Φωτογραφίες: Χάρης Γκίκας

Η μητέρα του Παύλου Φύσσα δεν άντεξε να παραστεί στη δίκη της Χρυσής Αυγής την ημέρα που κατέθετε ο δολοφόνος του παιδιού της. Επί χρόνια τώρα καθόταν στα έδρανα του ακροατηρίου κατά τη διάρκεια της δίκης. Προφανώς, δεν διέθετε πλέον τις αντοχές για να αντιμετωπίσει την προκλητικότητα, την κυνικότητα και κυρίως τη θρασυδειλία του Γιώργου Ρουπακιά.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ο κατηγορούμενος, ο οποίος παρουσιάστηκε από θύτης σαν θύμα, ισχυριζόμενος ότι ο Παύλος Φύσσας πρώτος του επιτέθηκε και εκείνος απλώς ήθελε να προστατευτεί, υποστήριξε με κυνικότητα κατά τη διάρκεια της απολογίας του στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας πως πρόκειται για μία απλή ανθρωποκτονία.

«Έχει γίνει μια απλή ανθρωποκτονία και… το έκαναν…». Ήταν τα λόγια του Γιώργου Ρουπακιά στο δικαστήριο, με αποτέλεσμα η πρόεδρος Μαρία Λεπενιώτη να του επισημάνει: «Δεν μπορείτε ΠΟΤΕ να λέτε απλή ανθρωποκτονία».

Ο Γιώργος Ρουπακιάς εξέφρασε την πεποίθηση πως η υπόθεση πήρε μεγάλη διάσταση διότι συνδέθηκε με την πολιτική. Ομολόγησε πως ήταν υποστηρικτής της Χρυσής Αυγής από το 2012, αλλά σε ρόλο «βοηθητικό». 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Στη συνέχεια χαρακτήρισε «ατυχές» το γεγονός ότι αναφέρθηκε σε «απλή ανθρωποκτονία».

«Έχω μετανιώσει, λυπάμαι ειλικρινά, μακάρι να γύριζα τον χρόνο πίσω» είπε. 

Ο Γιώργος Ρουπακιάς περιέγραψε όσα έγιναν σύμφωνα με τη δική του εκδοχή την ημέρα της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, χωρίς την παρουσία της μητέρας του 34χρου άτυχου μουσικού, η οποία προτίμησε να μην παραστεί στη διαδικασία. Μόνο ο πατέρας του Π. Φύσσα ήταν στο δικαστήριο, ο οποίος ωστόσο κάποια στιγμή δεν άντεξε και του φώναξε: «Είσαι ψεύτης».

«Δεν άντεχε να ακούσει τον δολοφόνο του παιδιού της» είπαν οι δικοί της άνθρωποι. 

Το ιστορικό εκείνης της ημέρας, σύμφωνα με τον Γιώργο Ρουπακιά, είχε ως εξής:

«Πήγα στις πέντε το απόγευμα στα γραφεία. Μου λέει ο Πατέλης γύρω στις 8 παρά το βράδυ να πάω να πάρω κάτι τρικάκια από το Περιστέρι, γιατί θα μιλούσε την Πέμπτη ο Μιχαλολιάκος. Εμείς ξέραμε ότι θα μιλήσει ο Λαγός μέχρι εκείνη την ώρα. Εγώ πήγα κάπου στην πλατεία Μπουρναζίου. Έμεινα εκεί περίπου 1,5 ώρα, γιατί δεν τα είχε έτοιμα. Έφυγα γύρω στις 22.30» ανέφερε χωρίς να μπορεί όμως να πει σε ποιο τυπογραφείο πήγε το επίμαχο απόγευμα.

Στη συνέχεια υποστήριξε ότι έφτασε στην τοπική έντεκα παρά το βράδυ και επειδή είχαν «πεσίματα», «έπειτα από εντολή Πατέλη πήγα δυο στενά πιο κάτω να τα παραδώσω».

«Φτάνοντας στις 12 παρά κοντά στο ραντεβού ήταν ο Καζαντζόγλου με ένα μαύρο αυτοκίνητο για να του δώσω τρικάκια. Χτύπησε το τηλέφωνό του εκείνη την ώρα και κάτι του είπαν. Το έβαλε πίσω στο τσαντάκι του, που το είχε κάπου στον ουρανό του αυτοκινήτου. Φορούσε άσπρη φόρμα» είπε ο κατηγορούμενος και συμπλήρωσε ότι λίγο νωρίτερα τον είχε καλέσει ο Δήμου, ο οποίος του ανέφερε ότι υπάρχει μήνυμα που τους καλεί όλους στην τοπική.

«Εμένα το μυαλό μου πήγε στο κακό με το μήνυμα. Σκέφτηκα μήπως μας έχουν πετάξει καμία μολότοφ ή έχουν σπάσει την είσοδο της πολυκατοικίας. Παλαιότερα μας είχε πει ο Πατέλης ότι όσοι μένουμε κοντά, όταν μας χρειάζεται, να τρέχουμε. Εγώ προσπάθησα να βρω Πατέλη και Καζαντζόγλου, αλλά δεν τα κατάφερα» εξήγησε σχετικά με το μήνυμα που καλούσε μέλη της οργάνωσης στην τοπική. «Είπα στον Δήμου να πάει και ότι έρχομαι κι εγώ. Κατευθύνομαι στην τοπική, δεν βλέπω κανέναν απ’ έξω και συνεχίζω προς το ραντεβού μου με τον Καζαντζόγλου».

Σε ερώτηση της προέδρου σχετικά με το εάν ρώτησε τελικά τον Καζαντζόγλου για το μήνυμα, ο κατηγορούμενος είπε πως όχι, με την πρόεδρο να ρωτά έκπληκτη: «Μα, λίγα λεπτά νωρίτερα, τον ψάχνετε για να μάθετε και όταν τον είδατε μπροστά σας, δεν είπατε τίποτα;».

Μετά το ραντεβού ο κατηγορούμενος κατευθύνθηκε πάλι προς την τοπική. Στο σημείο είδε Κομιανό, Σταμπέλο, Δήμου και Σκάλκο. Στη δήλωση Ρουπακιά, ο Κομιανός πετάχτηκε από το εδώλιο λέγοντας «Εμένα ρε; Εμένα;».

«Ήταν όλοι με αναμμένες μηχανές. Ήταν 8-10 μηχανές και κάποιες είχαν δύο άτομα. Κανείς δεν σήκωσε κράνος. Εγώ από τον σωματότυπο κατάλαβα κάποιους» είπε ο Γιώργος Ρουπακιάς, με την πρόεδρο να του απαντά ότι είχε τοποθετήσει και τον Πατέλη στο σημείο σε κάποια από τις απολογίες του. «Ήμουν φορτισμένος και ταραγμένος κι έφτιαξα μια ιστορία από το μυαλό μου» απάντησε.

Όταν ο Γιώργος Ρουπακιάς έφτασε στην τοπική, εκείνοι έφευγαν και ρώτησα «τι έγινε ρε παιδιά;», μου είπαν «την έπεσαν σε δικό μας στο Κερατσίνι και πάμε να τον απεγκλωβίσουμε».

«Τους ακολούθησα με το αμάξι. Στη μέση της διαδρομής βρήκαμε και τον Τζόρβα. Φτάσαμε στο Κοράλλι, την καφετέρια. Βλέπω τον Παύλο Φύσσα και καμία εικοσαριά άτομα. Είχε τελειώσει ο αγώνας και δεν ξέρω εάν ήταν παρέα του όλοι αυτοί ή απλώς τελείωσε ο αγώνας. Ήταν όλοι σταματημένοι μπροστά από την καφετέρια. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα» περιέγραψε στο δικαστήριο, υποστηρίζοντας πως δεν τον ήξερε καθόλου μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Αυτή του η φράση εξόργισε τον πατέρα του Παύλου Φύσσα, ο οποίος φώναξε «Είσαι ψεύτης!» από το σημείο που καθόταν.

«Λέει ψέματα. Ήταν σκόπιμο, μπορούσε να φύγει… Σούμο, πάλευε. Φοβήθηκε τον Παύλο;». Αυτή ήταν η αντίδραση του πατέρα του Παύλου Φύσσα στον ισχυρισμό του Γιώργου Ρουπακιά πως το μοιραίο βράδυ δέχτηκε επίθεση από τον άτυχο μουσικό και σε μια αψυχολόγητη κίνηση πήρε το πτυσσόμενο μαχαίρι από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του για να αμυνθεί.

Ο πατέρας του Παύλου Φύσσα, αμέσως μόλις διέκοψε το δικαστήριο, διαμαρτυρήθηκε.

«Ήταν ο Φύσσας με καμία εικοσαριά άτομα. Έκοψαν μετά οι μηχανές, έκοψα κι εγώ και με κατάλαβε ο Φύσσας και μου φώναξε ”γαμώ το σπίτι σου”. Ήταν μικρό το στενό, έκοψαν οι μηχανές, έκοψα κι εγώ. Δεν του απάντησα και άνοιξα την πόρτα για να κατέβω. Εκείνη τη στιγμή έρχεται ένας της ομάδας ΔΙΑΣ και μου χτυπάει το καπό και μου λέει ”έλα, έλα”, σαν να μου λέει φύγε. Έφυγα, πήγα λίγο πιο κάτω και άφησα το αυτοκίνητο, αλλά ήταν το μισό απ’ έξω. Βλέπω στο αντίθετο ρεύμα της Παναγή Τσαλδάρη μια θέση. Περίμενα να περάσουν δύο αυτοκίνητα και πήγα στο αντίθετο ρεύμα για να μπω να παρκάρω».

Πρόεδρος: Οι αστυνομικοί είπαν ότι υπήρχαν άνθρωποι με κοντάρια και λοστούς.

Κατηγορούμενος: Δεν υπήρχε τέτοιο πράγμα.

Π.: Γιατί να το πουν αυτό οι αστυνομικοί;

Κ.: Δεν ξέρω, αλλά δεν ήταν λογικό.

Π.: Άρα, είναι αναληθής η αναφορά των αστυνομικών;

Κ.: Έχει κάνει πολλές αναληθείς αναφορές. Το ξέρετε.

«Μόλις άφησα το αυτοκίνητο, βλέπω στον δρόμο τον Φύσσα με 3-4 άτομα ακόμα. Είναι 2-3 μέτρα πιο πίσω του τα άτομα. Είναι μια παρέα. Φωνές άκουγα, αλλά δεν ξέρω από πού. Διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας. Είχαμε απόσταση 4 μέτρα. Έγιναν όλα σε δευτερόλεπτα. Μάλλον με θυμήθηκε και μου λέει ”τι είναι ρε;” κι έρχεται κατά πάνω μου. Ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου, τράβηξα χειρόφρενο και τράβηξα ένα μαχαίρι που είχα» περιγράφει ο Ρουπακιάς, με την πρόεδρο να τον σταματά.

Π.: Μισό λεπτό. Γιατί πήρατε μαχαίρι. Ήσασταν στο αμάξι.

Κ.: Τι να έκανα; Να έκλεινα τις ασφάλειες; Είχα ανοιχτά παράθυρα.

Π.: Σήμερα αυτό θα κάνατε;

Κ.: Ε, τι θα έκανα;

Π.: Είχατε την ευχέρεια να φύγετε. Όπου σας βγάλει ο δρόμος.

Κ.: Πώς να φύγω; Είχε κίνηση.

Π.: Να κλείσετε ασφάλειες και παράθυρα. Κρατούσε μαχαίρι ή κάτι;

Κ.: Όχι, δεν κρατούσε. Αλλά ήταν ένα δευτερόλεπτο μακριά και είχε και 3-4 άτομα μαζί.

Π.: Εσείς πήγατε να βοηθήσετε κάποιον στο Κερατσίνι, υποτίθεται. Γιατί σταματήσατε εκεί;

Κ.: Όχι, δεν τον ήξερα. Ήξερα ότι θα τους κυνηγήσουν; Ότι θα πέσω πάνω του την ώρα που παρκάρω; Αυτός σκέφτηκε προφανώς ότι πάμε να τον κυκλώσουμε, όχι ότι εγώ πάω να παρκάρω. Υπέθεσε ότι τους κυνήγησαν οι Χρυσαυγίτες και όταν με είδε μπροστά του, σκέφτηκε ότι πάμε να τους κυκλώσουμε.

Στη συνέχεια ο μάρτυρας περιέγραψε τα κρίσιμα δευτερόλεπτα: «Στο αυτοκίνητο είχα ένα μαχαίρι. Και άνοιξα την πόρτα. Αν δεν είχα το μαχαίρι, θα άνοιγα να φύγω πεζός. Θα ήταν η τελευταία λύση, γιατί θα με έφταναν. Είχα το μαχαίρι. Βγαίνω έξω, κάνω ένα βήμα στο πεζοδρόμιο κι αρχίζει να με χτυπάει με γροθιές. Κρατώντας το μαχαίρι έκανα τα χέρια μου προς τα πάνω για να προστατευτώ. Ήταν πιο ψηλός από εμένα. Τα σήκωσα για να προστατέψω το κεφάλι μου. Του έριξα στα πόδια για να κάνει πίσω. Όπως πήγα για τη δεύτερη, είχε πέσει και τον πέτυχα στην καρδιά».

Πρόεδρος: Ο ιατροδικαστής βρήκε χτυπήματα; Έχετε δει την έκθεση;

Κατηγορούμενος: Έχω μαλακό τριχωτό κεφαλής και μου βρήκε κάποιες εκδορές. Στην έκθεση δεν αναφέρεται τίποτα.

Π.: Η διαφορά ύψους με τον Φύσσα ποια ήταν;

Κ.: Ένα κεφάλι περίπου.

Π.: Την πρώτη φορά που τον χτυπήσατε;

Κ.: Στο πόδι.

Π.: Όταν σκοπός κάποιου δεν είναι να σκοτώσει, επιλέγει μέρη που δεν είναι ζωτικά και τον αποδυναμώνει. Η συνέχεια γιατί χρειαζόταν;

Κ.: Δεν έχω απασχολήσει ποτέ εγώ. Ούτε γήπεδο ούτε πουθενά. Το μόνο που θέλεις εκείνη την ώρα είναι να φύγεις από τα χέρια του.

Π.: Τα χέρια ενός ανθρώπου που, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, δεν σας έχει καταφέρει πλήγμα.

Κ.: Ούτε να τον τραυματίσω ήθελα.

Π.: Βρέθηκαν χτυπήματα στον θώρακα και στην καρδιά.

Κ.: Όταν σε βαράει ο άλλος κι είσαι σκυμμένος, πάνω στην ταραχή και την τρέλα δεν καταλαβαίνεις. Την ώρα που τρως ξύλο…

Π.: Ναι, που ξύλο βέβαια δεν προκύπτει 

Κ.: Έχει γίνει μια απλή ανθρωποκτονία και… το έκαναν…

Π.: Δεν μπορείτε ΠΟΤΕ να λέτε απλή ανθρωποκτονία.

Η ένταξη στη Χρυσή Αυγή και ο ναζιστικός χαιρετισμός

«Ήμουν υποστηρικτής της Χρυσής Αυγής. Το καλοκαίρι του 2012 πήγα για πρώτη φορά στην τοπική της Νίκαιας. Δεν με πήγε κάποιος, διάβασα στο Ίντερνετ και πήγα με τη σύζυγό μου. Στην αρχή πηγαίναμε αραιά και μετά πιο τακτικά» είπε ο Γιώργος Ρουπακιάς στο δικαστήριο εξηγώντας ότι, όταν λέει «υποστηρικτής» της οργάνωσης, εννοεί ότι δεν είχε γραφτεί ποτέ και δεν είχε δώσει τη σχετική συνδρομή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως άλλαζε κάτι στη σχέση του με την οργάνωση.

«Στην αρχή βοηθούσα όποτε μου ζητήσουν, αν και στη συνέχεια έγινα κάτι σαν βοηθός του Τσακανίκα, επειδή εμένα μακριά στη Γλυφάδα και δούλευε ο άνθρωπος. Οπότε καθόμουν εγώ στο πόδι του. Οι αρμοδιότητες ήταν να πουλάμε κουπόνια για οικονομική ενίσχυση που έδινε ο Πατέλης, η πώληση ρούχων της Χρυσής Αυγής και είχα πάει και κάποιες φορές στη Μεσογείων να φέρω πράγματα» περιέγραψε στο δικαστήριο.

Σχετικά με τη φράση του «Χρυσαυγίτης δεν γεννιέσαι, ούτε γίνεσαι, Χρυσαυγίτης πεθαίνεις» ισχυρίστηκε ότι την είχε ακούσει από τον βουλευτή Αλεξόπουλο και την είπε για να εντυπωσιάσει. «Είχα πάει στη κατασκήνωση στη Νέδα. Κάποια στιγμή ανακάλυψα τα όπλα και ρώτησα τον Πατέλη ”τι είναι αυτά εδώ πέρα;”, μου είπε ότι τα ”έφερε ένας συναγωνιστής”, αλλά ήταν με πλαστικές σφαίρες. Και δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ, παρά μόνο για να φωτογραφηθούμε. Ο Πατέλης έριξε μια στον αέρα για να φωτογραφηθεί» σχολίασε σχετικά με τις φωτογραφίες από την επίμαχη κατασκήνωση.

Για τον όρκο που έδιναν τα μέλη της Χρυσής Αυγής, ο κατηγορούμενος είπε: «Στη Νέδα, ήμασταν ο Καζαντόζγλου, ο Πατέλης και ο Τσακανίκας, με τον τελευταίο να διαβάζει ένα κείμενο. Ήμουν κι εγώ κι άλλοι δύο εκεί. Όταν τελείωσε αυτό που διάβαζα, είπαμε ένα ”ορκίζομαι”. Ήταν ανούσιο τελείως. Δεν θυμάμαι τι έλεγε. Ξέρω ότι ήταν κάποιος αρχαίος ελληνικός όρκος. Τελειώσαμε με έναν χαιρετισμό που είναι αρχαίος ελληνικός, που κάποιοι λένε για τον Χίτλερ. Σημασία έχει τι νιώθεις εκείνη την ώρα».

Μάλιστα, λίγο αργότερα ξέσπασε και είπε στην πρόεδρο: «Ποτέ πρόλαβε η πατρίδα μας και γέμισε με 600.000 ναζιστές; Εμείς χαιρετούσαμε έτσι επειδή ήταν αρχαίος χαιρετισμός, όχι για να υμνήσουμε τον Χίτλερ».

 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης