Αντιρρήσεις ακόμη και συνταγματικής φύσεως εκφράζει η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος μετά την ψήφιση της τροπολογίας με την οποία ουσιαστικά νομιμοποιούνται όλες οι λίστες φοροδιαφυγής.

Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος με ανακοίνωσή της χρησιμοποιεί σκληρή γλώσσα για τη νομοθετική αυτή πρωτοβουλία της κυβέρνησης για την οποία εγείρει σοβαρές συνταγματικές επιφυλάξεις και αφήνει σαφείς αιχμές περί χρησιμοποίησης της Δικαιοσύνης προς χάριν των πολιτικών επιδιώξεων.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στην ανακοίνωσή της η Ένωση αναφέρει ότι δεν προηγήθηκε δημόσια διαβούλευση και επισημαίνει πως πρόκειται για «διάταξη που εξυπηρετεί τη διεκπεραίωση εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης και, επομένως, υπόκειται ευλόγως σε κριτική ως νομοθετική παρέμβαση ad rem» και συνεχίζει τονίζοντας «Συνακόλουθα, δεν αποφεύγει να δημιουργήσει την εντύπωση εργαλειακής χρησιμοποίησης της Δικαιοσύνης για την επίτευξη ορισμένης πολιτικής ή στόχου, που δεν είναι συμβατή με τους κανόνες καλής νομοθέτησης και σεβασμού των διακριτών ρόλων των πολιτειακών λειτουργιών». 

Μάλιστα, οι εισαγγελείς εγείρουν και θέματα συνταγματικότητας αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «η νέα διάταξη εισάγει, με τρόπο νομικά μη αποδεκτό, ειδική δικονομική αντιμετώπιση ορισμένων κατηγοριών εγκλημάτων και κατηγορουμένων, ώστε η μεταχείρισή τους, στο πεδίο της επί ίσοις όροις άσκησης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων να εγγράφεται ως ελεγχόμενη, όσον αφορά στη συμβατότητά της με βασικές δικαιοκρατικές παραμέτρους, όπως αυτές έχουν παγιωθεί από την εσωτερική νομολογία, αλλά και από εκείνη του ΕΔΔΑ».

Ο​λόκληρη η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος έχει ως εξής:

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Με το άρθρο 65 Ν 4356/2015 («Σύμφωνο συμβίωσης, άσκηση δικαιωμάτων, ποινικές κ. ά διατάξεις») –το οποίο, μάλιστα προήλθε από τροπολογία μη υποβληθείσα σε δημόσια διαβούλευση-, εισήχθη παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ, ώστε για ορισμένες κατηγορίες κακουργημάτων (αρμοδιότητας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς), εφεξής να επιτρέπεται κατ’ αρχήν η αποδεικτική αξιοποίηση στοιχείων που έχουν συλλεγεί με μη νόμιμο τρόπο.

Με τη διάταξη αυτή, κατ’ ουσίαν επανέρχεται εν μέρει σε ισχύ η διάταξη ως είχε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 10 Ν 3674/2008. Ο νόμος εκείνος επιχείρησε τότε να ευθυγραμμίσει τη διάταξη του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ με τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΕΕ, με αφορμή την εκ νέου τροποποίηση της διάταξης αυτής, εκφράζει τις επιφυλάξεις του, ιδίως διότι:

(α) Η τροποποίηση αφορά και πάλι σε βασική διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρά το γεγονός ότι εκκρεμεί το έργο της ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής αναθεώρησης του ΚΠΔ και παρά το αίτημα που η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος –και άλλοι επιστημονικοί φορείς- έχουν πλειστάκις υποβάλλει, να μην τροποποιούνται τα κείμενα των Κωδίκων με άσχετα νομοθετήματα, χωρίς την απαιτούμενη συστηματική και δογματική επεξεργασία, καθώς οι εφαρμοστές του δικαίου αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις συχνές και ευκαιριακές τροποποιήσεις του νόμου, με συνέπεια να γεννάται σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου.

(β) Η νέα διάταξη δεν είναι εμφανές εάν και πώς συνάδει με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 19 § 3, σύμφωνα με την οποία «απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού (απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας) και των άρθρων 9 (άσυλο κατοικίας) και 9 Α(προστασία προσωπικών δεδομένων)».

(γ) Η νέα διάταξη εισάγει, με τρόπο νομικά μη αποδεκτό, ειδική δικονομική αντιμετώπιση ορισμένων κατηγοριών εγκλημάτων και κατηγορουμένων, ώστε η μεταχείρισή τους, στο πεδίο της επί ίσοις όροις άσκησης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων να εγγράφεται ως ελεγχόμενη, όσον αφορά στη συμβατότητά της με βασικές δικαιοκρατικές παραμέτρους, όπως αυτές έχουν παγιωθεί από την εσωτερική νομολογία, αλλά και από εκείνη του ΕΔΔΑ.

(δ) Τέλος, η νέα διάταξη εξυπηρετεί τη διεκπεραίωση εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης και, επομένως, υπόκειται ευλόγως σε κριτική ως νομοθετική παρέμβαση ad rem. Συνακόλουθα, δεν αποφεύγει να δημιουργήσει την εντύπωση εργαλειακής χρησιμοποίησης της Δικαιοσύνης για την επίτευξη ορισμένης πολιτικής ή στόχου, που δεν είναι συμβατή με τους κανόνες καλής νομοθέτησης και σεβασμού των διακριτών ρόλων των πολιτειακών λειτουργιών.

Το ΔΣ της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος υπογραμμίζει την προσήλωση της εισαγγελικής αρχής στο στόχο της καταπολέμησης της διαφθοράς, πάντοτε εντός του συνταγματικού πλαισίου».

Η τροπολογία της νομιμοποίησης

Όσον αφορά στη νομιμοποίηση των λιστών, αυτή προέκυψε μετά από την κατάθεση της σχετικής τροπολογίας από τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημ. Παπαγγελόπουλο. 

Σύμφωνα με αυτή, νομιμοποιούνται όλες οι λίστες φοροδιαφυγής αλλά και άλλα αποδεικτικά μέσα κατά της κακουργηματικής φοροδιαφυγής και διαφθοράς τα οποία αποκτήθηκαν με παράνομες πράξεις (π.χ υποκλοπή λιστών από τράπεζες όπως η λίστα Lagarde).

Κι αυτό γιατί μπορεί οι περίφημες λίστες να ανακτήθηκαν με επίσημο τρόπο (Γαλλία, Βεστφαλία – Ρηνανία) αλλά θεωρείται δεδομένο ότι όταν έρθει η στιγμή της δίκης ή της πιθανής παραπομπής τότε το βασικό επιχείρημα των κατηγορουμένων θα είναι η μη μονιμότητα απόκτησης των στοιχείων.

Με την τροπολογία καταργούνται ουσιαστικά αυτά τα επιχειρήματα, ενώ ταυτόχρονα δίνεται μεγάλη δυνατότητα στους εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος και διαφθοράς να «στήσουν» στον τοίχο έναν μεγαλοκαταθέτη – φοροφυγά ώστε να επιστρέψει χρήματα.

Η τροπολογία που «πάει πακέτο» με το νομοσχέδιο για την επέκταση του Συμφώνου Συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια έχει ως στόχο – όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση – να δίνεται η «δυνατότητα αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων, η χρήση των οποίων , με το υφιστάμενο νομικό καθεστώς, θα μπορούσε να εμποδιστεί, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό διερεύνησης και τιμωρίας πράξεων μεγάλης απαξίας όπως κακουργημάτων φοροδιαφυγής».

Η διάταξη που προωθείται, ουσιαστικά παρακάμπτει τον «σκόπελο» του άρθρου 177 παρ.2 του Κ.Π.Δ, κατά το οποίο «αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων εξαναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με απειλή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 δ’ ΚΠΔ.

Στο άρθρο αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι:

1. Στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα Οικονομικού εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 177 του ΚΠΔ, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δυνατότητα πρόσβασης κατά το άρθρο 17Α παράγραφος 8 εδάφιο α του ν. 2523/1997 και του άρθρου 2 παράγραφος 5 εδάφιο α του ν. 4022/2011

2. Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση είναι σημαντικά κατώτερη από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης