Επειδή η ζωή σιχαίνεται το κενό εξουσίας, όπως και η πολιτική, κατάλαβα πολύ καλά γιατί οι παπάδες μας πήραν θέση στην εγκόσμια σύγκρουση της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης (τρόπος του λέγειν «αντιπολίτευση», σήμερα τουλάχιστον).

Αν θυμάστε το καθαρτήριο του Μεσαίωνα, όπου η ιδιοφυής εκκλησία πουλούσε τα συγχωροχάρτια στους φοβισμένους θνητούς για να γλιτώσουν το κολαστήριο της κόλασης και τη φρικτή και πυρακτωμένη μορφή της, με τα καζάνια όπου έψηναν τους ζωντανούς άπιστους και ανασκολοπίζαν τους αλλόθρησκους, ίσως να έχει το δικαίωμα σήμερα να δίνει οδηγίες στους πολίτες για το dressing code και το μακιγιάζ που θα απεικονίζει τη θλίψη των γονιών που χάνουν τα παιδιά τους. Οι παπάδες μας αυτό έκαναν τόσο απλά και αυθόρμητα στην κυρία Καρυστιανού, που τόλμησε να μιλήσει για την απώλεια ντυμένη σαν κανονικός άνθρωπος και όχι σαν μοιρολόγιστρα σε κηδεία παλαιοημερολογιτών.

Οι θρησκείες, ενάντια στις εγκόσμιες ιδεολογίες, έχουν ένα θεμελιακό πλεονέκτημα: δεν χρειάζεται να δώσουν αποδείξεις για την μεταθανάτια παραδεισένια ζωή. Ωστόσο, οι εκπρόσωποί τους επιτρέπεται να κάνουν και πολιτικές αναλύσεις, παρά τη σαφή εντολή της μεγάλης και σοφής θεότητας («τα του Θεού στον Θεό, τα του ανθρώπου στον άνθρωπο»).

Με αυτήν την ιδιότητα, υποψιάζομαι πως δύο άγιοι άνθρωποι δεν ζητούν από μια κοινή θνητή γυναίκα να εξομολογηθεί στα ιερά, όπως συνηθίζεται μέχρι σήμερα, και να ζητήσει άφεση αμαρτιών, αλλά απαιτούν να αλλάξει μακιγιάζ και ντύσιμο που να ταιριάζει στις πενθούσες Μαγδαληνές, όπως στις αγιογραφίες των εκκλησιών. Γιατί μόνο αυτοί ξέρουν για τη θλίψη της απώλειας των παιδιών, αυτοί που δε θέλησαν ποτέ να τα κάνουν (άγαμοι οι περισσότεροι), έχοντας εξασφαλίσει συγχωροχάρτι τζάμπα από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, και όχι μόνο τζάμπα, αλλά και διάρκειας για την γήινη περίοδο της ζωής τους ως άεργοι, με κύρος κοινωνικό, κρατικό και θεϊκό ταυτόχρονα, στα γήινα, αλλά και εξασφαλισμένη θέση στην σουίτα πολυτελείας ενός παραδείσου δικής έμπνευσης και κατασκευής.

Το ενοχλητικό είναι πως οι αδερφοί αυτοί, υπηρέτες της εγκόσμιας γαλέρας με δικτυώσεις στο υπερπέραν, θέλουν και τη πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Αυτοί να φορούν τα μεταξωτά και να φυσάει, ραμμένα sur mesure με παχύ μετάξι ακριβό και χρυσά κοσμήματα χωρίς να κρίνονται, ενώ μια μάνα που φοράει ένα ταγιέρ από τα Zara δεν μπορεί να περάσει τα καλλιστεία της πασαρέλας των κριτών της θλίψης και του μακιγιάζ του πόνου, όπως αυτοί υποψιάζονται πως είναι, γιατί οι ίδιοι αυτόν τον πόνο δεν τον ένοιωσαν ποτέ, ενώ ξέρουν να τον πουλάνε ακριβά στις κηδείες των θνητών και των παιδιών τους.

Τα ρούχα δεν κάνουν το παπά, αλλά ούτε και το μακιγιάζ κρύβει τον πόνο, αγαπητοί προστάτες της υποχρεωτικής ανοησίας για αιώνια λύτρωση στο υπερπέραν ή της επαλήθευσης μιας αγγελικής ζωής που δεν υλοποιήθηκε ποτέ στον επίγειο παράδεισο, όπου η ευτυχία και το παράλογο θα είναι παιδιά της ίδιας γης.

Οι υποσχέσεις σας, αγαπητοί ιερείς, δεν επαληθεύτηκαν ποτέ, γι’ αυτό και η απεικόνιση του παραδείσου αποθαρρύνει τις ακριβείς αναπαραστάσεις, αφήνοντας ιδιοφυείς καλλιτέχνες, όπως αυτούς της Αναγέννησης, να τον αναπαραστήσουν με εντυπωσιακό όντως τρόπο.

Αριστεροί και δεξιοί ψάλτες στην επίγεια εκκλησία του δήμου προσβάλλουν με τους ψαλμούς και τα κροκοδείλια δάκρυά τους πολίτες που έχασαν τα παιδιά τους και ευθύνονται είτε ως κυβερνήτες που φοβούνται την αλήθεια είτε ως υστερικοί λαϊκιστές που λένε την μισή αλήθεια για την ανικανότητα του κράτους που πάντα υπηρετούσαν τα τελευταία διακόσια χρόνια από την ίδρυσή του, πάντα σε θέσεις κλειδιά και αρμέγοντας την κρατική αγελάδα ανάλογα με τις ικανότητές τους, αλλά κυρίως σύμφωνα με τις ανάγκες τους. (Κάποιος κακός, πλην ιδιοφυής, είπε την ατάκα «Μαζί τα φάγαμε» και μοιάζει πιο αληθινό σήμερα από ποτέ.)

Το κενό εξουσίας το σιχαίνεται η πολιτική, την ανοησία όμως όχι, ούτε και το τέρας στον καθρέφτη τους που κάνει τα άρρενα να φαίνονται σαν θήλεα και το ανάποδο. Γι’ αυτό γέμισε η πολιτική σκηνή υβρίδια, όπως στην «γουόκ» ατζέντα, που είσαι ό,τι δηλώσεις και όχι ό,τι είσαι, αν είσαι κιόλας. Δασκάλες του εθνικισμού, πασιονάριες του υλισμού, δάσκαλοι βρυκόλακες του μαρξισμού, όπου το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια» γίνεται μόνο «οικογένεια», όπου τα παιδιά δε θα γεννιούνται από την αμαρτία της σάρκας αλλά από την εξωσωματική τεχνητή γονιμοποίηση, όπως έγινε με τον κρίνο και τη θεά που γέννησε τον μονογενή. Εκεί καταντήσαμε, σε αυτή την εποχή της διανοητικής σύγχυσης, όπου ένας ιδιοφυής μηχανικός κουβαλάει σαν τσιγγάνα τα παιδιά του στον ώμο για να επιβεβαιώσει το ρητό πως η βλακεία από την ευφυία απέχει ελάχιστα.

Μια γυναίκα έχασε το παιδί της. Μπροστά σε αυτήν τη βαρβαρότητα λυγίζει ο ανθρώπινος νους και αντί να τρελαθεί και να πάρει τα βουνά από το παράλογο του θανάτου, από ένα ηλίθιο δυστύχημα, σηκώθηκε όρθια για να γίνει ένας Σίσυφος που δεν θα κουβαλά τον βράχο μόνος του στο βουνό, αλλά θα τον μοιράζεται με πολλούς, σαν ένα μαγικό ναρκωτικό παυσίπονο.

Μου κάνει εντύπωση πως οι παπάδες, που ξέρουν να προσεύχονται με λιβάνια και κεριά για να δοξάζουν έναν αόρατο θεό που θα τους ευλογεί και θα δίνει απαντήσεις στους πόνους των θνητών, δε κατάλαβαν ποτέ πως στις αρχαίες τραγωδίες ο «από μηχανής θεός» αλλά και ο χορός ήταν η μόνη κάθαρση για να απαντήσουν στο παράλογο του θανάτου και της ανείπωτης δυστυχίας που το συνοδεύει.

Οι εφευρέτες της προσευχής ως λυτρωτικής πρακτικής και της συγχώρεσης ως της απόλυτης νίκης της αγάπης για τον άλλον, που είναι οι θεμέλιοι λίθοι όλων των θρησκειών, φέρθηκαν σαν κουτσομπόλες της γειτονιάς και στάθηκαν στο τι φορούσε η μάνα του παιδιού για να την απαξιώσουν, αντί να την αξιώσουν με παρηγορητικές κουβέντες, όπως είχαν υποχρέωση από το «αγαπάτε αλλήλους» που φωνάζουν μέσα αλλά και έξω από τις εκκλησίες.

Στην παρέα των παπάδων κριτών της μόδας του θανάτου, υποψιάζομαι, θα κάλεσαν και κομμωτές, μακιγιέρ και άλλους ειδικούς για να αποκωδικοποιήσουν, ως άλλη αστυνομία μόδας, την αμφίεση της γυναίκας που σήκωσε φωνή πόνου και διαμαρτυρίας χωρίς υστερίες, όπως έκαναν οι μαυροφορεμένοι μάγοι του ναρκωτικού που σωστά ονόμασε κάποτε ο Κάρολος «Όπιο του Λαού».

Που οι άλλοι παπάδες της επανάστασης, χωρίς ανάσταση από τους καναπέδες των νεκροταφείων ιδεών, δε κατάλαβαν ποτέ πως το όπιο, θαυματουργό, παραισθησιογόνο, το παίρνουν και οι ίδιοι για να ξορκίζουν τις ενοχές τους για τον παράδεισο επί γης, που έταξαν στους οπαδούς τους, που ευτυχώς δεν επαληθεύτηκε ποτέ.

Ευτυχώς που ο μέγας διανοητής Ραϊμόντ Αρόν τους το υπενθυμίζει με το ευφυές βιβλίο «Μαρξισμός, το Όπιο της Διανόησης». Όπιο είναι, όπως και αυτό της θρησκείας, γιατί και τα δύο ναρκωτικά ενισχύουν τις τυφλές πεποιθήσεις που ονόμασαν οι πιστοί «ιδεολογίες», δηλαδή ψυχώσεις αθεράπευτες.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης