Ένα όραμα πολλών Ελλήνων, επωνύμων και ανωνύμων επιφανών και μη, πολιτικών και πολιτών, είναι πλέον πραγματικότητα. Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης θα ανοίξει τις πύλες του στις 20 Ιουνίου.
Τα εγκαίνια του μουσείου αυτού όμως, εκτός από το ότι πλέον η Αθήνα αποκτά ένα σύγχρονο μουσείο, αποκτούν και ένα συμβολικό χαρακτήρα, διότι αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον των Ελλήνων για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα γνωστών και ως «Ελγίνειων Μαρμάρων».

Πώς φτάσαμε όμως στα εγκαίνια του Μουσείου;
Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης αποτέλεσε το δεύτερο πολιτιστικό όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Μαζί με την ανασκαφή των Βασιλικών Τάφων της Βεργίνας από τον αρχαιολόγο Μάνο Ανδρόνικο αποτέλεσαν την μεγάλη του πολιτιστική κληρονομιά. Αργότερα, η Μελίνα Μερκούρη ονειρεύτηκε πως το μουσείο θα μπορούσε να φιλοξενήσει και τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Το έργο ανέλαβε να υλοποιήσει εκ μέρους του Δημοσίου, ο Οργανισμός Νέου Μουσείου Ακρόπολης (ΟΑΝΜΑ), με επικεφαλής τον καθηγητή Δημήτρη Παντερμαλή.
Ίσως να είναι το μοναδικό κτίσμα στην ελληνική ιστορία το οποίο να προκάλεσε τόσο θόρυβο γύρω από την κατασκευή του. Μεγάλες αντιπαραθέσεις, κόντρες των πολιτικών αρχηγών στην Βουλή και δημόσια κριτική. Για περίπου τριάντα χρόνια, αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι “βασανίστηκαν” για το αν το συγκεκριμένο οικόπεδο του στρατοπέδου Μακρυγιάννη ήταν ο καταλληλότερος χώρος για την ανέγερση του μουσείου. Η αρνητική γνώμη επιφανών ειδικών στηριζόταν στο σκεπτικό ότι το οικόπεδο ήταν εξαιρετικά περιορισμένο από τα γύρω κτίσματα, βρισκόταν πολύ κοντά στην Ακρόπολη -επομένως δεσμευόταν από τους όρους δόμησης της περιοχής- και ότι σε τμήμα του είχαν ανακαλυφθεί σημαντικά αρχαία, τα οποία δεν έπρεπε να καταστραφούν. Ο πόλεμος για τη χωροθέτηση διεξήχθη με δημόσια αντιπαράθεση και πλήθος προσφυγών για την αρχαιολογική ανασκαφή του οικοπέδου, την επιλογή του αρχιτεκτονικού σχεδίου και τις απαλλοτριώσεις.

Η ανατολική πλευρά του μουσείου
Παρά τις πολλές αντιδράσεις που προκλήθηκαν, η υλοποίηση του έργου έγινε πραγματικότητα κατά τη διαδικασία του τέταρτου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, το 2000.
Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς ξεκίνησε ο διεθνής διαγωνισμός προεπιλογής μελετητών για την εκπόνηση των σχεδίων του Νέου Μουσείου που θα στεγάσει τα αριστουργήματα της Ακρόπολης. Δώδεκα από τα διαγωνιζόμενα γραφεία υπέβαλαν σχέδια και προπλάσματα με βάση τις απαιτήσεις του έργου:
- Πρωτοποριακή πρόταση ενσωμάτωσης της τοπικής ανασκαφής στο Μουσείο ώστε να αναδειχθούν τα αρχιτεκτονικά ευρήματα ως ένα μουσειακό έκθεμα.
- Χρήση του φυσικού φωτός και δημιουργία της αίσθησης ανοιχτού περιβάλλοντος, αφού τα περισσότερα εκθέματα ήταν στημένα στην αρχαιότητα στο ύπαιθρο.
- Επιδίωξη ισόρροπης σχέσης ανάμεσα στην αρχιτεκτονική του μουσείου και των αρχαίων κτηρίων στο βράχο της Ακρόπολης.
- Ικανοποιητική ένταξη του Νέου Μουσείου στο άμεσο αλλά και στο ευρύτερο αστικό περιβάλλον.
- Παροχή δυνατότητας στον επισκέπτη να βλέπει συγχρόνως τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα στο Νέο Μουσείο και τον ίδιο τον Παρθενώνα στην Ακρόπολη.
Το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στον Ελβετό Αρχιτέκτονα Μπερνάρ Τσούμι (Bernard Tschumi), που είναι κοσμήτορας της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κολούμπια στη Νέα Υόρκη και στον Έλληνα αρχιτέκτονα Μιχάλη Φωτιάδη, οι οποίοι και ανέλαβαν την σχετική μελέτη.
Η κατασκευή άρχισε το 2003 και την τελική του μορφή πήρε το 2007.

Το σχέδιο του Τσούμι περιλαμβάνει τρεις φιλοσοφίες: φως κίνηση τεκτονική και προγραμματική διάσταση Όλα μαζί μετατρέπουν τις ιδιαιτερότητες του χώρου σε μία αρχαιολογική ευκαιρία προσφέροντας ένα απλό και ταιριαστό μουσείο με την μαθηματική και αρχιτεκτονική καθαρότητα των αρχαίων ελληνικών κτηρίων. Αν και ορισμένοι επιτέθηκαν στο μουσείο ως εξαιρετικά μοντέρνο, ο Τσούμι δήλωσε σχετικά: «πολλοί άνθρωποι έχουν πει ότι δεν δείχνουμε σεβασμό στον Παρθενώνα με το να μην έχει κίονες Δωρικού Ρυθμού το μουσείο, αλλά εγώ δεν ενδιαφέρομαι στο να μιμηθώ τον Παρθενώνα. Ενδιαφέρομαι στο να καταφέρω την τελειότητα στα κτήριά μου έτσι ώστε να ταιριάζουν στην αρχιτεκτονική του 21ου αιώνα».
Ο εκθεσιακός χώρος καλύπτει περισσότερα από 14.000 τετραγωνικά μέτρα, ενώ το συνολικό εμβαδόν του μουσείου ανέρχεται στα 21.000 τ.μ. Αποτελείται από δύο υπόγειους ορόφους σε ένα πυρήνα περιορισμένης έκτασης, ισόγειο και ορόφους, περιβάλλοντα χώρο, ο οποίος λειτουργεί και σαν ανοικτό μουσείο – ανασκαφή.

Για να υλοποιηθεί το έργο, χρησιμοποιήθηκε ειδικό καθαρό γυαλί, το οποίο καλύπτει μεγάλο μέρος κυρίως του τελευταίου ορόφου, διότι είναι περιστραμμένος σε σχέση με το υπόλοιπο κτίριο, ώστε να έχει διάταξη παράλληλη με τον Παρθενώνα. Μ εαυτό τον τρόπο ο επισκέπτης μπορεί να δει σε παράλληλη διάταξη τα μάρμαρα που εκτίθενται και να φανταστεί την θέση τους στο κτήριο του Παρθενώνα που φαίνεται απέναντι. Τα κάτω επίπεδα, περιλαμβάνουν χώρους με τα εκθέματα διαφόρων περιόδων της αρχαιότητας, χώρους συντήρησης, εκδηλώσεων, καφέ κλπ.
Τέλος τα θεμέλια του κτιρίου είναι ειδικής κατασκευής, έτσι ώστε να αποσβένουν τους κραδασμούς που προκαλούνται από τυχόν ισχυρούς σεισμούς.
Ο συνολικός προϋπολογισμός ανέγερσης ανήλθε στα 130 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων το 30% έχει καλυφθεί από κοινοτικά κονδύλια.
ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΚΑΙ «ΕΛΓΙΝΕΙΑ» ΜΑΡΜΑΡΑ
ΘΑ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΘΕΙ Ο ΔΙΑΚΑΗΣ ΜΑΣ ΠΟΘΟΣ;
Τα εγκαίνια του Μουσείου, φέρνουν στην μνήμη όλων μας, τους συνεχείς και αδιάλειπτους αγώνες (σε διεθνές επίπεδο), πολλών Ελλήνων και όχι μόνο για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα. Σημαντικό ρόλο στον αγώνα αυτό διαδραμάτισε η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη η οποία λόγω της διεθνούς της φήμης κατάφερε να διεθνοποιήσει περισσότερο από κάθε άλλον το συγκεκριμένο θέμα, κυρίως κατά τη δεκαετία του ’80 ως Υπουργός Πολιτισμού, απαιτώντας χαρακτηριστικά την επιστροφή των «κλεμμένων» μαρμάρων στην πατρίδα τους.
Τα Γλυπτά του Παρθενώνα, γνωστά και ως Ελγίνεια Μάρμαρα, αποτελούν μία μεγάλη συλλογή από μαρμάρινα γλυπτά που μεταφέρθηκαν στην Βρετανία το 1806 από τον Τόμας Μπρους, Ζ’ Κόμη του Έλγιν, πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1799 μέχρι το 1803.
Ο Κόμης του Έλγιν εκμεταλλευόμενος την Οθωμανική ηγεμονία στην ελληνική επικράτεια, κατάφερε και απέκτησε ένα φιρμάνι, του οποίου η αυθεντικότητα αμφισβητείται, από τον Σουλτάνο για την αποκαθήλωσή τους από τον Παρθενώνα με σκοπό την μέτρηση και την αποτύπωσή τους σε σχέδια αλλά στη συνέχεια προχώρησε στην αφαίρεση και φυγάδευσή τους.

Τα μάρμαρα του Παρθενώνα όπως εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο
Τα γλυπτά αυτά αποθηκεύτηκαν στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου το 1816 και το 1936 τοποθετήθηκαν στην έκθεση Duveen που δημιουργήθηκε για αυτό το σκοπό.
Τα «Ελγίνεια» περιλαμβάνουν μερικά από τα γλυπτά των αετωμάτων, των μετοπών που απεικονίζουν μάχες μεταξύ των Λαπίθων και των Κενταύρων, αλλά και της Ζωφόρου του Παρθενώνα που κοσμούσε το ανώτερο τμήμα των τοίχων του σηκού του ναού σε όλο τους το μήκος. Επί της ουσίας, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 1/2 από ότι απομένει από τη γλυπτική διακόσμηση του Παρθενώνα που διασώθηκε. Τα αποκτήματα του Έλγιν περιλαμβάνουν ακόμη αντικείμενα από άλλα κτίρια της Αθηναϊκής Ακρόπολης: το Ερέχθειο, που μεταβλήθηκε σε ερείπιο κατά τον ελληνικό αγώνα της Ανεξαρτησίας (1821-33), τα Προπύλαια και τον Ναό της Αθηνάς Νίκης.

Παρά τις μέχρι σήμερα συνεχής αρνητικές απαντήσεις του Βρετανικού Μουσείου στα σχετικά περί της επιστροφής των μαρμάρων αιτήματα, πολλές είναι οι διεθνείς έρευνες γνώμης, των οποίων τα αποτελέσματα, είναι συντριπτικά υπέρ των δίκαιων Ελληνικών θέσεων επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα και ενισχύουν τις όποιες προσπάθειες.
Τέλος η δημιουργία του Μουσείου της Ακρόπολης αποτελεί ακόμη ένα όπλο στην Ελληνική φαρέτρα επιχειρηματολογίας για να βρεθεί η μία και μοναδική λύση στο όλο ζήτημα, η επιστροφή των μαρμάρων στην πατρίδα τους.

