει τη θεμελιώδη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ γιατρού και αρρώστου, που είναι το μείζον αγαθό.

Προσεγγίζουμε στο σημείο, όπου η παροχή υψηλής, αλλά δαπανηρής ιατρικής τεχνολογίας, σε όλους όσους την έχουν ανάγκη, θα καταστεί αδύνατη εάν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα. Θα αναγκαστούμε, ως κοινωνία, να λάβουμε αποφάσεις προτεραιοτήτων και περιοριστικές — rationing.

(Κουπόνι!). Τι, Πόσο, Πότε σε Ποιόν.

Δεν μπορούμε να στρουθοκαμηλίζουμε άλλο. Όλα τα παραπάνω αναφερθέντα είναι ήδη μαζί μας. Ποιος, λοιπόν, θα λάβει τις αναγκαίες αποφάσεις;

Αποφάσεις αντιμετώπισης των ηθικών ιατρικών διλημμάτων που θέτει: Η ευθανασία, η γενετική και η γονιδιακή μηχανική. Ο περιορισμός του αυξημένου κόστους φροντίδας υγείας, που φέρνει αντιμέτωπα το ατομικό συμφέρον και το συμφέρον του συνόλου;

Αποφάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, που θέτει η αύξηση του γηράσκοντος πληθυσμού;
Αποφάσεις για τη δυνατότητα παροχής ακριβής υψηλής τεχνολογίας ιατρικής φροντίδας στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του και όχι μόνο ανάλογα με το πορτοφόλι του;

Το ιατρικό σώμα δεν δικαιούται και δεν μπορεί να λάβει τέτοιες αποφάσεις, όταν η υπάρχουσα επιστημονική γνώση και το υπάρχον νομικό πλαίσιο είναι ανεπαρκή.

Ούτε το συμβόλαιο εμπιστοσύνης γιατρού-αρρώστου, που ορίζει ότι ο γιατρός είναι υποχρεωμένος να ενεργεί αποκλειστικά και μόνον προς όφελος του αρρώστου του, επιτρέπει τη λήψη τέτοιων αποφάσεων.

Επομένως ποιος θα αποφασίσει; Οι δυνάμεις της αγοράς ή οι κυβερνητικές επιτροπές; Και με ποια κριτήρια;

Όσο ανήθικο είναι να στερείς από κάποιον αναγκαία θεραπεία ή αναγκαίες εξετάσεις, (ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ περιορισμού του κόστους), εξ ίσου ανήθικο είναι να διενεργείς μη αναγκαίες εξετάσεις και να χορηγείς μη αναγκαίες θεραπείες ή ακριβές εξετάσεις και θεραπείες, όταν υπάρχουν φθηνότερες και εξ ίσου αποδοτικές (ΙΑΤΡΟΓΕΝΗΣ ΑΥΞΗΣΗ του κόστους).

Η παραπάνω διαπίστωση δείχνει τα μέτρα που είναι αναγκαία: Και για τη διασφάλιση της σχέσης γιατρού-αρρώστου. Και για την λήψη από την πολιτεία των αναγκαίων αποφάσεων χαλιναγώγησης της σπατάλης. Και για την αποφυγή συγκρουσιακών καταστάσεων:

1.Λήψη αποφάσεων για περιοριστική πολιτική σε κεντρικό (Κυβερνητικό επίπεδο). Ο γιατρός δεν δικαιούται και δεν υποχρεούται να λαμβάνει τέτοιες αποφάσεις, ad hoc, στο κρεβάτι του αρρώστου.
2.Δημιουργία οδηγιών και κριτηρίων που θα ορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου ο γιατρός θα λαμβάνει τις δικές του αποφάσεις.
3.Αποκάλυψη από τον γιατρό όλης της αλήθειας στον άρρωστο του, ως προς την περιοριστική πολιτική που ισχύει για θεραπεία ή εξέταση, την οποία αυτός (ο γιατρός) κρίνει αναγκαία, ώστε ο άρρωστος, γνωρίζοντας, να κάνει τις δικές του επιλογές.
4.Δημιουργία αποδοτικών υπηρεσιών στις οποίες να μπορεί να προσφύγει ο γιατρός και ο άρρωστος σε περιπτώσεις αρνήσεως διενέργειας διαγνωστικής εξετάσεως ή παροχής θεραπείας. Είναι ηθική υποχρέωση της πολιτείας και παρόμοιοι μηχανισμοί προστασίας είναι αναγκαίοι, διότι η σε κεντρικό επίπεδο μορφοποίηση της γενικής πολιτικής, συχνά παραβλέπει επί μέρους περιπτώσεις.

Θα μπορούσε η αγορά να επιχειρήσει μία αβλαβή διέλευση από τα χωρικά ύδατα της ιατρικής; και πως από ποιόν θα κριθεί αυτή η δυνατότητα;

Ιδού ένα καθαρά πολιτικό ερώτημα, το οποίο απαιτεί σαφή πολιτική απάντηση, σε θεμελιώδη ερωτήματα:

1. ΠΟΙΟΥ ΤΟ ΟΦΕΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΘΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΟΥΝ οι δηλούμενοι στόχοι;

Σε μια δημοκρατική, κοινωνικά ευαίσθητη πολιτεία, η απάντηση είναι προφανής: Πρωτίστως, των εχόντων ανάγκη κοινωνικοοικονομικά αδυνάτων.

2. ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΕΠΩΜΙΣΘΕΙ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ αυτής της πολιτικής;
Και εδώ η απάντηση είναι μονοσήμαντη. Η πολιτεία. Δηλαδή όλοι μας.

3. ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΥΤΟ;
α) Με την παραγωγή συγκεκριμένης πολιτικής υγείας, μετά από διάλογο και με επίβλεψη εφαρμογής των συμφωνημένων.
β) Με αποτελεσματικό διοικητικό μηχανισμό ελέγχου και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της εφαρμοζομένης πολιτικής και
γ) Ανατροφοδότηση στην κεντρική διοίκηση, ώστε να υπάρχει δυνατότητα εντοπισμού αποκλίσεων από τον στόχο και εγκαίρων διορθωτικών παρεμβάσεων.
δ) Με την εφαρμογή ενός ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ (ΕΣΑΥ), που θα παρέχει ένα «πακέτο» ολοκληρωμένης φροντίδας υγείας σε κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως των οικονομικών του δυνατοτήτων. Αυτός είναι ο ευθύτερος τρόπος παροχής φροντίδας υγείας σε όλους τους πολίτες, συμπεριλαμβανομένων και των ανέργων.

Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν επιθυμούν να προσδιορίζει το οικονομικό μοντέλο την σχέση τους με τον γιατρό τους ή το νοσοκομείο τους.

Οι άνθρωποι αξιολογούν την υγεία ως μη αγοραίο αγαθό.

e-mail: impious@otenet.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης