Πέρασαν 46 χρόνια από τότε. Κάνω την πρόσθεση, την ξανακάνω, αλλά δεν μπορώ να το πιστέψω. Τόσο δυνατή είναι η αίσθηση πως συνέβη χθες.
Χαλάνδρι, μονοκατοικία το σπίτι μας, με τον Τζακ, ένα σέτερ μαύρο ιρλανδέζικο, να ξύνει την πόρτα επίμονα. Με τον σκύλο αυτόν είχα δεθεί πολύ. Έφυγε και δεν μπόρεσα να τον αντικαταστήσω. Ανολοκλήρωτος έρωτας, που δεν απομυθοποιήθηκε ποτέ.
Πηγαίνοντας προς την εξώπορτα, άκουσα τη φωνή του πατέρα: «Μάκη, δες τι συμβαίνει». Ήταν στο τραπέζι της κουζίνας με τη μητέρα και κάποιους φίλους. Κρασάκι, κουβέντα για τα πολιτικά και τον κίνδυνο πιθανού πραξικοπήματος υπό την επιρροή των Αμερικανών. Καταστάσεις πληκτικές για έναν δωδεκάχρονο -τόσο ήμουν τότε- που προτιμούσε να βολτάρει με το ποδήλατο, να παίζει μπάλα και να φλερτάρει με τις φίλες του. Φυσιολογικά πράγματα.
Ανοίγοντας, πριν ο Τζακ επιχειρήσει το συνηθισμένο σάλτο ικανοποίησης για την ανταπόκρισή μου, ακούστηκε το παρατεταμένο πρώτο «ντριιιιν» του τηλεφώνου στην είσοδο του σπιτιού. Ένα ήταν εκείνη την εποχή το τηλέφωνο για όλους, μαύρο, με το στρογγυλό καντράν, σχεδόν εφιαλτικό σαν φάντασμα. Το σήκωσα. «Μάκη, δώσε μου γρήγορα τον μπαμπά!»
Η γνώριμη φωνή του ανθρώπου που ξεσήκωνε τα πλήθη με την παρουσία και τον λόγο του. Συνηθισμένη επαφή, σχεδόν καθημερινή, με τον Ανδρέα να ζητάει τον μπαμπά για κάτι. Όμως αυτή τη φορά διέκρινα ανησυχία στη φωνή του.
Ήρθε ο πατέρας μου -φορούσε ακόμα τη στολή του- κι εγώ έμεινα δίπλα χαϊδεύοντας τον σκύλο μου ανάμεσα στ’ αυτιά για να μείνει ήρεμος. Άκουσα όλο τον διάλογο:
-Ντίνο, κατεβαίνουν άρματα προς το κέντρο, μπορεί να είναι άσκηση;
-Όχι, Αντρέα, τέτοια ώρα δε γίνονται ασκήσεις, πραξικόπημα είναι, το περιμέναμε άλλωστε. Κλείνω κι έρχομαι.
Είδα τον πατέρα μου αναστατωμένο, να βγάζει τη στολή του, να φοράει πολιτικά, να παίρνει το υπηρεσιακό του πιστόλι, να χαιρετάει τους φίλους, να φιλάει τη μητέρα μου κι εμάς, και να χάνεται στο σκοτάδι.
Ήταν χαράματα της 21ης Απριλίου του 1967. Τον ξαναείδα μήνες μετά, Σεπτέμβριο εάν θυμάμαι καλά, στο έκτακτο στρατοδικείο της Αθήνας με τη στολή του, ευθυτενή, στην πρόταση του Βασιλικού Επιτρόπου: «Μοίραρχε, θα αποκηρύξετε δημόσια τους Γεώργιο και Ανδρέα Παπανδρέου για να μην υποστείτε συνέπειες», να απαντάει προς έκπληξη όλων: «Δεν αποκηρύσσω τον νόμιμο Πρωθυπουργό της χώρας»!
Κάποια χρόνια -γύρω στα δέκα- φυλακή και εκτόπιση στη Γυάρο, την οποία δεν πρόλαβε να εκτίσει γιατί από το μεταγωγικό του ναύαρχου Βασιλειάδη, μετέπειτα υπουργού Δημόσιας Τάξης -κυβέρνηση Μητσοτάκη-, μετεφέρθη εσπευσμένα στα μπουντρούμια της Μπουμπουλίνας για τις απαραίτητες… διευκρινήσεις-ανακρίσεις. Ελάχιστες οι κινήσεις ανθρωπιάς εκείνη την εποχή. Μεταξύ αυτών και η κίνηση του Βασιλειάδη, βλέποντας τον πατέρα μου καθισμένο στην άμμο με το σακάκι της στολής- τον είχαν καθαιρέσει-, να τον φωνάξει κρυφά στο γραφείο του πλοίου για έναν καφέ.
Πολλοί φίλοι και συγγενείς χάθηκαν από το πρόσωπο της γης. Είχαμε μείνει κυριολεκτικά μόνοι με τη μάνα, τους παππούδες και ελάχιστους φίλους, μετρημένους στα δάχτυλα του ενός χεριού. Χωρίς τον μισθό του φυλακισμένου πατέρα και με μια μάνα νοικοκυρά και αδούλευτη. Μας απέφευγαν κυριολεκτικά όλοι, για να μη μολυνθούν από την ταύτιση τους με την οικογένεια του κακοποιού αξιωματικού της αστυνομίας, ο οποίος ως Διευθυντής Ασφαλείας του Πρωθυπουργού είχε πράξει μόνο το καθήκον του.
Θυμάμαι, μάλιστα, έντονα ότι ο πατέρας την ώρα της δίκης του από τους «πατριώτες» πραξικοπηματίες, δηλώνοντας ότι δεν αποκηρύσσει τον νόμιμο Πρωθυπουργό, εναπόθεσε ταυτόχρονα πάνω στην έδρα τα παράσημά του από τη μάχη της Κρήτης και το πανεπιστημιακό του πτυχίο για να τους πικάρει. Το είχα χαρακτηρίσει πολύ γενναίο με το παιδικό μου μυαλό, γι’ αυτό το αναφέρω.
Αργότερα, όταν συνειδητοποίησα πόσοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους ή βασανίστηκαν άγρια από τους Απριλιανούς, θεώρησα την οικογένειά μου τυχερή που βγήκε χωρίς ανθρώπινη απώλεια από αυτή την περιπέτεια.
Εάν αναρωτηθώ σήμερα για ποιον λόγο όσοι αντιτάχτηκαν στο στρατιωτικό καθεστώς του Απρίλη έπρεπε να ταλαιπωρηθούν τόσο πολύ, μπορώ να απαντήσω;
Για τον εαυτό μου και την οικογένειά μου ίσως, θεωρώ πως ναι και το οφείλω. Πολύ πιθανόν και για όλους εκείνους οι οποίοι εύκολα αναπολούν τους «έντιμους» χουντικούς…
Η στάση ζωής και η συμπεριφορά κάθε ανθρώπου είναι συνισταμένη των παραμέτρων των ιδεών και των ανθρώπινων αδυναμιών του. Αντίθετα μεγέθη, που διαχωρίζουν το πολιτικό ζώο από το κτήνος.
Ε, λοιπόν, δεν μπορείτε να φανταστείτε μετά την πτώση της χούντας πόσα κτήνη εμφανίστηκαν ως πολιτικά ζώα και πόσα πολιτικά ζώα σιώπησαν για να μην εκποιήσουν τους αγώνες τους και να μην εξαργυρώσουν τις επιταγές της συνείδησής τους.
Και του χρόνου…

