Τα ηλεκτρονικά τσιγάρα έχουν αλλάξει πάρα πολύ από την πρώτη μέρα της δημιουργίας τους στη σύγχρονη εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του 2000. Η τεχνολογία έχει επιτρέψει ακόμα περισσότερες επιλογές καθώς και εγγυήσεις ασφαλούς ατμίσματος, ενώ τα προβλήματα των παρελθόντων ετών έχουν εκλείψει οριστικά. 

Στην πρώτη γενιά των ηλεκτρονικών τσιγάρων, το 2007,  οι συσκευές είχαν μια μικρή μπαταρία, που κρατούσε λίγο και ενεργοποιούνταν αυτόματα, δηλαδή με τη ρουφηξιά από το χρήστη. Το σύστημα ατμοποίησης ήταν το λεγόμενο cartonizer, δηλαδή ο χρήστης έσταζε το υγρό σιγά σιγά στο βαμβάκι για να λειτουργήσει. Λόγω μεγέθους τα ηλεκτρονικά τσιγάρα πρώτης γενιάς απευθύνονται ακόμα σε κάποιους ανθρώπους που ατμίζουν όμως πολύ λίγο, καθώς χρειάζονται διαρκώς αναπλήρωση ενώ παρέχουν και πολύ λίγη νικοτίνη στη ρουφηξιά. 

Για να ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα βγήκαν τα ηλεκτρονικά τσιγάρα δεύτερης γενιάς – από τα μέσα του 2010 μέχρι τα μέσα του 2011.Είχαν μια μεγάλη μπαταρία που διαρκούσε πολύ, ενεργοποιούνταν με κουμπί και όχι αυτόματα ενώ το σύστημα του ατμοποιητή είχε δεξαμενή που φαινόταν. Οι συσκευές αυτές είχαν το μειονέκτημα ότι αν δεν ήξερε ο χρήστης να τα λειτουργεί σωστά, υπήρχε διαρροή των υγρών. Η συγκεκριμένη σειρά υπάρχει και αυτή την εποχή και αφορούν στους medium καπνιστές, ενώ σήμερα έχει τελειοποιηθεί το σύστημα και δεν υπάρχουν διαρροές. 

Τα τρίτης γενιάς ήταν αυτά που είχαν τη δυνατότητα να ρυθμίζει ο χρήστης τις προτιμήσεις του. Ρυθμιζόταν η ισχύς της μπαταρίας σε Volt, ώστε να δίνει περισσότερο ή λιγότερο ρεύμα, ώστε να καθοριστεί η «δύναμη» της ρουφηξιάς και η παραγωγή του ατμού. Οι ατμοποιητές απέκτησαν τον έλεγχο του αέρα, δηλαδή ο χρήστης μπορεί ρυθμίζει πόσος αέρας θα περνάει στη ρουφηξιά κι αυτό καθορίζει και την ποσότητα του ατμού αλλά και τη δύναμή της. Τα ηλεκτρονικά τσιγάρα τρίτης γενιάς συνοδεύτηκαν και με μπαταρίες πολύ μεγάλης αντοχής, που διαρκούν ακόμα και μια εβδομάδα και με ατμοποιητές υπερηψηλής απόδοσης, που καθορίζουν την ποσότητα του ατμού που παράγεται για το ίδιο πάτημα του κουμπιού, όπως και να παρέχουν μεγάλη ποσότητα νικοτίνης που τη χρειάζεται ο «βαρύς» καπνιστής. 

Τα τέταρτης γενιάς ηλεκτρονικά τσιγάρα «σκέφτονται» για τον χρήστη και τον προστατεύουν. Αντί να ρυθμίζει πόσο δυνατό το θέλει, ρυθμίζει τη θερμοκρασία που θέλει να λειτουργεί. Όσο πιο ψηλή θερμοκρασία τόσο περισσότερος ατμός. Άρα αν δεν μπορεί να αποδώσει τη θερμοκρασία που ζητά ο χρήστης, δεν παρέχει ρουφηξιά. Αυτό συμβαίνει όταν δεν υπάρχει υγρό στον ατμοποιητή ή αν έχει χαλάσει οπότε και μέχρι τώρα μας έδινε την αίσθηση του καμένου. Έτσι προσφέρεται οικονομία στο υγρό, στο ανταλλακτικό, αφού πάντα λειτουργεί σωστά ο ατμοποιητής και εξοικονομεί και μπαταρία. 

Τα ηλεκτρονικά τσιγάρα εξελίσσονται συνέχεια και υπάρχουν ήδη αυτά που προσφέρουν ακόμα περισσότερες ρυθμίσεις για να προσαρμόζονται στις προτιμήσεις του χρήστη, ενώ παρέχεται και η δυνατότητα χειρισμού από το κινητό τηλέφωνο μέσω bluetooth.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης