Σήμερα -παρ’ ότι σπανίως το πράττω- θα σάς πω μία προσωπική ιστορία…

Στις 10 Σεπτεμβρίου 2001 κάνει πρεμιέρα στη χώρα μας το «Big Brother»,
που έχει ξεσηκώσει κατά το προηγούμενο διάστημα θύελλα διαμαρτυριών
από το διαχρονικώς παγανίζον «Νεοελληνικό Χριστιανοταλιμπανάτο».
Το κοινωνιολογικό αριστούργημα «1984» τού Τζορτζ Όργουελ
-και δη, το δυστοπικό πολιτικό εύρημα που καλείται ως «Μεγάλος Αδελφός»-
ανάγεται πλέον σε Προφητεία
και μετατρέπεται σε τηλεοπτικό προϊόν
που στοχεύει να διερευνήσει τούς ανθρώπινους χαρακτήρες
όταν βρίσκονται «Υπό το Καθεστώς τής Διαρκούς Παρακολούθησης»
(με άμεση συνεπαγωγή και με επικρεμάμενη απειλή τη Δημοσιοποίηση).

Η δική μου σχέση με την Τηλεόραση είναι «ντιενεϊκή», είναι ενστικτώδης,
αγγίζει τη φυσική ροπή και την έμφυτη συνειδητοποίηση,
οπότε, ακόμη κι αν απουσιάζει ενίοτε η Γνώση, έρχεται η Διορατικότητα να την αναπληρώσει
(το Ένστικτο είναι Ταμιευτήριο Χρόνου
και σού προσφέρει τη δυνατότητα να καλύπτεις σε εύθετο διάστημα τα γνωσιακά κενά σου).
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, λοιπόν,
τρώω τότε μία αρχέγονη «φλασιά»
και αρχίζω να παρακολουθώ φανατικώς από την πρώτη στιγμή το αμφιλεγόμενο concept,
κρατώντας ημερολόγιο με τα περιστατικά που προβάλλονταν σε κάθε επεισόδιο
και συνοδεύοντας τα τεκταινόμενα με τα δικά μου σχόλια.

Μία ημέρα μετά, συμβαίνει η ορόσημη για την Ανθρωπότητα «11η Σεπτεμβρίου»,
οι υστερικές κραυγές καταλαγιάζουν
διότι η παγκόσμια προσοχή έχει στραφεί στην ακραία τρομοκρατική ενέργεια
και δεν υπάρχει χώρος για ψυχωσικές γραφικότητες,
το «Big Brother» αποκτά ξάφνου μία διαφορετική διάσταση για την ημεδαπή κοινωνία,
άπαντες χρειαζόμαστε επειγόντως ένα αγχολυτικό
και καταφεύγουμε -έστω προσωρινώς- στην εκούσια λήθη,
ώστε να αντεπεξέλθουμε στο κολοσσιαίο σοκ
που μάς έχει προκαλέσει η χιλιόμβη στους «Δίδυμους Πύργους».
Έτσι, το εν λόγω reality ανάγεται σε καβαφικές σφαίρες,
αυτή η «Μια Κάποια Λύσις» που έχουμε ανάγκη για να ξεχαστούμε είναι εδώ,
σύντομα επανέρχονται οι τσακωμοί στο γαλανόλευκο «γαλατικό χωριό»,
οι ανυποψίαστοι συμμετέχοντες αντιμετωπίζονται ως «λαϊκοί ήρωες»
και απολαμβάνουν εκκωφαντική δημοσιότητα,
ο τελικός μεταδίδεται την Παραμονή τής Πρωτοχρονιάς,
όλη η χώρα αλλάζει έτος παρακολουθώντας «Big Brother»
και κρατώντας την ανάσα της κατά τη στιγμή τής ανακοίνωσης τού νικητή,
η Τηλεθέαση είναι μονοπωλιακή (φτάνει μέχρι και στις παρυφές τού κοσμογονικού 90%),
η 1η Ιανουαρίου 2002 βρίσκει την Ελλάδα να τρέμει από «στερητικό σύνδρομο».
Εγώ -θυμάστε το «ημερολόγιο» που σάς έλεγα;-
αισθάνομαι θλίψη διότι ένα ταξίδι έχει φτάσει στο τέλος του,
όμως έλα που τώρα διαπιστώνω ότι τα γραπτά μου είναι κοτζαμάν «βιβλίο»·
έτσι, όντας ευρισκόμενος σε άρνηση αποδοχής τής αυλαίας,
μού γεννάται η ιδέα να απαθανατιστεί μέσω τής Τυπογραφίας το πόνημά μου.

Πράγματι, πηγαίνω τα κείμενά μου στους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους,
θεωρώντας ότι θα πραγματωνόταν η ευγενής επιθυμία μου,
όμως διαψεύδεται η προσδοκία μου.
Ποιος ήταν ο λόγος..;
Σάς μεταφέρω τι μού είχε ειπωθεί από τούς καθ’ ύλιν αρμόδιους..:
«Τα κείμενά σας είναι καλά,
όμως δεν είστε παίκτης τού “Big Brother”,
ούτε καν ένα “δημόσιο πρόσωπο” ώστε να κινητοποιηθεί το Μαζικό Ενδιαφέρον.».

Και όντως, είχαν απόλυτο δίκιο,
καθώς μέχρι τότε η μοναδική επαφή μου με τα «Μ.Μ.Ε.»
ήταν η ιδιότητά μου ως συντάκτης και αρχισυντάκτης σε τηλεπαιχνίδια γνώσεων.
Όμως, η ιστορία δεν είχε τελειώσει ακόμη…

Ο υπεύθυνος ενός πασίγνωστου οίκου,
δεν περιορίστηκε απλώς στη θεσμική τυπικότητα τής αρνητικής απάντησής του,
αλλά μού απηύθυνε την κομβική παραίνεση..:
«Γιατί δεν προτείνετε τα κείμενά σας σε μία εφημερίδα;
Η γραφή σας θα είχε επιτυχία αν μετουσιωνόταν σε τηλεοπτική στήλη…».

Μόλις μού έχει μπει η ιδέα,
οπότε -αμ’ έπος, αμ’ έργον- αρχίζω τις τηλεφωνικές προσπάθειές μου
και ο πρώτος που ανταποκρίνεται είναι ο Δημήτρης Κωνσταντάρας,
ο οποίος -όντας κουμπάρος τού Γιώργου Τράγκα-
έχει αναλάβει εκείνο το διάστημα διευθυντής στην εφημερίδα «Traffic».
«Κύριε Κωνσταντάρα,
κρατούσα ένα τηλεοπτικό ημερολόγιο καθ’ όλην τη διάρκεια τού “Big Brother”,
το πήγα στους εκδοτικούς οίκους και με προέτρεψαν να απευθυνθώ σε εφημερίδες.
Θα μπορούσαμε να έχουμε μία συνάντηση για να σάς καταθέσω τα γραπτά μου,
ώστε να κρίνετε αν αξίζει να έχετε μία συνεργασία μαζί μου;».
«Βεβαίως…», μού απαντά αμέσως με μεγαθυμία,
οπότε λαμβάνει χώρα το ραντεβού μας
(χαμογελώ συνωμοτώντας με τον εαυτό μου,
καθώς στο ίδιο κτήριο με την «Traffic» συστεγαζόταν η «Χώρα»).
Η κουβέντα μας ήταν διερευνητική μεν, ουσιαστική δε,
υπήρχε στην ατμόσφαιρα μία αμοιβαία εκτίμηση,
αυτός ο άνθρωπος έδειχνε ότι συγκινούταν με τη φλόγα μου, με το πάθος μου,
η εικόνα που έχω κρατήσει από εκείνην τη μέρα
είναι ο ιδεαλισμός και η τρυφερότητα που είδα στα μάτια του.
Μετά από ελάχιστες ημέρες έρχεται σε επικοινωνία μαζί μου
και μού ανακοινώνει τη θετική ετυμηγορία του,
εγώ πετάω από τη χαρά μου,
κλείνουμε νέα συνάντηση για να διεκπεραιώσουμε τις τυπικές λεπτομέρειες τής πρόσληψης.

Σε αυτό το σημείο θυμάμαι, μάλιστα, ακόμη ένα ανέκδοτο περιστατικό που αξίζει μνείας,
αφού -εκεί που περιμένω στο «σαλόνι» για να με καλέσει στο γραφείο του-
βλέπω να εισέρχεται στον χώρο ο εκδότης, ο Γιώργος Τράγκας,
με μία κουστωδία από παρατρεχάμενους,
και να τούς απευθύνεται αναρωτώμενος πώς γράφεται η «Πώρωση»,
διότι ήθελε να έβαζε τη συγκεκριμένη λέξη
ως πρωτοσέλιδον τίτλο σε κάποιο από τα έντυπα τού ομίλου.
Δραττόμενος εγώ τής σιωπής που επιδεικνύουν οι αγράμματοι παρατρεχάμενοι,
πετάγομαι από το «Πουθενά»
-ενώ αυτός δεν μού έχει δώσει την παραμικρή σημασία-
και με αβρή αυθάδεια τού λέω
«Κύριε Τράγκα, αν μού επιτρέπετε, η “Πώρωση” γράφεται με δύο “ωμέγα”.».
«Βεβαίως σάς επιτρέπω…», μού απαντάει,
και με ευχαριστεί εντυπωσιασμένος από τη σιγουριά μου
(προφανώς θα ήλεγξε στη συνέχεια την ορθότητα τού πράγματος,
αλλά εγώ ήξερα ήδη πως ήταν τεράστιο επίτευγμα
-όντας επίδοξος νεοσσός στη Δημοσιογραφία-
το γεγονός ότι έστω πρωτογενώς είχα κερδίσει την εκτίμηση
τού μελλοντικού διευθυντή μου και τού μελλοντικού εκδότη μου).

Προσελήφθην…
Δεν έμεινα παρά μερικούς μήνες,
διότι ο Ρομαντισμός είναι ευθέως ανάλογος με το «Τήλε»
και η Εξιδανίκευση παράγεται από το «Μακριά».
Το δίπολο «Espresso-Traffic» ήταν προσδιορισμός ολόκληρης τής εποχής,
ο «Πόλεμος τής Σκανδαλοθηρίας» εμαίνετο και οδηγούσε σε ακρότητες,
προσωπικώς ουδέποτε συμμετείχα στην κεντρική γραμμή τής εφημερίδας,
ο μόχθος μου ήταν -κατά το δυνατόν- να χτυπούσα το Σύστημα εκ των έσω,
ο Δημήτρης ήταν από τούς ελάχιστους καθαρούς ανθρώπους εκεί μέσα,
οι καθαροί άνθρωποι είναι «ξένα σώματα» στα τοξικά περιβάλλοντα,
εγώ ήμουν «ξένο σώμα»,
ο Δημήτρης -πιθανολογώ μετά βεβαιότητας- ότι ήταν εκεί λόγω τού φιλοτίμου του,
οι επαφές μας δεν ήταν συχνές, δεν γίναμε φίλοι,
ουδέποτε διεκδίκησε δάφνες και ανταποδόσεις για το ΚΑΛΟ που μού έκανε,
όμως εκείνο το βραχύβιο διάστημα απετέλεσε για εμένα ανεκτίμητο κληροδότημα·
με το θάρρος μου, με το θράσος μου, με την άγνοια κινδύνου, με το ταλέντο μου
και -άκουσον, άκουσον- με παντελώς αυθαίρετες ενέργειές μου,
είχα καταφέρει μέσα σε ελάχιστες εβδομάδες να καλούμουν σε τηλεοπτικές εκπομπές
όπου απεδείκνυα ότι ακόμη και σε έντυπα σεσημασμένης αισθητικής
υπάρχουν άτομα που χρησιμοποιούν το χαμηλότερο σκαλοπάτι
ως μετάβαση για να ανεβούν ψηλά έχοντας ψηλά το κεφάλι
(για να εκφράσω αποφθεγματικώς την Υπερηφάνεια..:
«Έχε ψηλά το κεφάλι και χαμηλά τη μύτη.»).

Εχθές, λίγο μετά το μεσημέρι,
ενώ ήμουν βυθισμένος στην κυριακάτικη καλοκαιρινή ραστώνη,
ήρθε η είδηση ότι έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρης Κωνσταντάρας.
Μονολόγησα αυτήν την αντανακλαστική συναισθηματική άρνηση
που αποτελείται πάντοτε από το «Όχι», από το «ρε»,
και από κάποιαν αδέσποτη ύβρι που παραμένει πάντοτε ορφανή
διότι την ξεστομίζεις χωρίς να την απευθύνεις σε συγκεκριμένο αποδέκτη.
Κι αμέσως μετά,
παρ’ ότι δεν υπήρξαμε στενοί συνεργάτες, παρ’ ότι δεν μάς συνέδεσε φιλία,
ανέτρεξα σε εκείνα τα χρόνια,
ανέτρεξα σε εκείνα τα ωραία χρόνια
(όσο απομακρυνόμαστε από την ίδια μας τη ζωή,
ακόμη και τα άσχημα χρόνια καθαγιάζονται γινόμενα «Ωραία Χρόνια»),
ανέτρεξα στην ταπεινή ευεργεσία που διέπραξε προς εμένα ένας άνθρωπος,
βρέθηκα στο μεταιχμιακό δίλημμα αν θα έγραφα ετούτο το πόνημα
διότι δεν γουστάρω το κυρίαρχο σύγχρονο φαινόμενο
όπου ο Διαμοιρασμός γίνεται πανάκεια, εμμονή, ζητιανιά προσοχής, κερδοσκοπία.
Όχι, δεν είναι όλα «Ιστορία»,
όχι, ο επικρατών «Ιστοριασμός» δεν είναι κάτι παραπάνω από φτηνιάρικο ατενσιονχοριλίκι
(οι θλιβερές διαδικτυακές επαιτείες που ωραιοποιητικώς βαφτίζονται ως «stories»,
αποδεικνύουν τού λόγου μου το Αληθές»),
όμως εδώ έκρινα ότι πρόκειται για μία ιστορία
που έχει μεν αυταποδείκτως την προσωπική σφραγίδα και παρουσία μου,
αλλά συνάμα στέλνει προς σύμπασα την Κοινωνία
-δίχως μελοδραματισμούς, επιτηδεύσεις και καπηλείες πένθους-
το σημαντικό μήνυμα που ορίζει ότι
«Αν είσαι ταλαντούχος, αν είσαι άξιος,
όσα εμπόδια κι αν ορθωθούν μπροστά σου,
όσο κι αν υποφέρεις, όσο κι αν κλάψεις, όσο κι αν αποκαρδιωθείς,
θα βρεθεί ένας “Δημήτρης Κωνσταντάρας”
να σού ανοίξει με βαθιά ανθρωπιά, ευγένεια και καταδεκτικότητα την “πόρτα”.».

Οι λέξεις που αναγνώσατε,
είναι ο αποχαιρετισμός μου στον άνθρωπο που μού άνοιξε την «Πόρτα τής Δημοσιογραφίας».
Επί τού πιεστηρίου θέλω να σάς πω,
ότι αναζητώντας το στιγμιότυπο που θα εικονογραφεί το πόνημά μου,
συγκινήθηκα βρίσκοντας φωτογραφίες
όπου αυτός ο άνθρωπος έχει στα στερνά του ένα γλυκόπικρο χαμόγελο
κι ένα συνοφρύωμα στα μάτια, στα χείλη, στο πρόσωπο ολάκερο,
σα να ζητάει συγγνώμη επειδή είναι τρωτός, σα να έχει ενοχές επειδή είναι φθαρτός.
Στέλνω τα συλλυπητήριά μου στην οικογένειά του
και κλείνω λιτά κι απέριττα, όπως θεωρώ ότι θα επιθυμούσε ο ταπεινός ευεργέτης μου:
Δημήτρη, σε ευχαριστώ..!

Γιώργος Μιχάλακας
Αλήτης -αλλά όχι ρουφιάνος- Δημοσιογράφος

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης