Με διαφωνίες και αιχμές περί ακυρότητας «σημαδεύεται» η έναρξη της έρευνας στον Άρειο Πάγο για το Δημ. Παπαγγελόπουλο και το ρόλο του στην υπόθεση της  Novartis.  

Οι διευκρινίσεις που ζήτησε από τον Ευάγγελο Βενιζέλο η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου, κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του, ήταν η αιτία να διαφανεί η πρώτη έντονη διαφωνία μεταξύ των ανώτατων δικαστών για τη δικονομική τάξη που θα τηρηθεί στην ανάκριση. Και μπορεί η διαφωνία αυτή να εκδηλώθηκε, εντός των προβλεπόμενων δικονομικών κανόνων, ωστόσο  ήδη «προδίδει» την ύπαρξη δύο διαφορετικών «στρατοπέδων» στο παρασκήνιο της ανάκρισης.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όλα ξεκίνησαν όταν η κ. Θεοδώρου, λίγο πριν ολοκληρώσει την κατάθεσή του ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος,  απευθύνθηκε στην ανακρίτρια, ζητώντας να διευκρινισθεί από το μάρτυρα ένα σημείο της τελευταίας του απάντησης. «Ο εισαγγελέας δεν μπορεί να έχει καμία ανάμιξη στην ανάκριση, ούτε να υποβάλει ερωτήσεις», ήταν η απάντηση που έδωσε η ανακρίτρια, αρεοπαγίτης Κωνσταντίνα Αλεβιζοπούλου  φέρνοντας το θέμα στο Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου για να επιλύσει τη διαφωνία τους.

Διακοσμητική η παρουσία του εισαγγελέα

«Η παρουσία του εισαγγελέα στην ανάκριση δεν μπορεί να είναι απλά και μόνο διακοσμητική», τόνισε στην έγγραφη πρότασή της προς το Συμβούλιο η κ. Θεοδώρου επικαλούμενη τις διατάξεις τόσο του προγενέστερου όσο και του ισχύοντος Κ.Π.Δ, με βάση τις οποίες προβλέπεται εισαγγελική παρουσία σε κάθε ανακριτική πράξη, σύμφωνα με το Σύνταγμα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Κατά συνέπεια, η παράσταση του εισαγγελέα, κατά την εξέταση του μάρτυρα, κατά το νομοθέτη, πρέπει να είναι ενεργός και ουσιαστική στην αναζήτηση της αλήθειας και όχι απλώς τυπική, ως οιονεί επόπτη του ανακριτή, ή απλού παρατηρητή, χωρίς βέβαια να υποκαθιστά τον ανακριτή. Αν ο νομοθέτης ήθελε ο εισαγγελέας απλά να παρίσταται, τότε δεν υπήρχε λόγος τότε να του παράσχει αυτό το δικαίωμα και μάλιστα διαχρονικά, τόσο στον προϊσχύσαντα Κ. Ποιν. Δ. όσο και στον ισχύοντα Κ. Ποιν. Δ.» τόνισε στην έγγραφη πρότασή της η αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, προσθέτοντας: «Αν ο εισαγγελέας στερηθεί του δικαιώματος για αυτοπρόσωπη και ενεργή συμμετοχή στην ανακριτική διαδικασία, προκαλείται απόλυτη ακυρότητα».

Η μειοψηφία

Τελικά, μόνο δύο από τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου του άρθ. 86 του Συντάγματος που μειοψήφησαν εξέφρασαν την άποψη ότι ο ρόλος του εισαγγελέα στο ανακριτικό γραφείο δεν θα πρέπει να περιορίζεται στην απλή σωματική του παρουσία. Τόσο η εισηγήτρια αρεοπαγίτης Όλγα Σχετάκη-Μπονάτου όσο και ο  σύμβουλος Επικρατείας Βασίλειος Ανδρουλάκης επεσήμαναν ότι ο εισαγγελέας δεν μπορεί να δυσχεράνει το έργο του ανακριτή ή να αναμιχθεί σε αυτό. Όμως, όπως διευκρίνισαν, «μπορεί να υποβάλει απλώς αιτήσεις ή προτάσεις, όπως πχ να υποβληθούν ορισμένες ερωτήσεις στον εξεταζόμενο μάρτυρα ή τον απολογούμενο κατηγορούμενο ή να ζητήσει να καταχωρηθούν στη σχετική έκθεση ορισμένες παρατηρήσεις. Με τον τρόπο αυτό, ο εισαγγελέας  συμβάλει στην ουσιαστική διαλεύκανση της υποθέσεως…».

Ποιοι πλειοψήφησαν

Για την πρόεδρο και ακόμη δύο μέλη του Συμβουλίου ωστόσο που πλειοψήφησαν, ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός δεν μπορεί ούτε καν διευκρινίσεις να ζητά από τους μάρτυρες. Τόσο η πρόεδρος του Συμβουλίου, αρεοπαγίτης Παρασκευή Καλαϊτζή, όσο και ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ Δημήτριος Σκαλτσούνης με την αρεοπαγίτη Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, έκριναν ότι ο εισαγγελέας μπορεί να ενημερώνεται και να παρίσταται στην ανάκριση «αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να υποβάλει έστω και διευκρινιστικές ερωτήσεις απευθείας ή μέσω του ανακριτή»

Έτσι λοιπόν στο εξής, η κ. Θεοδώρου θα μπορεί να είναι μεν παρούσα στις καταθέσεις των υπόλοιπων πολιτικών προσώπων που θα καταθέσουν αλλά μόνο για να ακούσει όσα θα πουν, χωρίς να έχει τη δικονομική δυνατότητα να πει ούτε λέξη.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης