Και τώρα τι λέτε;
Βγήκε στο δρόμο, καλύπτοντας το κεφάλι της και με τα δυο της χέρια.
Ο μολυβένιος ουρανός έλιωνε σε χοντρές πυκνές αστραπές φωτιάς, που έπεφτε πάνω στη γη, καρβουνιάζοντας άντρες γυναίκες παιδιά.
Ο ξερός εκκωφαντικός κρότος ακολούθησε το χαράκωμα μιας ομοβροντίας οβίδων θανάτου.
Κοίτα! Βλέπεις την κοπελούδα;
Ειρήνη την λένε.
Προσέξτε την.
Αναστατωμένη ψάχνει τις λέξεις.
«Γιατί;» «Επειδή;» «Μήπως;»,
«Κι αν; Κι αν; Κι αν;…»
Διώχνει απ’ τη σκέψη της όλες τις απαντήσεις στα βασανιστικά ερωτήματα της αγωνίας της.
Η Ειρήνη, τώρα, ανησυχεί, αγωνιά, για εκείνον.
Τον άνθρωπο του χαμού, με την στολή του πολέμου ντυμένον.
Δεν τολμά να αρθρώσει τη λέξη στη σκέψη της.
Τα μάτια της, εκείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια της, μόνο, μιλάνε βουβά την αγωνία της. Τάχυνε το βήμα της και χάθηκε, στη στροφή του δρόμου.
Βοηθήστε την περήφανη κόρη, την Ειρήνη. Την Ποθητή για τον καθένα, και μοναδική για τους ζηλωτές της ζωής.
Αναζητά, ξέφρενη, μέσα στην νύχτα τη φωτιάς και του χαμού,
τον Άνθρωπο.
Περιπλανιέται στους δρόμους που ερημώνουν καθώς ο απαίσιος κρότος της οβίδας ανοίγει τον λάκκο του θανάτου.
Κόρνο του θανάτου. Θανατοπόλεμος.
Τρέχει να βρει το ρυάκι της ζωής, η Ειρήνη, πριν χυθεί στον ποταμό του αίματος.
Αναζητά τον ελιμενιστή του πόθου της, τον Άνθρωπο, που παλεύει με τους δαίμονες.
Τον ψάχνει, απελπισμένα, τον αναχωρητή, που πάντα επιστρέφει, ο ίδιος
Σπορέας καλών ιδεών
Ανεμοπόρος των ονείρων,
Ποντοπόρος των βάλτων της ζωής,
Ψάχνει τον Άνθρωπό της, που μένει πάντα καθαρός,
γιατί έχει άσπιλη ψυχή, κι αστραποβόλο νου, με καθαρή καρδιά.
Και τώρα θα επιστρέψει.
Θα επιστρέψει;…
«Ναι; γύρισε;»
Η Ειρήνη κοντοστέκεται στον δρόμο του γυρισμού.
Ελ. Α.