Τους τελευταίους μήνες έχει τεθεί σε ισχύ ένας από τους πλέον κρίσιμους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της ψηφιακής διακυβέρνησης και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Πρόκειται για τον Κανονισμό (ΕΕ) 2025/327, με τον οποίο θεσπίζεται ο Ευρωπαϊκός Χώρος Δεδομένων Υγείας. Ο κανονισμός αυτός δεν αποτελεί απλή τεχνική ρύθμιση, αλλά εισάγει ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που επηρεάζει άμεσα τη σχέση του πολίτη με τα δεδομένα της υγείας του.

Στον πυρήνα του, ο κανονισμός δημιουργεί ένα ενιαίο, διαλειτουργικό ευρωπαϊκό σύστημα συλλογής, αποθήκευσης και ανταλλαγής ηλεκτρονικών δεδομένων υγείας. Στο σύστημα αυτό εντάσσονται ιατρικοί φάκελοι, διαγνώσεις, εξετάσεις, συνταγογραφήσεις, απεικονιστικά ευρήματα, εξιτήρια, εμβολιασμοί και, σε ορισμένες περιπτώσεις, γενετικά δεδομένα. Τα δεδομένα αυτά δεν περιορίζονται πλέον στο εθνικό επίπεδο, αλλά καθίστανται προσβάσιμα διασυνοριακά μέσω ευρωπαϊκών υποδομών.

Για την πρωτογενή χρήση, δηλαδή για τη θεραπεία και τη συνέχεια της ιατρικής φροντίδας, το νέο πλαίσιο παρουσιάζεται ως διευκόλυνση για τον πολίτη, ιδίως σε περιπτώσεις μετακίνησης ή ανάγκης περίθαλψης σε άλλο κράτος-μέλος. Ωστόσο, η ουσιαστική μεταβολή αφορά τη δευτερογενή χρήση των δεδομένων υγείας. Ο κανονισμός επιτρέπει τη χρήση των δεδομένων αυτών για σκοπούς όπως η επιστημονική έρευνα, η δημόσια υγεία, η στατιστική ανάλυση, η χάραξη πολιτικών και η διαχείριση υγειονομικών κρίσεων.

Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι η δευτερογενής αυτή χρήση δεν θεμελιώνεται στη συγκατάθεση του πολίτη ως βασική νομική προϋπόθεση. Ο κανονισμός εισάγει αυτοτελή νομική βάση επεξεργασίας, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους από την ατομική συναίνεση στο λεγόμενο σημαντικό δημόσιο συμφέρον. Αν και προβλέπεται δικαίωμα εξαίρεσης, το γνωστό opt-out, το δικαίωμα αυτό δεν είναι απόλυτο.

Συγκεκριμένα, ο ευρωπαϊκός κανονισμός αναγνωρίζει μεν το δικαίωμα του πολίτη να εξαιρεθεί από τη δευτερογενή επεξεργασία των δεδομένων υγείας του, χωρίς αιτιολογία και με δυνατότητα ανάκλησης, επιτρέπει όμως στα κράτη-μέλη να θεσπίζουν μηχανισμούς παράκαμψης της εξαίρεσης αυτής. Η παράκαμψη μπορεί να ενεργοποιηθεί όταν η χρήση των δεδομένων κρίνεται αναγκαία για λόγους σημαντικού δημόσιου συμφέροντος, όπως η προστασία της δημόσιας υγείας ή η επιστημονική έρευνα κρίσιμης σημασίας, και όταν δεν υπάρχει εναλλακτικός τρόπος πρόσβασης στα δεδομένα.

Στην πράξη, η τελική απόφαση για τη χρήση των δεδομένων δεν ανήκει στον ίδιο τον πολίτη, αλλά σε κρατικούς και ευρωπαϊκούς φορείς πρόσβασης δεδομένων, οι οποίοι λειτουργούν στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών. Ο δικαστικός έλεγχος, όπου υπάρχει, είναι μεταγενέστερος και όχι προληπτικός. Τα δεδομένα διατίθενται συνήθως σε ψευδωνυμοποιημένη μορφή, γεγονός που μειώνει αλλά δεν εξαλείφει τον κίνδυνο επαναταυτοποίησης, ιδίως όταν πρόκειται για ευαίσθητα ή σπάνια ιατρικά δεδομένα.

Το νέο πλαίσιο μεταβάλλει ουσιαστικά την αντίληψη περί προσωπικών δεδομένων υγείας. Η υγεία δεν αντιμετωπίζεται πλέον αποκλειστικά ως ατομικό δικαίωμα που τελεί υπό τον πλήρη έλεγχο του υποκειμένου των δεδομένων, αλλά και ως συλλογικός πόρος, χρήσιμος για τη διαμόρφωση πολιτικών και την ανάπτυξη συστημάτων έρευνας και τεχνητής νοημοσύνης.

Η δημόσια συζήτηση γύρω από τον Ευρωπαϊκό Χώρο Δεδομένων Υγείας δεν θα πρέπει να εγκλωβιστεί σε υπεραπλουστεύσεις ή σε φοβικά αφηγήματα. Αντιθέτως, απαιτεί νηφάλια και πλήρη ενημέρωση των πολιτών για το τι ακριβώς προβλέπει το ισχύον δίκαιο, ποια δικαιώματα αναγνωρίζονται και, κυρίως, ποια είναι τα πραγματικά όριά τους. Η γνώση του νομικού πλαισίου αποτελεί προϋπόθεση για ουσιαστικό δημοκρατικό διάλογο και για την άσκηση κάθε θεσμικής ή δικαστικής αντίδρασης στο μέλλον.

Μαρία Παναγιώτου Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης